Εισήγηση για την εκδήλωση σχετικά με την κινηματική στήριξη των διωκόμενων του αγώνα ενάντια στην εξόρυξη χρυσού (Ροτόντα, 22/6/14)

Εισήγηση της επιτροπής αλληλεγγύης στους διωκόμενους του αγώνα ενάντια στην εξόρυξη χρυσού για την εκδήλωση σχετικά με την κινηματική στήριξη των διωκόμενων του αγώνα ενάντια στην εξόρυξη χρυσού (Ροτόντα, 22/6/14). Μπορείτε να την κατεβάσετε σε μορφή pdf από εδώ.


Μετά την καταστροφή του εργοταξίου της Ελληνικός Χρυσός – EldoradoGold στις Σκουριές της Β.Α.Χαλκιδικής το Φεβρουάριο του ’13, η περιοχή αποτέλεσε πεδίο δοκιμών αναβαθμισμένων κατασταλτικών πρακτικών που απέβλεπαν στην τρομοκράτηση των αντιστεκόμενων: πρωτοφανή μεγέθη δυνάμεων καταστολής μέσα στα χωριά, 100άδες πολύωρες προσαγωγές διαδηλωτών χωρίς την παρουσία δικηγόρων, βίαιες εισβολές σε σπίτια, λήψη DNA ακόμα και δια της βίας από 100άδες αγωνιζόμενους χωρίς να έχουν καν απαγγελθεί κατηγορίες με σκοπό τη διατήρηση τράπεζας DNA. Το κράτος έχει επιχειρήσει κάθε δυνατό τρόπο, προκειμένου να στοχοποιήσει το κοινωνικό κίνημα ενάντια στα μεταλλεία, ώστε να προστατεύσει την εξέλιξη του έργου και να εμποδίσει την εξάπλωση του αγώνα πέρα από τα γεωγραφικά όρια της Χαλκιδικής. Έτσι, ήδη από το Μάρτιο του ’12 με τη βίαιη εισβολή της εταιρείας στο βουνό – που σήμανε και την έναρξη των εργασιών της, έχει επιβάλει στην περιοχή μια κατάσταση εξαίρεσης που ορίζει την υλοποίηση του έργου ως μονόδρομο, με πρόσχημα την εθνική σωτηρία. Στο πλαίσιο αυτό, προκειμένου να επιδείξει αποτελεσματικότητα στην πάταξη αυτού που ορίζει ως «ανομία», έχει εγκαθιδρύσει μια βιομηχανία διώξεων στην περιοχή, σχηματίζοντας δικογραφίες χιλιάδων σελίδων με κατηγορητήρια που σε αρκετές περιπτώσεις αφορούν σε βαριά κακουργήματα και επιχειρώντας να κατασκευάσει σενάρια για υποτιθέμενες εγκληματικές οργανώσεις που δρουν στην περιοχή εμποδίζοντας την ανάπτυξη της χώρας.

Συνολικά, από το Μάρτιο του ‘12 μέχρι σήμερα, έχουν συνταχθεί 23 δικογραφίες, στις οποίες 320 άτομα κατηγορούνται ή φέρονται ως ύποπτοι, πολλά από τα οποία για βαριά κακουργήματα και σύσταση εγκληματικής οργάνωσης. Συγκεκριμένα, πρόκειται για 51 άτομα που στοχοποιούνται στο πλαίσιο των δύο μεγάλων δικογραφιών – 22 στη δικογραφία του εμπρησμού του εργοταξίου και 29 στη δικογραφία που αφορά ενέργειες που έλαβαν χώρα κατά την κινητοποίηση στο Λάκκο Καρατζά, το Μάιο του ‘13 (όπου η εταιρεία σκοπεύει να κατασκευάσει φράγμα εναπόθεσης τελμάτων) και στην περιοχή της Ιερισσού (από τις αρχές Μαΐου μέχρι και τις 25 Αυγούστου ‘13). Όσον αφορά τη δικογραφία Καρατζά, σχηματίστηκε με κύρια αφορμή κινητοποίηση στο βουνό, όπου πραγματοποιήθηκε συμπλοκή που ξεκίνησε όταν μονάδες ΜΑΤ άρχισαν να κινούνται μέσα στο βουνό για να πλαγιοκοπήσουν τους διαδηλωτές που ήταν συγκεντρωμένοι στην τοποθεσία για να σταματήσουν τις εργασίας της εταιρείας. Οι διωκτικές αρχές ισχυρίστηκαν ότι 4 αστυνομικοί δέχτηκαν πυροβολισμούς από κυνηγετικό όπλο. Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι η δικογραφία αυτή είναι η πρώτη στον αγώνα της Χαλκιδικής, η οποία στηρίχθηκε κατά κύριο λόγο σε συνομιλίες των εμπλεκόμενων προσώπων που καταγράφηκαν ύστερα από άρση του τηλεφωνικού τους απορρήτου, ποινικοποιώντας το όποιο περιεχόμενό τους.

Από τα άτομα που φέρονται ως ύποπτοι στο πλαίσιο των δικογραφιών του αγώνα, έχουν ασκηθεί διώξεις σε 43 άτομα από 4 δικογραφίες, από τα οποία έχουν δικαστεί μόνο τα 21: 3 άτομα που συνελήφθησαν στις 12 Μαΐου ‘13 (σε κινητοποίηση γυναικών την ίδια μέρα με την κινητοποίηση στον Καρατζά), 4 άτομα που συνελήφθησαν στην πορεία στο βουνό στις 9 Σεπτέμβρη ’12, καθώς και 14 άτομα που συνελήφθησαν σε αντίστοιχη διαδήλωση τον Οκτώβρη του ’12. Από τα άτομα αυτά, τα περισσότερα αθωώθηκαν, ενώ στους υπόλοιπους επιβλήθηκαν ολιγόμηνες ποινές με 3ετή αναστολή. Οι υπόλοιποι 22 στους οποίους έχουν ασκηθεί διώξεις σχετίζονται με την υπόθεση του εμπρησμού του εργοταξίου. Από αυτούς, οι 4 υπέστησαν πολύμηνη προφυλάκιση. Συγκεκριμένα, οι 2 πρώτοι προφυλακίστηκαν περίπου δύο μήνες μετά τον εμπρησμό (στις 14 Απριλίου ‘13), ύστερα από βίαιη έφοδο οπλισμένων κουκουλοφόρων της αντιτρομοκρατικής στα σπίτια τους, μπροστά στα μάτια των ανήλικων παιδιών τους, με σκοπό τη σύλληψή τους. Παρέμειναν σε προφυλάκιση για 6 μήνες (μέχρι τον Οκτώβριο του ‘13). Οι επόμενοι 3, ενάμιση μήνα αργότερα (7 Μαΐου ‘13), αφού απολογήθηκαν ενώπιων του ανακριτή, αφέθηκαν ελεύθεροι, με περιοριστικούς όρους, ενώ τους επιβλήθηκαν χρηματικές εγγυήσεις. Οι 2 τελευταίοι κρίθηκαν επίσης προφυλακιστέοι λίγους μήνες μετά (10 Ιουλίου ‘13) και αποφυλακίστηκαν το  Νοέμβριο του ‘13.

Στις 7 Μαρτίου ‘14, 23 από τους 29 ύποπτους της δικογραφίας του Καρατζά – κάτοικοι Χαλκιδικής και Θεσσαλονίκης – κλήθηκαν βάσει ανακριτικής διάταξης να προσέλθουν για λήψη γενετικού υλικού, προκειμένου να συγκριθεί το DNA τους με αυτό που βρέθηκε στην υπόθεση του εμπρησμού του εργοταξίου. Οι μεθοδεύσεις αυτές κατέληξαν στη γνωστοποίηση σε ένα εκ των 23 ατόμων της ταυτοποίησης του δείγματός του με γενετικό υλικό από την υπόθεση του εμπρησμού του εργοταξίου. Μάλιστα, η ταυτοποίηση τού γνωστοποιήθηκε πολύ αργότερα από το χρονικό όριο – μετά τη λήψη – που προσδιορίζεται από το νόμο και μάλιστα λίγο πριν την διεξαγωγή των εκλογών, στις αρχές του Μαΐου. Συνεπώς, στα 20 άτομα που συσχετίζονταν μέχρι τώρα από τις διωκτικές αρχές με την υπόθεση του εργοταξίου προστέθηκε ένα ακόμη. Τα 15 πλέον συνολικά άτομα που φέρονται ως ύποπτοι για τη συγκεκριμένη υπόθεση (καθώς στους 14 προστέθηκε ακόμη ένα άτομο, λόγω του ότι κρίθηκαν ύποπτες οι αναρτήσεις του στο διαδίκτυο) και των οποίων η ανάκριση εκκρεμούσε, κλήθηκαν για να απολογηθούν την Παρασκευή 6 Ιουνίου ‘14 ενώπιων της ανακρίτριας Πολυγύρου, όπου και πήραν προθεσμία για τις 16 και 17 Ιουνίου. Με σύμφωνη γνώμη ανακριτή και εισαγγελέα και οι 15 αφέθηκαν ελεύθεροι χωρίς εγγυήσεις, με τη διάκριση ότι για όλους εκτός από έναν ορίστηκαν περιοριστικοί όροι μη εξόδου από τη χώρα, ενώ επιπλέον, στους 9 επιβλήθηκε παρουσία μια φορά το μήνα στο αστυνομικό τμήμα της περιοχής τους.

Τέλος, το πιο πρόσφατο στιγμιότυπο των διωκτικών χειρισμών του κράτους αφορά στη δικογραφία του Καρατζά, οι ύποπτοι της οποίας καλούνται σταδιακά στο παρόν προκειμένου να απολογηθούν ενώπιων του ανακριτή. Οι πρώτες κλήσεις ορίζουν ανακριτική διαδικασία για τις 25 και 26 Ιουνίου, οπότε και θα ζητηθεί προθεσμία.

Παρατηρούμε λοιπόν ότι μετά από ένα μεγάλο διάστημα αδράνειας των ανακριτικών διαδικασιών, το κράτος επιχείρησε πριν περίπου 3 μήνες να προχωρήσει σε μια νέα αναβάθμιση της καταστολής των αγωνιζόμενων, που επιδιώκει να ολοκληρώσει «όσα άφησε σε εκκρεμότητα» και μάλιστα με απαρχή μια από τις σημαντικότερες δικογραφίες του αγώνα, αυτή του εμπρησμού του εργοταξίου, της ενέργειας δηλαδή που κατέστησε γνωστό τον αγώνα σε διεθνές επίπεδο. Η χρονική στιγμή κατά την οποία συμβαίνει αυτό δεν είναι διόλου τυχαία: τον τελευταίο καιρό, το κίνημα ενάντια στα μεταλλεία βρισκόταν σε ύφεση, λόγω της εστίασης της προσοχής των κατοίκων στις κρίσιμες για τον τόπο αυτοδιοικητικές εκλογές. Καθόλη τη διάρκεια αυτού του διαστήματος, είχαν αντίστοιχα περιοριστεί και οι κατασταλτικές τακτικές του κράτους. Με το πέρας τον εκλογών, φαίνεται να επέρχεται και μια αλλαγή σε αυτή τη συνθήκη, που οφείλεται στο ότι κράτος και εταιρεία επιχειρούν να «προλάβουν» την ανάκαμψη του κινήματος, αναγνωρίζοντας την απειλή που μπορεί να αποτελέσει για την εξέλιξη του έργου η συστηματική παρουσία και αντίσταση στο βουνό, ειδικά σε μια περίοδο κατά την οποία επιδιώκεται η επιτάχυνση των διαδικασιών προς την κατασκευή του εργοστασίου.

