Εισήγηση για την εκδήλωση σχετικά με την κινηματική στήριξη των διωκόμενων του αγώνα ενάντια στην εξόρυξη χρυσού (Ροτόντα, 22/6/14)

Εισήγηση της επιτροπής αλληλεγγύης στους διωκόμενους του αγώνα ενάντια στην εξόρυξη χρυσού για την εκδήλωση σχετικά με την κινηματική στήριξη των διωκόμενων του αγώνα ενάντια στην εξόρυξη χρυσού (Ροτόντα, 22/6/14). Μπορείτε να την κατεβάσετε σε μορφή pdf από εδώ.


Μετά την καταστροφή του εργοταξίου της Ελληνικός Χρυσός – EldoradoGold στις Σκουριές της Β.Α.Χαλκιδικής το Φεβρουάριο του ’13, η περιοχή αποτέλεσε πεδίο δοκιμών αναβαθμισμένων κατασταλτικών πρακτικών που απέβλεπαν στην τρομοκράτηση των αντιστεκόμενων: πρωτοφανή μεγέθη δυνάμεων καταστολής μέσα στα χωριά, 100άδες πολύωρες προσαγωγές διαδηλωτών χωρίς την παρουσία δικηγόρων, βίαιες εισβολές σε σπίτια, λήψη DNA ακόμα και δια της βίας από 100άδες αγωνιζόμενους χωρίς να έχουν καν απαγγελθεί κατηγορίες με σκοπό τη διατήρηση τράπεζας DNA. Το κράτος έχει επιχειρήσει κάθε δυνατό τρόπο, προκειμένου να στοχοποιήσει το κοινωνικό κίνημα ενάντια στα μεταλλεία, ώστε να προστατεύσει την εξέλιξη του έργου και να εμποδίσει την εξάπλωση του αγώνα πέρα από τα γεωγραφικά όρια της Χαλκιδικής. Έτσι, ήδη από το Μάρτιο του ’12 με τη βίαιη εισβολή της εταιρείας στο βουνό – που σήμανε και την έναρξη των εργασιών της, έχει επιβάλει στην περιοχή μια κατάσταση εξαίρεσης που ορίζει την υλοποίηση του έργου ως μονόδρομο, με πρόσχημα την εθνική σωτηρία. Στο πλαίσιο αυτό, προκειμένου να επιδείξει αποτελεσματικότητα στην πάταξη αυτού που ορίζει ως «ανομία», έχει εγκαθιδρύσει μια βιομηχανία διώξεων στην περιοχή, σχηματίζοντας δικογραφίες χιλιάδων σελίδων με κατηγορητήρια που σε αρκετές περιπτώσεις αφορούν σε βαριά κακουργήματα και επιχειρώντας να κατασκευάσει σενάρια για υποτιθέμενες εγκληματικές οργανώσεις που δρουν στην περιοχή εμποδίζοντας την ανάπτυξη της χώρας.

Συνολικά, από το Μάρτιο του ‘12 μέχρι σήμερα, έχουν συνταχθεί 23 δικογραφίες, στις οποίες 320 άτομα κατηγορούνται ή φέρονται ως ύποπτοι, πολλά από τα οποία για βαριά κακουργήματα και σύσταση εγκληματικής οργάνωσης. Συγκεκριμένα, πρόκειται για 51 άτομα που στοχοποιούνται στο πλαίσιο των δύο μεγάλων δικογραφιών – 22 στη δικογραφία του εμπρησμού του εργοταξίου και 29 στη δικογραφία που αφορά ενέργειες που έλαβαν χώρα κατά την κινητοποίηση στο Λάκκο Καρατζά, το Μάιο του ‘13 (όπου η εταιρεία σκοπεύει να κατασκευάσει φράγμα εναπόθεσης τελμάτων) και στην περιοχή της Ιερισσού (από τις αρχές Μαΐου μέχρι και τις 25 Αυγούστου ‘13). Όσον αφορά τη δικογραφία Καρατζά, σχηματίστηκε με κύρια αφορμή κινητοποίηση στο βουνό, όπου πραγματοποιήθηκε συμπλοκή που ξεκίνησε όταν μονάδες ΜΑΤ άρχισαν να κινούνται μέσα στο βουνό για να πλαγιοκοπήσουν τους διαδηλωτές που ήταν συγκεντρωμένοι στην τοποθεσία για να σταματήσουν τις εργασίας της εταιρείας. Οι διωκτικές αρχές ισχυρίστηκαν ότι 4 αστυνομικοί δέχτηκαν πυροβολισμούς από κυνηγετικό όπλο. Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι η δικογραφία αυτή είναι η πρώτη στον αγώνα της Χαλκιδικής, η οποία στηρίχθηκε κατά κύριο λόγο σε συνομιλίες των εμπλεκόμενων προσώπων που καταγράφηκαν ύστερα από άρση του τηλεφωνικού τους απορρήτου, ποινικοποιώντας το όποιο περιεχόμενό τους.