Η ανησυχία τους βέβαια εντείνεται και από το γεγονός ότι το εκλογικό αποτέλεσμα στη Β.Α.Χαλκιδική έστειλε ένα ηχηρό μήνυμα όσον αφορά τη στάση των κατοίκων απέναντι στο υπό ανάπτυξη έργο, γεγονός που αφενός αναιρεί τους ισχυρισμούς της εταιρείας για το ότι οι τοπικές κοινωνίες επιθυμούν την ανάπτυξη μεταλλευτικών δραστηριοτήτων στην περιοχή και αφετέρου της στερεί την θεσμική στήριξη που είχε σε τοπικό επίπεδο (χάρη στον πρώην δήμαρχο Πάχτα).

Η απεγνωσμένη προσπάθεια κράτους και εταιρείας να διατηρήσουν την περιοχή υπό τον έλεγχό τους καταδεικνύεται όχι μόνο από το γεγονός ότι η διωκτική μηχανή τέθηκε εκ νέου σε λειτουργία, αλλά και από τις πρόσφατες επιθέσεις των εργαζόμενων/μισθοφόρων της εταιρείας σε αντιστεκόμενους κατοίκους: σπασμένα καταστήματα, καμένες αποθήκες, απειλές και προπηλακισμοί ανθρώπων που εναντιώνονται στην εξόρυξη. Πόσο τυχαίες ήταν άραγε οι προεκλογικές εξαγγελίες του απερχόμενου δημάρχου Πάχτα, που απειλούσε ότι αν το αποτέλεσμα δεν ήταν ευνοϊκό γι αυτόν – και κατ’ επέκταση για την εξέλιξη του έργου – οι εργαζόμενοι της εταιρείας δεν θα αποκλειόταν να «κάψουν χωριά»;

Στο ίδιο πλαίσιο της αναβάθμισης της καταστολής με σκοπό την τρομοκράτηση του κινήματος μέσω της εγκληματικοποίησης των αγωνιστών του, εντάσσεται και η απόπειρα καλύτερης θεμελίωσης της ρητορικής της κυριαρχίας περί της ύπαρξης και δράσης εγκληματικής οργάνωσης στη Χαλκιδική, η οποία  – μεταξύ άλλων μεθοδεύσεων – επιχειρείται μέσω της σύνδεσης δικογραφιών. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η απόπειρα σύνδεσης των δύο μεγάλων δικογραφιών που περιλαμβάνουν  την κατηγορία της σύστασης εγκληματικής οργάνωσης – αυτής του εμπρησμού του εργοταξίου και αυτής του Καρατζά  – η οποία επιχειρήθηκε μέσω της κλήσης των 23 υπόπτων του Καρατζά για λήψη γενετικού υλικού για την υπόθεση του εργοταξίου. Το επιχείρημα της σύνδεσης αυτής – όπως αναφέρεται στην ανακριτική διάταξη – είναι ότι «σε αμφότερες τις δικογραφίες υφίστανται κοινοί κατηγορούμενοι και πράξεις που βάλουν στη ματαίωση ή αναστολή οποιασδήποτε μεταλλευτικής δραστηριότητας».

Μπορεί οι δύο δικογραφίες που περιλαμβάνουν κατηγορίες περί εγκληματικής οργάνωσης, του Φεβρουαρίου και του Καρατζά, να οδεύουν προς κλείσιμο (μετά το πέρας των ανακρίσεων), αλλά – πέρα από το ότι διατηρούνται σε καθεστώς ομηρίας οι διωκόμενοι με περιοριστικός όρους μέχρι τη διεξαγωγή της δίκης τους – δεν αποκλείεται μελλοντικά να επανέλθουν στο προσκήνιο, μέσω του ορισμού ειδικού εφέτη ανακριτή. Με αυτόν τον τρόπο, όπως σε αντίστοιχες υποθέσεις, θα ασκήσουν εκ νέου διώξεις, προκειμένου να συνδέσουν όλες τις δικογραφίες υπό το πρίσμα της ύπαρξης και διαρκούς δράσης μιας ενιαίας εγκληματικής οργάνωσης, με τυχόν επιμέρους υποομάδες.

Τέλος, αξίζει να αναφέρουμε ότι το ευμενές αποτέλεσμα της ανάκρισης των 15 ατόμων της δικογραφίας του Φεβρουαρίου καταδεικνύει ότι το κράτος προσδιορίζει δυναμικά τη στάση του, ανάλογα με την εκάστοτε κατάσταση του κινήματος, με στόχο πάντα τον περιορισμό των αντιστάσεων/ κινητοποιήσεων, ο οποίος άλλοτε επιδιώκεται με την καταστολή των αντιστάσεων μέσω της τρομοκράτησης και άλλοτε με την αποφυγή της πρόκλησής τους. Έτσι, ενώ κατά το διάστημα μετά τον εμπρησμό του εργοταξίου το κράτος επέβαλε προφυλακίσεις και εγγυήσεις στους 7 διωκόμενους για το εργοτάξιο, στοχεύοντας στη φίμωση ενός τότε δυναμικού κινήματος, το οποίο ωστόσο δεν είχε την πολιτική εμπειρία να αντισταθεί στον τρόμο που του επιβαλλόταν, αντίθετα, στο παρόν, με το να μην επιβάλει ούτε καν εγγυήσεις, επιλέγει να μην προκαλέσει την αναζωπύρωση ενός κινήματος σε ύφεση, το οποίο θα ήταν ωστόσο πιο ώριμο για να απαντήσει κινηματικά στις επιθέσεις της κυριαρχίας. Την ίδια στιγμή, μέσω των περιοριστικών όρων διατηρεί υπό ομηρία ολοένα και περισσότερους αγωνιστές, επιχειρώντας έτσι να τους απομακρύνει από τον αγώνα.

Οι κατηγορούμενοι για τις υποθέσεις του αγώνα στους οποίους έχει αποδοθεί η κατηγορία της σύστασης και συμμετοχής σε εγκληματική οργάνωση είναι δυνητικά έγκλειστοι στις φυλακές υψίστης ασφαλείας που σχεδιάζονται με το νομοσχέδιο που δόθηκε στη δημοσιότητα από το υπουργείο δικαιοσύνης στα μέσα Μαρτίου, βάσει του οποίου οι φυλακές ή τμήματα φυλακών (κελιά) τύπου Γ, θα φυλάσσουν κυρίως κρατούμενους για εγκλήματα που περιλαμβάνονται στον 187 και 187Α περί εγκληματικών και τρομοκρατικών οργανώσεων, καθώς και όσους θεωρούνται “απείθαρχοι” κρατούμενοι, με το επιχείρημα  ότι με τη “στάση” τους διαταράσσουν ή δημιουργούν προβλήματα στην καθημερινότητα της φυλακής.

Στις φυλακές αυτές, οι φύλακες δεν θα είναι σωφρονιστικοί υπάλληλοι αλλά πάνοπλοι αστυνομικοί, με την ευχέρεια μάλιστα να χρησιμοποιούν τα όπλα τους «κατά βούληση». Τα κεκτημένα των κρατούντων που εδραιώθηκαν μετά από χρόνια αγώνων, θα καταπατούνται σχεδόν εξ ολοκλήρου, καθώς δεν προβλέπονται καθόλου άδειες ή μεροκάματα και η επικοινωνία (τηλέφωνα, γράμματα, επισκεπτήριο) θα είναι εξαιρετικά  περιορισμένη. Ο προαυλισμός των κρατουμένων θα γίνεται κατά το δοκούν των ανθρωποφυλάκων και κάμερες θα είναι τοποθετημένες έτσι ώστε ο χώρος να ελέγχεται πανοραμικά. Επίσης στα πλαίσια του νέου νόμου θα είναι δυνατή η φύλαξη γενετικού υλικού (DNA) υπόπτων, για πολλά χρόνια. Τέλος, στο πλαίσιο αυτού του νέου νόμου, ποινικοί κρατούμενοι (όλοι όσοι δεν διώκονται για υποθέσεις τρομοκρατίας) θα μπορούν να καταθέσουν εις βάρος κρατουμένων των κελιών τύπου Γ με αντάλλαγμα μείωση της ποινής τους ή αποφυλάκιση.

Η εκδικητική ομηρία που επιβάλλεται από τις φυλακές αυτού του τύπου αποδυναμώνει τον κρατούμενο, καθώς τον απομονώνει από το οικογενειακό και κοινωνικό του περιβάλλον αλλά και από το ευρύτερο περιβάλλον της μικροκοινωνίας των φυλακών. Επιπλέον, μέσω της διάταξης περί κατάδοσης μεταξύ κρατούμενων, θεσμοθετείται και ο χαφιεδισμός και επιχειρείται έτσι η επικράτηση του ατομικισμού εντός της φυλακής και η καταστολή των διεκδικήσεων που μέχρι πρότινος ποινικοί και πολιτικοί κρατούμενοι επιχειρούσαν από κοινού.

Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι το κράτος μέσω της νέας αυτής απειλής του για ακραίους και απάνθρωπους εγκλεισμούς επιδιώκει την τρομοκράτηση όλων εκείνων οι οποίοι αντιστέκονται στην κρατική επιβολή που διαβλέπει στην προάσπιση των εγχώριων αλλά και παγκόσμιων συμφερόντων του κεφαλαίου. Στο πλαίσιο αυτό, η αντίσταση στο νέο αυτό νομοσχέδιο θα πρέπει να αποτελέσει τμήμα του αγώνα για την υπεράσπιση των διωκόμενων του αγώνα ενάντια στα μεταλλεία χρυσού.

Σχετικά με την κινηματική αντιμετώπιση των διώξεων

Στο πλαίσιο μιας τέτοιας επίθεσης από τη μεριά της κυριαρχίας, η διαδικασία του αγώνα ενάντια στην εξόρυξη χρυσού, αλλά και της υπεράσπισης των διωκόμενων δεν μπορεί παρά να είναι κινηματική, δηλαδή σε ευθεία αντιπαράθεση με την επένδυση και αυτούς που την υποστηρίζουν, με διαδικασίες στις οποίες συμμετέχουν ισότιμα όλοι οι αγωνιζόμενοι, με ανοιχτές και αμεσοδημοκρατικές διαδικασίες και έξω από μικροπολιτικές σκοπιμότητες και ιδεολογικές περιφράξεις. Με αυτόν τον κοινό τόπο, αλλά και θέτοντας ως βασική προϋπόθεση την εγκαθίδρυση μιας μόνιμης κινηματικής αμφίδρομης επικοινωνίας μεταξύ των αγωνιζόμενων σε Χαλκιδική και Θεσσαλονίκη συγκροτήθηκε το καλοκαίρι του 2013 η επιτροπή αλληλεγγύης στους διωκόμενους του αγώνα ενάντια στην εξόρυξη χρυσού από άτομα με διαφορετικές οπτικές και αφετηρίες.

Η επιτροπή αλληλεγγύης σκόπευε να αποτελέσει όχι απλά μια συνέλευση αλληλεγγύης η οποία θα συσπείρωνε κόσμο (κυρίως άτομα που δραστηριοποιούνται ενάντια στην εξόρυξη χρυσού στη Χαλκιδική) μόνο σε στιγμιότυπα κορύφωσης της κρατικής καταστολής (όπως προφυλακίσεις), αλλά μια οργανωτική δομή που θα συντελούσε στη συγκρότηση αντανακλαστικών και στρατηγικών για μια συνολικότερη αντιμετώπιση των διώξεων και των επιμέρους παραμέτρων που σχετίζονται με αυτές (όπως πχ η χρήση του DNA ως αποδεικτικού στοιχείου ενοχής και η κατηγορία της σύστασης εγκληματικής οργάνωσης). Ωστόσο, παρά το γεγονός ότι οι διώξεις αφορούν ένα πολύ μεγάλο αριθμό ανθρώπων από τη Χαλκιδική και τη Θεσσαλονίκη, δυστυχώς, οι αρχικοί της στόχοι επιτεύχθηκαν σε μικρό βαθμό, κυρίως λόγω της μη σταθερής συμμετοχής επαρκούς πλήθους ατόμων (γεγονός το οποίο θα προσπαθήσουμε να εξηγήσουμε και παρακάτω μέσα από μια κριτική και αυτοκριτική του ευρύτερου κινήματος ενάντια στην εξόρυξη χρυσού, τόσο στη Χαλκιδική, όσο και στη Θεσ/νίκη).

Κοινή μας πεποίθηση είναι ότι κανένας αγώνας δεν μπορεί να προχωρήσει και να τελεσφορήσει νικηφόρα αν αφήνει πίσω του απώλειες, δηλαδή ανθρώπους στην τύχη τους και ομήρους στις ορέξεις του κράτους. Άλλωστε, σε μια κοινωνία που αντιλαμβάνεται τον εαυτό της ως σύνολο αυτονομημένων ατόμων με συμπτωματικά κοινά συμφέροντα, είναι αναμενόμενο η καταστολή να φοβίζει το άτομο, καθώς νιώθει αδύναμο να αντιμετωπίσει μόνο του τους ισχυρούς μηχανισμούς της εξουσίας και ό,τι αυτοί συνεπάγονται. Ως μόνο δρόμο για το σπάσιμο του φόβου αυτού που συνθλίβει το άτομο, αναγνωρίζουμε την αλληλεγγύη, όχι ως αφηρημένη έννοια αλλά ως συγκεκριμένη πρακτική που επαναπροσδιορίζει την κοινωνία και τις σχέσεις που τη διέπουν και αποτελεί την προϋπόθεση για τη συγκρότηση ισχυρών δομών αντίστασης απέναντι στην επίθεση της κυριαρχίας. Συγκεκριμένα στο παράδειγμα του αγώνα της Χαλκιδικής, η αλληλεγγύη εκφράζεται πολυεπίπεδα: αφενός με την αλληλοστήριξη μεταξύ των διωκόμενων – τόσο μέσω της συγκρότησης σχέσεων που συνιστούν μια συνθήκη αλληλεπίδρασης σε πολιτικό επίπεδο, όσο και σε ό,τι αφορά τους τρόπους αντιμετώπισης των διώξεων σε νομικό επίπεδο – και αφετέρου με την κινηματική στήριξη των διωκόμενων από το ευρύτερο κίνημα, που εκφράζεται – όπως θα αναλύσουμε παρακάτω – τόσο μέσω δράσεων αλληλεγγύης, όσο και μέσω της συνέχισης του ίδιου του αγώνα ενάντια στην εξόρυξη χρυσού.

Η πολιτική και οργανωμένη στάση των αγωνιζόμενων, είναι η μόνη ικανή συνθήκη για τη διασφάλιση της συνέχισης του αγώνα, από την οποία εξαρτάται πολυδιάστατα με τη σειρά της και η εξέλιξη των διώξεων. Αφενός από τη μεριά κράτους και εταιρείας, η βιομηχανία διώξεων που έχει αναπτυχθεί στην περιοχή συνιστά ένα εργαλείο εκβιασμού των αγωνιζόμενων, προκειμένου να περιορίζονται οι αντιστάσεις και να διασφαλίζεται η συνέχιση της ανάπτυξης του έργου. Έτσι, όπως αναφέρθηκε και προηγουμένως, η κατασταλτική επίθεση της κυριαρχίας ορίζεται δυναμικά ανάλογα με την κατάσταση στην οποία βρίσκεται το κίνημα: όσο οξύνεται ο αγώνας, τόσο οξύνεται και η εκδικητική στάση κράτους και εταιρείας, με σκοπό την κάμψη του. Από την άλλη μεριά, σε περιόδους ύφεσης του αγώνα, η κυριαρχία δείχνει να αναστέλλει τη διωκτική της πίεση, με σκοπό το να μην προκαλέσει την αναζωπύρωσή του. Από την αντίστροφη, όπως γίνεται κατανοητό, η ύπαρξη και συνέχιση του αγώνα αποτελεί το κύριο όπλο στα χέρια του κινήματος, όχι μόνο για την παύση του έργου, αλλά και για την ίδια την αντιμετώπιση των διώξεων, καθώς συνιστά μια μόνιμη απειλή για την κυριαρχία. Για το λόγο αυτό, η υπεράσπιση των διωκόμενων δεν αρκεί να στηρίζεται μόνο σε ένα κίνημα αλληλεγγύης, αλλά προϋποθέτει ταυτόχρονα και τη συνέχιση και όξυνση του ίδιου του αγώνα, δεδομένου ότι το μπλοκάρισμα του έργου αποτελεί το μόνο πραγματικό κόστος για την κυριαρχία.

Οι διωκόμενοι αποτελούν τμήμα του αγώνα ενάντια στην εξόρυξη χρυσού στη Χαλκιδική και ως τέτοιους καλούμαστε να τους υπερασπιστούμε, με πρακτικές που δεν υπονομεύουν ή καταστέλλουν τον αγώνα. Συνεπώς, η υπεράσπιση των διωκόμενων και του ίδιου του αγώνα με γνώμονα την αλληλεγγύη και τη συλλογική συνείδηση, δεν μπορεί να συμβαδίζει με αμυντικές στάσεις που διαπραγματεύονται τη νομιμότητά του με όρους αστικής δικαιοσύνης, αλλά πηγάζει από την πεποίθηση ότι ο αγώνας ενάντια σε μια επένδυση που θα καταστρέψει τα πάντα γύρω της είναι δίκαιος και αναγκαίος. Οι πρακτικές αντιβίας, συμπεριλαμβανομένης της συγκρουσιακής διάθεσης που εκφράζεται όποτε αυτό κρίνεται απαραίτητο για τη συνέχιση ή/και την όξυνση του αγώνα, παρότι μπορεί να αποτελούν βίαιες ενέργειες, ωστόσο νομιμοποιούνται κοινωνικά ως μορφές κοινωνικής αντίστασης, απορρέουν από τον ίδιο τον αγώνα και είναι αναγκαίες ως άμυνα απέναντι στη βία της εξουσίας. Στο πλαίσιο αυτό, η αλληλεγγύη μας προς τους διωκόμενους δεν εξαρτάται από το αν έχουν συμμορφωθεί με ειρηνικές πρακτικές, αλλά ορίζεται από την αναγνώριση ότι έχουν στοχοποιηθεί για την αντίστασή τους στην πραγματική τρομοκρατία, που δεν είναι άλλη από αυτή που επιβάλλεται από το κράτος και την εταιρεία.

Γνωρίζουμε βέβαια ότι ο αγώνας δεν πρόκειται να δικαιωθεί σε αίθουσες δικαστηρίων, αλλά μέσα από τη συνέχισή του και τη νίκη του, με την παύση του έργου και τον αποχαρακτηρισμό της περιοχής από μεταλλευτική. Έτσι, η νομική υπεράσπιση και η γενικότερη χρήση ένδικων μέσων είναι μεν απαραίτητη, αλλά θα πρέπει να ειδωθεί ως κομμάτι του πολιτικού αγώνα, με τα χαρακτηριστικά του οποίου θα πρέπει να συνάδει, χωρίς να εγείρει αντιφάσεις με αυτά και χωρίς να διεκδικεί την αποκλειστικότητα στην υπεράσπιση των διωκόμενων, ως ένα κριτήριο απονομής «δίκαιου» ή «άδικου». Με άλλα λόγια, η αντιμετώπιση των διώξεων δεν μπορεί να επαφίεται στη νομική διαχείριση με γνώμονα την εμπιστοσύνη στην αστική δικαιοσύνη (σε αξιόπιστους εφέτες, εισαγγελείς, δικαστές και ανακριτές) ή/και στην όποια θεσμική διαχείριση. Αντίθετα, θα πρέπει να βασίζεται στο ίδιο το κίνημα, τις αντιστάσεις του και την πίεση που μπορεί να ασκήσει – προς όλους τους φορείς θεσμικούς ή μη – μέσω της αλληλεγγύης που εκδηλώνει.

Επομένως, καταλαβαίνουμε ότι η πολιτική υπεράσπιση των διωκόμενων προϋποθέτει και μια μίνιμουμ πολιτική συμφωνία όσον αφορά τον τρόπο διαχείρισής της. Αντίστοιχα, και στο νομικό επίπεδο, είναι κρίσιμος ο ορισμός κοινών υπερασπιστικών γραμμών που θα αντλούν από το ίδιο το κίνημα, καθώς δικονομικές τακτικές που επιλέγονται χωρίς να λαμβάνεται υπόψη η συλλογική βούληση, είναι δυνατόν να καταστούν επικίνδυνες τόσο για τους διωκόμενους, όσο και για τον ίδιο τον αγώνα.

Κριτική του κινήματος ενάντια στην εξόρυξη χρυσού στη Χαλκιδική και τη Θεσ/νίκη

Στο σημείο αυτό θα πρέπει να επισημάνουμε ότι παρά το γεγονός ότι σε ένα μεγάλο βαθμό οι αποφάσεις για τον αγώνα λαμβάνονται μέσα από συλλογικές αμεσοδημοκρατικές διαδικασίες, διατηρείται ωστόσο η εμπιστοσύνη στη θεσμική διαχείριση, που εκφράζεται μέσω πρακτικών ανάθεσης: στη δικαιοσύνη, σε εκλεγμένους αντιπροσώπους, σε ηγετικούς ρόλους, σε ειδικούς και αυθεντίες. Τέτοιου τύπου αντιφάσεις εγείρονται και στον τρόπο αντιμετώπισης των διώξεων, που αφορούν τόσο στην εναπόθεση της αντιμετώπισής τους σε δικονομικούς χειρισμούς και την ταυτόχρονη παρεμπόδιση των κινηματικών διαδικασιών της αλληλεγγύης, όσο και στο διαχωρισμό και την αναζήτηση ατομικών λύσεων από κάποιους διωκόμενους σε επίπεδο νομικής υπεράσπισης (πχ δικηγόροι που δεν επικοινωνούν με το κίνημα, ή αντιφατικές με τον αγώνα υπερασπιστικές γραμμές). Πρακτικές δηλαδή που έρχονται σε αντίθεση με την αλληλεγγύη που χαρακτηρίζει τις κοινότητες αγώνα και οι οποίες θα μπορούσαν να αποβούν εις βάρος άλλων διωκόμενων (αντί να υπάρχει συνεργασία μεταξύ τους σε κοινό υπερασπιστικό πλαίσιο, το οποίο να συνάδει με τον αγώνα).

Μια ακόμα προβληματική στάση, η οποία λειαίνει το έδαφος για την καταδίκη ενός συνόλου πρακτικών στο πλαίσιο του πολύμορφου αγώνα ενάντια στα μεταλλεία και επιπλέον επιτρέπει να γίνεται λόγος για αποσπασματικούς ή ξενόφερτους αγώνες είναι ο διαχωρισμός πρακτικών σε ειρηνικές και βίαιες και κατά συνέπεια η διάκριση των διωκόμενων σε ειρηνικούς και βίαιους. Η λογική αυτή, χωρίς βέβαια να χαρακτηρίζει τη στάση του ευρύτερου κινήματος, έχει ωστόσο ενσωματωθεί περιστασιακά από επιμέρους συνιστώσες του, που σε κάποιες περιπτώσεις έχουν υποκύψει σε δηλώσεις νομιμοφροσύνης, υιοθετώντας – στη δημόσια έκφρασή τους – λόγο περί προβοκάτσιας και καταγγέλλοντας «κουκουλοφόρους που αμαύρωσαν τον αγώνα».

Τέλος, μια από τις κυριότερες προβληματικές που διακρίνουμε στον αγώνα της Χαλκιδικής είναι το γεγονός ότι η άνευ προηγουμένου τρομοκράτηση και καταστολή που έχει επιβληθεί, όχι μόνο δεν προκάλεσε ως απάντηση την όξυνση του αγώνα, αλλά είχε ως αποτέλεσμα την αποδυνάμωσή του, λόγω της επικράτησης του φόβου. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα της κινητοποίησης στο βουνό στις 21 Οκτώβρη ’12 που η άγρια καταστολή κατάφερε να εκφοβίσει μεγάλα τμήματα του κινήματος, με αποτέλεσμα να μην πραγματοποιηθεί έκτοτε άλλη τόσο μαζική πορεία στο βουνό. Ακόμα πιο αντιπροσωπευτικό παράδειγμα για τις συνέπειες της τρομοκράτησης που απορρέει από τον εκβιασμό που έχει ασκήσει η κυριαρχία στο κίνημα της Χαλκιδικής είναι το πάγωμα των κινηματικών διαδικασιών του αγώνα κατά τη διάρκεια των 4 προφυλακίσεων για την υπόθεση του εμπρησμού του εργοταξίου. Μια ενέργεια την οποία το κίνημα φάνηκε ότι δεν ήταν έτοιμο να υπερασπιστεί συλλογικά, δείχνοντας έμπρακτα την αλληλεγγύη του στους διωκόμενους και συνεχίζοντας τον αγώνα.

Από την άλλη μεριά, στη Θεσ/νίκη, οι κινητοποιήσεις ενάντια στην εξόρυξη χρυσού και η συσπείρωση του σχετικού κινήματος στην πόλη σταμάτησε από πολύ νωρίς, εν μέρει λόγω ενός συνολικού αφορισμού του αγώνα που υιοθετήθηκε από τμήμα του κινήματος και που σχετίζεται κύρια με τις προβληματικές που αναφέρθηκαν προηγουμένως. Άλλοι λόγοι για την αποστασιοποίηση μιας μερίδας κόσμου από τον εν λόγω αγώνα δεν αποκλείεται να ήταν για κάποιους η όξυνση της καταστολής στη Χαλκιδική και για άλλους η γενικότερη ύφεση του αγώνα. Αντίστοιχα, με εξαίρεση τα λίγα στιγμιότυπα μαζικών διαδηλώσεων, δεν υπήρξε στην πόλη συνέχεια κινητοποιήσεων ούτε στο πλαίσιο της αλληλεγγύης στους διωκόμενους, ώστε να κτιστεί σταδιακά ένα συγκροτημένο κίνημα αλληλεγγύης, αντί αυτή να εκφράζεται σε συγκεκριμένες μόνο κορυφώσεις της καταστολής, όπως πχ μετά από προφυλακίσεις.

Επιπλέον, πέρα από την έλλειψη δράσης στην πόλη της Θεσ/νίκης, μικρή και αποσπασματική έχει υπάρξει και η παρουσία και δράση αλληλέγγυων από τη Θεσ/νίκη στη Χαλκιδική. Η παρουσία αυτή έχει περιοριστεί σε πορείες, κυρίως κατά τη διάρκεια των πρώτων μηνών της τρέχουσας φάσης του αγώνα (από το Μάρτιο του ’12 και μετά) και μάλιστα – συχνά – με συγκεκριμένες προϋποθέσεις συμμετοχής, ανάλογα με τα χαρακτηριστικά των εν λόγω κινητοποιήσεων.

Σημαντικό έλλειμμα επίσης της Θεσ/νίκης στον αγώνα ήταν η έλλειψη διάχυσης πολιτικού λόγου που θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί μέσω της διενέργειας εκδηλώσεων στην περιοχή της Χαλκιδικής πάνω σε θεματικές που αφορούν στον αγώνα, αλλά και μέσω γενικότερων κοινωνικών ζυμώσεων και συμμετοχών σε συλλογικές διαδικασίες.

Ως κύριους λόγους για την απουσία της Θεσ/νίκης από τον αγώνα της Χαλκιδικής αναγνωρίζουμε αφενός την έλλειψη ουσιαστικής σχέσης με την εκεί πραγματικότητα και την εξέλιξη αυτής και αφετέρου το γεγονός ότι δεν αναγνωρίστηκε η μεγάλη σημασία του εν λόγω αγώνα για την εξέλιξη άλλων αγώνων.

Το πρώτο σημείο αναφέρεται στην έλλειψη μιας συνεχούς παρακολούθησης του αγώνα από τα μέσα και βάσει διαφορετικών συνιστωσών του, με αποτέλεσμα να δημιουργούνται μερικές κατανοήσεις – πολλές φορές μέσω μονομερών μεταφορών – χωρίς να γίνονται γνωστές οι διαφορετικές εκφάνσεις του αγώνα. Ο μόνος τρόπος για να αρθεί μια τέτοια συνθήκη, θα ήταν η εγκαθίδρυση μιας μόνιμης κινηματικής επικοινωνίας μεταξύ των κατοίκων στη Χαλκιδική και των αλληλέγγυων στη Θεσσαλονίκη, γεγονός που δεν φαίνεται να αποτέλεσε τμήμα των στοχεύσεων του κινήματος της Θεσ/νίκης.

Σε ό,τι αφορά το δεύτερο σημείο, η Θεσ/νίκη δείχνει να μην απέδωσε ιδιαίτερη βαρύτητα στο γεγονός ότι ο αγώνας της Χαλκιδικής αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα όσων συμβαίνουν στο παρόν στην ελληνική πραγματικότητα, καθώς η βία που έχει υποστεί εντάσσεται σε μια συνθήκη γενικευμένης αναβάθμισής της βίας της κυριαρχίας που ασκείται από τη μια απέναντι στους κοινωνικούς αγώνες και από την άλλη απέναντι σε όλο το φάσμα της ζωής μας. Μάλιστα έχει αποτελέσει δοκιμαστικό πεδίο κατασταλτικών πρακτικών και μιας γενικευμένης κατάστασης εξαίρεσης, που προορίζονται για να εφαρμοστούν στη συνέχεια σε ευρύτερο επίπεδο, απειλώντας ευθέως τις ελευθερίες του συνόλου της κοινωνίας. Επιπλέον, το ζήτημα της προσπάθειας ανάπτυξης μεταλλευτικών δραστηριοτήτων στη Χαλκιδική συνιστά μια πιο εμφανή εικόνα των δραστικών επεμβάσεων που επιχειρούνται τα τελευταία χρόνια ενάντια σε περιοχές και πληθυσμούς, μέσω της περίφραξης και ευρείας καταστροφής κοινών φυσικών πόρων στο όνομα της ανάπτυξης. Γι αυτό και η κυριαρχία έχει χρησιμοποιήσει κάθε μέσο προκειμένου να εμποδίσει την εξάπλωση του αγώνα πέρα από τα γεωγραφικά όρια της Χαλκιδικής, και να αποτρέψει έτσι μια αντίστοιχη εξέλιξη σε άλλα ανάλογα επενδυτικά σχέδια.

Επιτροπή αλληλεγγύης στους διωκόμενους του αγώνα ενάντια στην εξόρυξη χρυσού

Σχετικά με τις νέες κλήσεις 15 κατοίκων της Β.Α.Χαλκιδικής σε ανακριτή για την υπόθεση των Σκουριών

πρωτοφανή μεγέθη δυνάμεων καταστολής μέσα στα χωριά / σοβαροί τραυματισμοί από την άσκηση «νόμιμης» βίας με μανιώδεις ρίψεις δακρυγόνων σε ευθεία βολή / 100άδες πολύωρες προσαγωγές διαδηλωτών χωρίς την παρουσία δικηγόρων / βίαιες εισβολές σε σπίτια / παρακολούθηση και ποινικοποίηση τηλεφωνικών συνδιαλέξεων / λήψη DNA ακόμα και δια της βίας από 100άδες αγωνιζόμενους χωρίς να έχουν καν απαγγελθεί κατηγορίες / 4 προφυλακίσεις / ποινικοποίηση συλλογικών συναντήσεων-κινητοποιήσεων / στοχοποίηση 49 αγωνιστών ως εγκληματική οργάνωση / 22 δικογραφίες – 320 διώξεις / διατήρηση τράπεζας DNA

Μετά την καταστροφή του εργοταξίου της Ελληνικός Χρυσός – EldoradoGold στις Σκουριές της Β.Α.Χαλκιδικής το Φεβρουάριο του ’13, η περιοχή αποτέλεσε πεδίο δοκιμών αναβαθμισμένων κατασταλτικών πρακτικών που απέβλεπαν στην τρομοκράτηση των αντιστεκόμενων. Το κράτος έχει επιχειρήσει κάθε δυνατό τρόπο, προκειμένου να στοχοποιήσει το κοινωνικό κίνημα ενάντια στα μεταλλεία, ώστε να προστατεύσει την εξέλιξη του έργου και να εμποδίσει την εξάπλωση του αγώνα πέρα από τα γεωγραφικά όρια της Χαλκιδικής. Έτσι, ήδη από το Μάρτιο του ’12 με τη βίαιη εισβολή της εταιρείας στο βουνό – που σήμανε και την έναρξη των εργασιών της, έχει επιβάλει στην περιοχή μια κατάσταση εξαίρεσης που ορίζει την υλοποίηση του έργου ως μονόδρομο, με πρόσχημα την εθνική σωτηρία. Στο πλαίσιο αυτό, προκειμένου να επιδείξει αποτελεσματικότητα στην πάταξη αυτού που ορίζει ως «ανομία», έχει εγκαθιδρύσει μια βιομηχανία διώξεων στην περιοχή, σχηματίζοντας δικογραφίες χιλιάδων σελίδων με κατηγορητήρια που σε αρκετές περιπτώσεις αφορούν σε βαριά κακουργήματα και επιχειρώντας να κατασκευάσει σενάρια για υποτιθέμενες εγκληματικές οργανώσεις που δρουν στην περιοχή εμποδίζοντας την ανάπτυξη της χώρας.

Από τα άτομα που φέρονται ως ύποπτοι στο πλαίσιο των δικογραφιών που περιλαμβάνουν βαριά κακουργήματα, διώξεις έχουν ασκηθεί μέχρι και σήμερα μόνο στους 7 από τους 22 της υπόθεσης του εμπρησμού του εργοταξίου. Μάλιστα, οι 4 από αυτούς υπέστησαν πολύμηνη προφυλάκιση. Συγκεκριμένα, οι 2 πρώτοι προφυλακίστηκαν περίπου δύο μήνες μετά τον εμπρησμό (στις 14 Απριλίου ‘13), ύστερα από βίαιη έφοδο οπλισμένων κουκουλοφόρων της αντιτρομοκρατικής στα σπίτια τους, μπροστά στα μάτια των ανήλικων παιδιών τους, με σκοπό τη σύλληψή τους. Παρέμειναν σε προφυλάκιση για 6 μήνες (μέχρι τον Οκτώβριο του ‘13). Οι επόμενοι 3, ενάμιση μήνα αργότερα (7 Μαΐου ‘13), αφού απολογήθηκαν ενώπιων του ανακριτή, αφέθηκαν ελεύθεροι, με περιοριστικούς όρους, ενώ τους επιβλήθηκαν χρηματικές εγγυήσεις. Οι 2 τελευταίοι κρίθηκαν επίσης προφυλακιστέοι λίγους μήνες μετά (10 Ιουλίου ‘13) και αποφυλακίστηκαν το Νοέμβριο του ‘13.

Μετά από ένα μεγάλο διάστημα αδράνειας των ανακριτικών διαδικασιών, το κράτος επιχείρησε πριν περίπου 3 μήνες να προχωρήσει σε μια νέα αναβάθμιση της τρομοκράτησης και ομηρίας των αγωνιζόμενων. Στις 7 Μαρτίου ‘14, 23 από τους 29 υπόπτους για ενέργειες που έλαβαν χώρα κατά την κινητοποίηση στο Λάκκο Καρατζά (το Μάιο του ‘13) και στην περιοχή της Ιερισσού (από τις αρχές Μαΐου μέχρι και τις 25 Αυγούστου ‘13) – κάτοικοι Χαλκιδικής και Θεσσαλονίκης – κλήθηκαν βάσει ανακριτικής διάταξης να προσέλθουν για λήψη γενετικού υλικού, προκειμένου να συγκριθεί το DNA τους με αυτό που βρέθηκε στην υπόθεση του εμπρησμού του εργοταξίου.

Είναι φανερό ότι αυτή η κλήση αγωνιζόμενων για γενετικό υλικό, πέρα από το ότι επιδιώκει να συμβάλει στην εξέλιξη της τράπεζας γενετικού υλικού που έχει ήδη δημιουργηθεί στην περιοχή, αποβλέπει, επιπλέον στη σύνδεση των δύο συγκεκριμένων δικογραφιών που περιλαμβάνουν κατηγορίες περί σύστασης εγκληματικής οργάνωσης. Ο απώτερος σκοπός της ενέργειας αυτής δεν είναι άλλος από την καλύτερη θεμελίωση της ρητορικής της κυριαρχίας περί της ύπαρξης και δράσης εγκληματικής οργάνωσης στη Χαλκιδική, δεδομένου ότι – όπως αναφέρεται στην ανακριτική διάταξη – «σε αμφότερες τις δικογραφίες υφίστανται κοινοί κατηγορούμενοι και πράξεις που βάλουν στη ματαίωση ή αναστολή οποιασδήποτε μεταλλευτικής δραστηριότητας». Βέβαια, ο σκοπός αυτός της σύνδεσης των δικογραφιών δεν θα μπορούσε να επιτευχθεί χωρίς να βρεθούν εξιλαστήρια θύματα. Έτσι, όπως ήταν αναμενόμενο, οι μεθοδεύσεις αυτές κατέληξαν στη γνωστοποίηση σε ένα εκ των 23 ατόμων της ταυτοποίησης του δείγματός του με γενετικό υλικό από την υπόθεση του εμπρησμού του εργοταξίου. Μάλιστα, η ταυτοποίηση τού γνωστοποιήθηκε πολύ αργότερα από το χρονικό όριο – μετά τη λήψη – που προσδιορίζεται από το νόμο και μάλιστα λίγο πριν την διεξαγωγή των εκλογών, στις αρχές του Μαΐου. Συνεπώς, στα 20 άτομα που συσχετίζονταν μέχρι τώρα από τις διωκτικές αρχές με την υπόθεση του εργοταξίου προστέθηκε ένα ακόμη.

Τα 15 πλέον συνολικά άτομα που φέρονται ως ύποπτοι για τη συγκεκριμένη υπόθεση (καθώς στους 14 προστέθηκε ακόμη ένα άτομο, λόγω του ότι κρίθηκαν ύποπτες οι αναρτήσεις του στο διαδίκτυο) και των οποίων η ανάκριση εκκρεμούσε, κλήθηκαν για να απολογηθούν την Παρασκευή 6 Ιουνίου ‘14 ενώπιων της ανακρίτριας Πολυγύρου, όπου και πήραν προθεσμία για τις 16 και 17 Ιουνίου. Βλέπουμε λοιπόν να ξεκινάει ένας νέος κύκλος καταστολής από τη μεριά του κράτους, που επιδιώκει να ολοκληρώσει «όσα άφησε σε εκκρεμότητα» και μάλιστα με απαρχή μια από τις σημαντικότερες δικογραφίες του αγώνα, αυτή του εμπρησμού του εργοταξίου, της ενέργειας δηλαδή που κατέστησε γνωστό τον αγώνα σε διεθνές επίπεδο.Η χρονική στιγμή κατά την οποία συμβαίνει αυτό δεν είναι διόλου τυχαία: τον τελευταίο καιρό, το κίνημα ενάντια στα μεταλλεία βρισκόταν σε ύφεση, λόγω της εστίασης της προσοχής των κατοίκων στις κρίσιμες για τον τόπο αυτοδιοικητικές εκλογές. Καθόλη τη διάρκεια αυτού του διαστήματος, είχαν αντίστοιχα περιοριστεί και οι κατασταλτικές τακτικές του κράτους. Με το πέρας τον εκλογών, φαίνεται να επέρχεται και μια αλλαγή σε αυτή τη συνθήκη, που οφείλεται στο ότι κράτος και εταιρεία επιχειρούν να «προλάβουν» την ανάκαμψη του κινήματος – που ήδη έχει αρχίσει να συμβαίνει, καταδεικνύοντας στην πράξη ότι ο αγώνας της Χαλκιδικής επιμένει στο χρόνο και δεν ανατίθεται σε θεσμικούς αντιπροσώπους, αλλά στηρίζεται στη δράση των ίδιων των αγωνιζόμενων. Έτσι, κράτος και εταιρεία, αναγνωρίζοντας την απειλή που μπορεί να αποτελέσει για την εξέλιξη του έργου η συστηματική παρουσία και αντίσταση στο βουνό, ειδικά σε μια περίοδο κατά την οποία η εταιρεία επιδιώκει να επιταχύνει τις διαδικασίες προς την κατασκευή του εργοστασίου, επιστρέφουν στις γνωστές τους κατασταλτικές μεθοδεύσεις, με σκοπό την τρομοκράτηση και ομηρία των ανθρώπων του κινήματος. Η ανησυχία τους βέβαια εντείνεται και από το γεγονός ότι το εκλογικό αποτέλεσμα στη Β.Α.Χαλκιδική έστειλε ένα ηχηρό μήνυμα όσον αφορά τη στάση των κατοίκων απέναντι στο υπό ανάπτυξη έργο, γεγονός που αφενός αναιρεί τους ισχυρισμούς της εταιρείας για το ότι οι τοπικές κοινωνίες επιθυμούν την ανάπτυξη μεταλλευτικών δραστηριοτήτων στην περιοχή και αφετέρου της στερεί την θεσμική στήριξη που είχε σε τοπικό επίπεδο (χάρη στον πρώην δήμαρχο Πάχτα).

Η απεγνωσμένη προσπάθεια κράτους και εταιρείας να διατηρήσουν την περιοχή υπό τον έλεγχό τους καταδεικνύεται όχι μόνο από το γεγονός ότι η διωκτική μηχανή τέθηκε εκ νέου σε λειτουργία, αλλά και από τις πρόσφατες επιθέσεις των εργαζόμενων/μισθοφόρων της εταιρείας σε αντιστεκόμενους κατοίκους: σπασμένα καταστήματα, καμένες αποθήκες, απειλές-προπηλακισμοί ανθρώπων που εναντιώνονται στην εξόρυξη. Πόσο τυχαίες ήταν άραγε οι προεκλογικές εξαγγελίες του απερχόμενου δημάρχου Πάχτα, που απειλούσε ότι αν το αποτέλεσμα δεν ήταν ευνοϊκό γι αυτόν – και κατ’ επέκταση για την εξέλιξη του έργου – οι εργαζόμενοι της εταιρείας δεν θα αποκλειόταν να «κάψουν χωριά»;

Η αντίσταση στην εξόρυξη χρυσού αποτελεί αντίσταση στη λεηλασία και την καταστροφή των κοινών φυσικών πόρων, όπως η γη, τα δάση, το νερό και ο αέρας, στο βωμό της ανάπτυξης και του κέρδους εγχώριων και πολυεθνικών εταιριών.Απέναντι σε ένα έργο που θα επιφέρει ανυπολόγιστες συνέπειες στην ισορροπία και την ίδια την ύπαρξη των τοπικών οικοσυστημάτων, ορισμένες από τις οποίες, πριν ακόμα ολοκληρωθεί η ανάπτυξη του έργου, έχουν ήδη αρχίσει να λαμβάνουν πραγματικές διαστάσεις, περιλαμβάνοντας σημαντικές περιβαλλοντικές καταστροφές και πλήττοντας τις τοπικές παραγωγικές δραστηριότητες. Αντίσταση στην υποβάθμιση των ζωών μας και του μέλλοντος των παιδιών μας. Μάλιστα, ο αγώνας αυτός συνιστά σημαντική απειλή για τα σχέδια της κυριαρχίας, δηλαδή για την κερδοφορία των εταιριών και το ρόλο του κράτους ως απόλυτο διαχειριστή της κοινωνικής ροής, καθώς δημιουργεί παρακαταθήκες για αγώνες ενάντια σε άλλα ανάλογα επενδυτικά σχέδια που περνούν πάνω από τις ζωές μας.

Η επίθεση κράτους και εταιρείας ενάντια σε οποιονδήποτε αγωνιζόμενο συνιστά επίθεση εναντίον όλων μας, μια επίθεση που τελικά στοχεύει στον ίδιο τον αγώνα. Συνεπώς, αν θέλουμε να μην υποκύψουμε στην προσπάθεια κράτους και εταιρειών να καταστείλουν και να ποινικοποιήσουν κάθε φωνή που αντιστέκεται, οφείλουμε όχι μόνο να συνεχίσουμε τον αγώνα ενάντια στην εξόρυξη χρυσού και να τον συνδέσουμε με άλλους συναφείς αγώνες, αλλά και να αντισταθούμε στην ανάπτυξη της βιομηχανίας διώξεων στην περιοχή. Οφείλουμε να υπερασπιστούμε τον αγώνα χωρίς να υιοθετούμε αμυντικές στάσεις διαπραγματευόμενοι τη νομιμότητα του με όρους αστικής δικαιοσύνης, γιατί γνωρίζουμε ότι είναι δίκαιος. Απέναντι στη «νόμιμη» βία της κυριαρχίας που απαιτεί από τους κοινωνικούς αγώνες πιστοποιητικά νομιμοφροσύνης και υπακοής, οφείλουμε να αντιτάξουμε την αδιαπραγμάτευτη αλληλεγγύη μας σε όσους υφίστανται ή θα υποστούν μελλοντικά τις συνέπειες της επιβολής κρατικής τρομοκρατίας στην περιοχή, σε όλους εκείνους που διώκονται γιατί μαζί με χιλιάδες άλλους υπερασπίστηκαν με αξιοπρέπεια τη γη και την ελευθερία τους.

Ο ΑΓΩΝΑΣ ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ

ΟΛΕΣ ΚΑΙ ΟΛΟΙ ΤΗ ΔΕΥΤΕΡΑ 16 ΚΑΙ ΤΗΝ ΤΡΙΤΗ 17 ΙΟΥΝΙΟΥ ΣΤΑ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΑ ΠΟΛΥΓΥΡΟΥ

Επιτροπή αλληλεγγύης στους διωκόμενους του αγώνα ενάντια στην εξόρυξη χρυσού

 

Η επιτροπή αλληλεγγύης στους διωκόμενους του αγώνα ενάντια στην εξόρυξη χρυσού συγκροτήθηκε το καλοκαίρι του 2013 από άτομα με διαφορετικές οπτικές και αφετηρίες, αλλά με κοινό τόπο ότι η διαδικασία του αγώνα ενάντια στην εξόρυξη χρυσού, αλλά και της υπεράσπισης των διωκόμενων δεν μπορεί παρά να είναι κινηματική, δηλαδή σε ευθεία αντιπαράθεση με την επένδυση και αυτούς που την υποστηρίζουν, με διαδικασίες στις οποίες συμμετέχουν ισότιμα όλοι οι αγωνιζόμενοι, με ανοιχτές και αμεσοδημοκρατικές διαδικασίες και έξω από μικροπολιτικές σκοπιμότητες. Στο πλαίσιο αυτό θεωρούμε ότι η υπεράσπιση των διωκόμενων δεν μπορεί να επαφίεται στη νομική διαχείριση με γνώμονα την εμπιστοσύνη στην αστική δικαιοσύνη, αλλά θα πρέπει να βασίζεται στο ίδιο το κίνημα, τις αντιστάσεις του και την πίεση που μπορεί να ασκήσει μέσω της αλληλεγγύης που εκδηλώνει.

Κείμενο μικροφωνικής 24/5/14

Ο αγώνας ενάντια στα μεταλλεία στη Χαλκιδική αποτελεί ένα μαζικότατο και πολύμορφο αγώνα, που πλαισιώνεται από ανθρώπους με πολύ διαφορετικές καταβολές, οι οποίοι επιμένουν εδώ και χρόνια να αντιστέκονται απέναντι στην ανάπτυξη των μεταλλευτικών δραστηριοτήτων της Ελληνικός Χρυσός – EldoradoGold στην περιοχή Σκουριές του όρους Κάκαβος, στη Β.Α.Χαλκιδική. Απέναντι σε ένα έργο που θα επιφέρει ανυπολόγιστες συνέπειες στην ισορροπία και την ίδια την ύπαρξη των τοπικών οικοσυστημάτων, ορισμένες από τις οποίες, πριν ακόμα ολοκληρωθεί η ανάπτυξη του έργου, έχουν ήδη αρχίσει να λαμβάνουν πραγματικές διαστάσεις, περιλαμβάνοντας σημαντικές περιβαλλοντικές καταστροφές και πλήττοντας τις τοπικές παραγωγικές δραστηριότητες.

Κατά τη διάρκεια όλων αυτών των χρόνων, ο αγώνας της Χαλκιδικής έχει πάρει ποικίλες μορφές, που συνθέτουν από κοινού την πραγματικότητά του: άλλοτε πορείες ή συγκεντρώσεις στο βουνό, άλλοτε διαδηλώσεις και εκδηλώσεις σε χωριά και μεγάλες πόλεις, άλλοτε αποκλεισμούς δρόμων και άλλοτε καταστροφές σε υλικοτεχνικό εξοπλισμό της εταιρείας, με σκοπό το μπλοκάρισμα του έργου, αλλά και με πάγια διεκδίκηση τον αποχαρακτηρισμό της Χαλκιδικής από μεταλλευτική ζώνη και την αποκατάσταση όσων περιοχών έχουν ήδη πληγεί.

Όπως ήταν αναμενόμενο, το κράτος έχει επιχειρήσει κάθε δυνατό τρόπο, προκειμένου να προστατεύσει την εξέλιξη του έργου και να εμποδίσει την εξάπλωση του αγώνα πέρα από τα γεωγραφικά όρια της Χαλκιδικής. Έτσι, έχει επιβάλει στην περιοχή μια κατάσταση εξαίρεσης που ορίζει την υλοποίηση του έργου ως μονόδρομο, με πρόσχημα την εθνική σωτηρία, ενώ από το Μάρτιο του ’12 με τη βίαιη εισβολή της εταιρείας στο βουνό – που σήμανε και την έναρξη των εργασιών της – και ακόμα περισσότερο μετά την καταστροφή του εργοταξίου της εταιρείας το Φεβρουάριο του ’13, η Χαλκιδική αποτέλεσε πεδίο δοκιμών αναβαθμισμένων κατασταλτικών πρακτικών που απέβλεπαν στην τρομοκράτηση των αντιστεκόμενων: πρωτοφανή μεγέθη δυνάμεων καταστολής σε διαδηλώσεις, αλλά και μέσα στα χωριά, σοβαροί τραυματισμοί από την άσκηση «νόμιμης» βίας, με μανιώδεις ρίψεις δακρυγόνων σε ευθεία βολή, εκατοντάδες πολύωρες προσαγωγές διαδηλωτών χωρίς την παρουσία δικηγόρων, λήψη DNA από 100άδες αγωνιζόμενους χωρίς να έχουν καν απαγγελθεί κατηγορίες και σε κάποιες περιπτώσεις δια της βίας.

Ταυτόχρονα, μέσω της εγκαθίδρυσης μιας βιομηχανίας διώξεων στην περιοχή και ιδιαίτερα με τον σχηματισμό δικογραφιών χιλιάδων σελίδων με κατηγορητήρια, που σε αρκετές περιπτώσεις αφορούν σε βαριά κακουργήματα, το κράτος προκειμένου να στοχοποιήσει το κοινωνικό κίνημα της Χαλκιδικής, για να επιδείξει αποτελεσματικότητα στην πάταξη αυτού που ορίζει ως «ανομία», έχει επιχειρήσει να κατασκευάσει σενάρια για υποτιθέμενες εγκληματικές οργανώσεις που δρουν στην περιοχή εμποδίζοντας την ανάπτυξη της χώρας. Η κατηγορία της σύστασης εγκληματικής οργάνωσης περιλαμβάνεται στα κατηγορητήρια των δύο μεγάλων δικογραφιών, αυτής των 29 υπόπτων για ενέργειες που έλαβαν χώρα κατά την κινητοποίηση στο Λάκκο Καρατζά (το Μάιο του ‘13) και στην περιοχή της Ιερισσού (από τις αρχές Μαΐου μέχρι και τις 25 Αυγούστου 2013) και αυτής των 20 υπόπτων για την υπόθεση του εμπρησμού τμήματος του εργοταξίου της εταιρείας (τον Φεβρουάριο του ‘13), 4 από τους οποίους μάλιστα υπέστησαν πολύμηνες προφυλακίσεις.

Χαρακτηριστικό μάλιστα είναι το γεγονός ότι η ποινικοποίηση αυτή δεν αναφέρεται μόνο στην πράξη, αλλά και στην ίδια τη σκέψη και τη βούληση, γεγονός που έχει ανοίξει το δρόμο για την άσκηση φρονηματικών διώξεων. Έτσι, ήδη από τις πρώτες δυναμικές κινητοποιήσεις, το φθινόπωρο του ’12, βλέπουμε να ασκούνται διώξεις που αφορούσαν στην ίδια τη συμμετοχή σε κινητοποίηση, ενώ λίγο αργότερα, μετά το Φεβρουάριο του ’13, ακολούθησαν διώξεις περί ηθικής αυτουργίας.

Επιπλέον, σε ό,τι αφορά στην κατά συρροή λήψη DNA, είναι προφανές ότι οι διωκτικές αρχές αποσκοπούν στη χρήση γενετικού υλικού, προκειμένου να προσδώσουν ένα δήθεν ορθολογικό και επιστημονικοφανές έρεισμα στις παράλογες διώξεις που κατασκευάζουν, παρά το γεγονός ότι η μέθοδος ταυτοποίησής του δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να αποτελέσει αξιόπιστο «αποδεικτικό στοιχείο», μιας και το DNA μπορεί να κατασκευαστεί τεχνητά εξ αρχής, να αναπαραχθεί και να μεταφερθεί από τρίτους κατά βούληση, χωρίς να μπορεί να προσδιοριστεί ο χρόνος κατά τον οποίο έγινε η μεταφορά του γενετικού αποτυπώματος. Είναι φανερή επίσης η απόπειρα δημιουργίας και διατήρησης τράπεζας γενετικού υλικού στην περιοχή, που συνιστά στην ουσία την εφαρμογή ενός βιολογικού φακελώματος που θα είναι πάντα διαθέσιμο προς χρήση, σύμφωνα με τις εκάστοτε εντολές της εξουσίας και αποσκοπεί στην επιβολή ενός καθεστώτος ομηρίας στους αγωνιζόμενους.

Μετά από ένα ικανό διάστημα αδράνειας των ανακριτικών διαδικασιών, το κράτος επιχείρησε πριν περίπου δύο μήνες να προχωρήσει σε μια νέα αναβάθμιση της τρομοκράτησης και ομηρίας των αγωνιζόμενων, αναγνωρίζοντας την απειλή που μπορεί να αποτελέσει για την εξέλιξη του έργου η συστηματική τους παρουσία και αντίσταση στο βουνό, ειδικά σε μια περίοδο κατά την οποία η εταιρεία επιδιώκει να επιταχύνει τις διαδικασίες προς την κατασκευή του εργοστασίου. Στις 7 Μαρτίου 2013, 23 από τους 29 κατηγορούμενους στην υπόθεση του Καρατζά – κάτοικοι Χαλκιδικής και Θεσσαλονίκης – κλήθηκαν βάσει ανακριτικής διάταξης να προσέλθουν για λήψη γενετικού υλικού, προκειμένου να συγκριθεί το DNA τους με αυτό που βρέθηκε στην υπόθεση του εμπρησμού του εργοταξίου. Οι περισσότεροι από τους κληθέντες, κατέθεσαν προσφυγή στο Συμβούλιο Πλημμελειοδικών, ζητώντας την ακύρωση της απόφασης της ανακρίτριας να υποβληθούν σε ανάλυση DNA, καθώς και αίτημα αναστολής για να σταματήσει η διαδικασία μέχρι την εκδίκαση της προσφυγής τους. Μάλιστα, οι περισσότεροι κάτοικοι δεν υπάκουσαν στη σύσταση της ανακρίτριας να δώσουν DNA για να μην κατηγορηθούν για «απείθεια» και αποχώρησαν. Τελικά, η προσφυγή απορρίφθηκε από το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών, ενώ οι 23 υποχρεώθηκαν στη λήψη του γενετικού τους υλικού πριν την εκδίκασή της. Προκειμένου να καταδείξουν την έντονη αντίθεσή τους στην εξευτελιστική διαδικασία της λήψης DNA, καθώς και στη διατήρηση τράπεζας γενετικού υλικού, 2 από τους 23 επέλεξαν να μην παρουσιαστούν κατά την ορισμένη από την ανακρίτρια ημερομηνία για να παραδώσουν δείγμα γενετικού υλικού και κατόπιν τούτου προσήχθησαν στη Θεσσαλονίκη και υποχρεώθηκαν σε βίαιη λήψη του γενετικού τους υλικού στη ΓΑΔΘ.

Είναι φανερό ότι η νέα αυτή κλήση αγωνιζόμενων για γενετικό υλικό, πέρα από το γεγονός ότι επιδιώκει να συμβάλει στην εξέλιξη της τράπεζας γενετικού υλικού που έχει ήδη δημιουργηθεί στην περιοχή, αποβλέπει, επιπλέον στη σύνδεση των δύο δικογραφιών με απώτερο σκοπό την καλύτερη θεμελίωση της ρητορικής της κυριαρχίας περί της ύπαρξης και δράσης εγκληματικής οργάνωσης στη Χαλκιδική, δεδομένου ότι – όπως αναφέρεται στην ανακριτική διάταξη – «σε αμφότερες τις δικογραφίες υφίστανται κοινοί κατηγορούμενοι και πράξεις που βάλουν στη ματαίωση ή αναστολή οποιασδήποτε μεταλλευτικής δραστηριότητας». Βέβαια, ο σκοπός αυτός της σύνδεσης των δικογραφιών δεν θα μπορούσε να επιτευχθεί χωρίς να βρεθούν εξιλαστήρια θύματα. Έτσι, όπως ήταν αναμενόμενο, οι μεθοδεύσεις αυτές κατέληξαν στη γνωστοποίηση σε ένα εκ των 23 ατόμων της ταυτοποίησης του δείγματός του με γενετικό υλικό από την υπόθεση του εμπρησμού του εργοταξίου. Μάλιστα, η ταυτοποίηση τού γνωστοποιήθηκε πολύ αργότερα από το χρονικό όριο – μετά τη λήψη – που προσδιορίζεται από το νόμο και μάλιστα λίγο πριν την διεξαγωγή των εκλογών, στις αρχές του Μαΐου.

Λίγες μέρες αργότερα, 3 άτομα από τη δικογραφία του Καρατζά κλήθηκαν σε κατά βούληση επαλήθευση – με νέα λήψη DNA – της ταυτοποίησης που έγινε στο στάδιο της προανάκρισης στα δείγματα του γενετικού υλικού τους για την εν λόγω υπόθεση. Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι η ταυτοποίηση του γενετικού τους υλικού δεν τους είχε κοινοποιηθεί, ώστε να μπορούν να το αμφισβητήσουν. Ένας εξ αυτών επέλεξε να μην παραστεί στην επανεξέταση, αμφισβητώντας έμπρακτα την όλη διαδικασία λήψης γενετικού υλικού που πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο της προανάκρισης.

Η αντίσταση στην εξόρυξη χρυσού αποτελεί αντίσταση στη λεηλασία και την καταστροφή των κοινών φυσικών πόρων, όπως η γη, τα δάση, το νερό και ο αέρας, στο βωμό της ανάπτυξης και του κέρδους εγχώριων και πολυεθνικών εταιριών. Αντίσταση στην υποβάθμιση των ζωών μας και του μέλλοντος των παιδιών μας. Μάλιστα, ο αγώνας αυτός συνιστά σημαντική απειλή για τα σχέδια της κυριαρχίας, δηλαδή για την κερδοφορία των εταιριών και το ρόλο του κράτους ως απόλυτο διαχειριστή της κοινωνικής ροής, καθώς δημιουργεί παρακαταθήκες για αγώνες ενάντια σε άλλα ανάλογα επενδυτικά σχέδια που περνούν πάνω από τις ζωές μας.

Η επίθεση κράτους και εταιρείας ενάντια σε οποιονδήποτε αγωνιζόμενο συνιστά επίθεση εναντίον όλων μας, μια επίθεση που τελικά στοχεύει στον ίδιο τον αγώνα. Συνεπώς, αν θέλουμε να μην υποκύψουμε στην προσπάθεια κράτους και εταιρειών να καταστείλουν και να ποινικοποιήσουν κάθε φωνή που αντιστέκεται, οφείλουμε όχι μόνο να συνεχίσουμε τον αγώνα ενάντια στην εξόρυξη χρυσού και να τον συνδέσουμε με άλλους συναφείς αγώνες, αλλά και να αντισταθούμε στην ανάπτυξη της βιομηχανίας διώξεων στην περιοχή. Οφείλουμε να υπερασπιστούμε τον αγώνα χωρίς να υιοθετούμε αμυντικές στάσεις διαπραγματευόμενοι τη νομιμότητα του με όρους αστικής δικαιοσύνης, γιατί γνωρίζουμε ότι είναι δίκαιος. Απέναντι στη «νόμιμη» βία της κυριαρχίας που απαιτεί από τους κοινωνικούς αγώνες πιστοποιητικά νομιμοφροσύνης και υπακοής, οφείλουμε να αντιτάξουμε την αδιαπραγμάτευτη αλληλεγγύη μας σε όσους υφίστανται ή θα υποστούν μελλοντικά τις συνέπειες της επιβολής κρατικής τρομοκρατίας στην περιοχή, σε όλους εκείνους που διώκονται γιατί μαζί με χιλιάδες άλλους υπερασπίστηκαν με αξιοπρέπεια τη γη και την ελευθερία τους.

Επιτροπή αλληλεγγύης στους διωκόμενους του αγώνα ενάντια στην εξόρυξη χρυσού

Η επιτροπή αλληλεγγύης στους διωκόμενους του αγώνα ενάντια στην εξόρυξη χρυσού συγκροτήθηκε το καλοκαίρι του 2013 από άτομα με διαφορετικές οπτικές και αφετηρίες, αλλά με κοινό τόπο ότι η διαδικασία του αγώνα ενάντια στην εξόρυξη χρυσού, αλλά και της υπεράσπισης των διωκόμενων δεν μπορεί παρά να είναι κινηματική, δηλαδή σε ευθεία αντιπαράθεση με την επένδυση και αυτούς που την υποστηρίζουν, με διαδικασίες στις οποίες συμμετέχουν ισότιμα όλοι οι αγωνιζόμενοι, με ανοιχτές και αμεσοδημοκρατικές διαδικασίες και έξω από μικροπολιτικές σκοπιμότητες. Στο πλαίσιο αυτό θεωρούμε ότι η υπεράσπιση των διωκόμενων δεν μπορεί να επαφίεται στη νομική διαχείριση με γνώμονα την εμπιστοσύνη στην αστική δικαιοσύνη, αλλά θα πρέπει να βασίζεται στο ίδιο το κίνημα, τις αντιστάσεις του και την πίεση που μπορεί να ασκήσει μέσω της αλληλεγγύης που εκδηλώνει.

A text written by persecuted people in the struggle against gold mining and read out at the press conference held on 07.11.13

Now, it is more evident than ever that the Greek state is willing to put everything at risk to salvage whatever is left of its democratic facade. In attempting to do so, one of its ways is to suppress anything that stands in the way of its persistent and ever-increasing fascist attitudes by e.g. the harsh suppression of protests, the criminalization of strikes and the forced evacuation of occupied buildings and social spaces.

The huge leap in the state’s said effort however was the case of Skouries, where it triggered the application of the theory of the two extremes. The state equates the violence and brutality of Golden Dawn (murders of immigrants, attacks to social spaces etc) with the local societies’ struggle for freedom and dignity.

On one end, we have a hierarchy-based fascist group acting as the official para-state, working in close co-operation with the army and the police and financed by organized crime economic activities; on the other, we have the local society struggling to defend its natural wealth against a company that has been robbing society of its capacity for social reproduction.

For the first time, people participating in social struggles face prosecution for setting up a criminal organization; i.e. those who defend nature, their freedom and their dignity are terrorists. If we examine the background of events in Skouries though, we will see that the company and the police protecting it are the ones to mimic the ways of a criminal organization. One and a half year ago, in March 2012, 400 company employees hiked up the mountain, burned to the ground the guarding post creating by the residents and caused one of them to end up in the hospital in a coma.

Ever since, suppression has been fierce in every protest, beating up protesters, injuring them by throwing tear gas straight at people’s faces and by the police invading the village in huge numbers, suffocating the village with tear gas and breaking down doors at the break of dawn to arrest people.

In the name of growth and exit from the crisis, the Greek state is protecting a company, smashing any trace of dignity and fostering a climate of ongoing terrorism. Essentially, en entire local society has been characterized a den of illegality by the state, culminating in a 3500 page-long case-file of 20 CDs containing phone conversations that targets 29 individuals, accusing them for setting up a criminal organization.

We did protest, we do protest and we will continue to protest against an extraction that will ruin our lives and cause irreparable damage to the environment.

Armed with solidarity as our only weapon, we stand by the residents of Northeastern Halkidiki in their fair struggle.

The dens of illegality are the agencies of authority, not the resisting sections of society.

No to the pillage of nature

Struggle for land and freedom

International call for solidarity with the struggle against gold mining in Halkidiki

We, the people of the movement against the destructive extractions in Halkidiki, turn once again to you, our fellow citizens, fellow fighters, fellow people.

A crime is taking place in Greece these days. With the pretext of the financial crisis, the environment, human rights, human dignity, democracy, freedom of speech and the quality of life are all being sacrificed on the altar of business interests, political ambitions and a neoliberal capitalism, which shows its most inhuman face in Greece.

In Halkidiki, we have been witnessing for a long time the policy of “national salvation at any cost”. At the cost of human lives, of human rights and of the natural environment.

Large scale extracting activities have been planned in our land, which are threatening to destroy a forest of incredible beauty and ecological value. They are threatening to contaminate the aquifer, the air, the ground and the sea. They are threatening our productive activities. They sentence and mortgage the future of our children.

The social movement of protest and resistance to those destructive plans has suffered terrible state repression, police violence, prosecutions, imprisonments, defamation, muzzling and criminalization. And yet we hold on. We continue to fiercely claim our right to live and to dream.

Our strength is the love for our land, our natural and cultural space. Our strength is our unity in a common struggle for life. Our strength is solidarity.

On the 9th of November we will meet in Thessaloniki for a rally of protest, struggle and solidarity.

We call on you to stand by our side, on the same day, and to meet at your own gathering places in a joint action of solidarity.

Only united and in solidarity we can fight for a dignified present and a better future.

STRUGGLE COMMITTEES OF HALKIDIKI AND THESSALONIKI

Κείμενο με αφορμή τις πρόσφατες διώξεις

Στην Β.Α. Χαλκιδική δύο βαριές βιομηχανίες βρίσκονται σε εξέλιξη και η μία είναι προϋπόθεση της άλλης. Είναι η βαριά βιομηχανία της ανοιχτής εξόρυξης χρυσού στις Σκουριές απ’ την Eldorado και η βαριά βιομηχανία της καταστολής, των διώξεων και των προφυλακίσεων.

Στην πρώτη περίπτωση, ένα αρχέγονο δάσος που αποτελεί δημόσιο πλούτο και δημόσια περιουσία αφού ξεπουλήθηκε έναντι πινακίου φακής στους χρυσοθήρες και στον Άκτωρα, απειλείται ήδη με μη αναστρέψιμη καταστροφή, καταστρέφοντας ταυτόχρονα τους όρους ζωής των γύρω περιοχών με τα εκατομμύρια τόνους χημικών αποβλήτων και λεηλασίας των υδάτινων πόρων, που απαιτεί η ανοιχτή εξόρυξη. Στην δεύτερη περίπτωση, η διαμαρτυρία και η αντίσταση των κατοίκων δέχτηκε μια άνευ προηγουμένου επίθεση, τόσο απ’ την εταιρεία και τους υποστηρικτές της, όσο και απ’ τις δυνάμεις καταστολής με πολλούς σοβαρούς τραυματισμούς, με χημικά, με υποχρεωτική και βασανιστική λήψη DNA, με εισβολές σε σπίτια και απαγωγές, με συνεχείς ξυλοδαρμούς, με διώξεις και προφυλακίσεις.

Απέναντι στον ολοκληρωτικό πόλεμο που κήρυξαν κράτος και χρυσοθήρες, η επιμονή των κατοίκων και ο συνεχής αγώνας τους δημιούργησε ένα μεγάλο κίνημα που ξεπέρασε τα όρια της περιοχής γύρω απ’ την εξόρυξη και απλώθηκε σε όλη την Ελλάδα αλλά και στο εξωτερικό. Ο κίνδυνος να ακυρωθεί το έργο αποτελεί κομβικό σημείο για τις “επενδύσεις” με διατάγματα (fast track). Το μενού των κυβερνώντων συμπληρώνεται απ’ τον μονόλογο υπέρ της εταιρείας στην πλειοψηφία των ΜΜΕ και απ’ τις κατασταλτικές μεθόδους που εφαρμόστηκαν απ’ την αστυνομία και τους δικαστές. Κάτοικοι και αλληλέγγυοι με αναβαθμισμένες κατηγορίες όπως αυτής της σύστασης εγκληματικής οργάνωσης φορτώνονται βαριές κατηγορίες που επισύρουν πολυετής ποινές φυλάκισης.

Τα τελευταία γεγονότα με την Χ.Α. Αποδεικνύουν πως ο ναζιστικός απόκοσμος είναι για πολλές χρήσεις. Αφού έπαιξαν μαζί της σαν την γάτα με τον ποντικό, αποφάσισαν να δείξουν ποιος είναι η γάτα και πιο το ποντίκι, από τη στιγμή που το ποντίκι ένοιωσε πως έγινε αρουραίος. Δεν θα σταθούν όμως εκεί και ήδη διατυμπανίζουν τους σχεδιασμούς τους για που το πάνε.

Η θεωρία των δύο άκρων που επανεμφανίστηκε μέσα στην γενικευμένη κρίση (οικονομική – κοινωνική – πολιτική) του συστήματος κυριαρχίας, είναι το ιδεολογικό όπλο της καταστολής που ανοιχτά και ωμά προσπαθεί να επιβληθεί σ’ όλες τις κοινωνικές διεργασίες αντίστασης. Απ’ τη στιγμή που ο φόβος και τα διατάγματα έγιναν τρόπος διακυβέρνησης, οι επιτελείς του κρατικού μηχανισμού έκαναν ένα βήμα παραπέρα. Αφού δεν μπορούσαν να διασφαλίσουν τους όρους ζωής, αφού η συναίνεση έπαψε να έχει υλικό αντίκρισμα για τους από τα κάτω και αφού η επίθεση γινόταν σε όλα τα στρώματα και οριζόντια, επανέφεραν τη θεωρία των δύο άκρων. Για να περάσουν απ’ την άμυνα στην επίθεση.

Ήδη από το 2011 ακούγονταν οι φωνές για αστικό μέτωπο και απάντηση στο κίνημα των πλατειών. Σήμερα μετά την δολοφονία του Παύλου Φύσσα απ’ την ναζιστική συμμορία της Χ.Α. ξανακούγονται οι ίδιες φωνές, με πιο διευρυμένους υποστηρικτές, για συνταγματικό και δημοκρατικό τόξο. Οι λόγοι είναι προφανείς. Από τη μία να επικυρωθεί ως νομιμότητα η επίθεση του κράτους στην κοινωνία και απ’ την άλλη να προσομοιάσει κάθε μορφή αντίστασης με τις πρακτικές της Χ.Α.

Είναι χαρακτηριστικό το γεγονός ότι πολλά κυβερνητικά στελέχη παρομοίαζαν πάνω απ’ τον νεκρό Παύλο Φύσσα τη δολοφονική δράση της Χ.Α. με τον αγώνα των κατοίκων της Χαλκιδικής. Ούτε είναι τυχαίο το γεγονός ότι η κατηγορία που βαραίνει και τους διωκόμενους κατοίκους και αλληλέγγυους είναι αυτή της σύστασης εγκληματικής οργάνωσης.

Είναι ρητορικό το ερώτημα το τι σχέση μπορεί να έχει ο λούμπεν ναζισμός των χρυσαυγιτών με πλάτες στην αστυνομία, στον στρατό, στους εφοπλιστές, στα ΜΜΕ, στην εκκλησία, στους μπράβους της νύχτας, στους δικαστές, με τον αγώνα στη Χαλκιδική, έναν αγώνα για την ίδια την ζωή έχοντας απέναντι του σχεδόν όλους τους παραπάνω θεσμούς και μηχανισμούς. Με αυτή τη μεθόδευση αργά ή γρήγορα θα βρεθούν αντιμέτωποι όλοι όσοι αγωνίζονται για ελευθερία και αξιοπρέπεια, όλοι όσοι αρνούνται να αποδεχθούν την μοιρολατρία του φοβισμένου υπηκόου.

Πίσω απ’ το συνταγματικό τόξο και την θεωρία των δύο άκρων κρύβεται η εγκληματοποίηση των κοινωνικών αγώνων της αλληλεγγύης και της ισότητας. Δεν θα τους κάνουμε τη χάρη. Δεν έχουμε να χάσουμε τίποτα απ’ τον παλιό κόσμο, δεν έχουμε να κερδίσουμε τίποτα απ’ τον νέο ολοκληρωτισμό. Απέναντι σε αυτή την ωμή πραγματικότητα όπλο μας είναι η αλληλεγγύη και ο αγώνας για ισότητα, για γη και ελευθερία.

 

ΟΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΙ ΑΓΩΝΕΣ ΔΕΝ ΠΟΙΝΙΚΟΠΟΙΟΥΝΤΑΙ

– Η ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗ ΔΕΝ ΦΥΛΑΚΙΖΕΤΑΙ –

ΛΕΥΤΕΡΙΑ ΣΤΟΥΣ 4 ΠΡΟΦΥΛΑΚΙΣΜΕΝΟΥΣ ΑΓΩΝΙΣΤΕΣ – ΚΑΜΙΑ ΑΛΛΗ ΔΙΩΞΗ

Επιτροπή Αλληλεγγύης στους διωκόμενους του αγώνα ενάντια στην εξόρυξη χρυσού