Από τα άτομα που φέρονται ως ύποπτοι στο πλαίσιο των δικογραφιών του αγώνα, έχουν ασκηθεί διώξεις σε 43 άτομα από 4 δικογραφίες, από τα οποία έχουν δικαστεί μόνο τα 21: 3 άτομα που συνελήφθησαν στις 12 Μαΐου ‘13 (σε κινητοποίηση γυναικών την ίδια μέρα με την κινητοποίηση στον Καρατζά), 4 άτομα που συνελήφθησαν στην πορεία στο βουνό στις 9 Σεπτέμβρη ’12, καθώς και 14 άτομα που συνελήφθησαν σε αντίστοιχη διαδήλωση τον Οκτώβρη του ’12. Από τα άτομα αυτά, τα περισσότερα αθωώθηκαν, ενώ στους υπόλοιπους επιβλήθηκαν ολιγόμηνες ποινές με 3ετή αναστολή. Οι υπόλοιποι 22 στους οποίους έχουν ασκηθεί διώξεις σχετίζονται με την υπόθεση του εμπρησμού του εργοταξίου. Από αυτούς, οι 4 υπέστησαν πολύμηνη προφυλάκιση. Συγκεκριμένα, οι 2 πρώτοι προφυλακίστηκαν περίπου δύο μήνες μετά τον εμπρησμό (στις 14 Απριλίου ‘13), ύστερα από βίαιη έφοδο οπλισμένων κουκουλοφόρων της αντιτρομοκρατικής στα σπίτια τους, μπροστά στα μάτια των ανήλικων παιδιών τους, με σκοπό τη σύλληψή τους. Παρέμειναν σε προφυλάκιση για 6 μήνες (μέχρι τον Οκτώβριο του ‘13). Οι επόμενοι 3, ενάμιση μήνα αργότερα (7 Μαΐου ‘13), αφού απολογήθηκαν ενώπιων του ανακριτή, αφέθηκαν ελεύθεροι, με περιοριστικούς όρους, ενώ τους επιβλήθηκαν χρηματικές εγγυήσεις. Οι 2 τελευταίοι κρίθηκαν επίσης προφυλακιστέοι λίγους μήνες μετά (10 Ιουλίου ‘13) και αποφυλακίστηκαν το  Νοέμβριο του ‘13.

Στις 7 Μαρτίου ‘14, 23 από τους 29 ύποπτους της δικογραφίας του Καρατζά – κάτοικοι Χαλκιδικής και Θεσσαλονίκης – κλήθηκαν βάσει ανακριτικής διάταξης να προσέλθουν για λήψη γενετικού υλικού, προκειμένου να συγκριθεί το DNA τους με αυτό που βρέθηκε στην υπόθεση του εμπρησμού του εργοταξίου. Οι μεθοδεύσεις αυτές κατέληξαν στη γνωστοποίηση σε ένα εκ των 23 ατόμων της ταυτοποίησης του δείγματός του με γενετικό υλικό από την υπόθεση του εμπρησμού του εργοταξίου. Μάλιστα, η ταυτοποίηση τού γνωστοποιήθηκε πολύ αργότερα από το χρονικό όριο – μετά τη λήψη – που προσδιορίζεται από το νόμο και μάλιστα λίγο πριν την διεξαγωγή των εκλογών, στις αρχές του Μαΐου. Συνεπώς, στα 20 άτομα που συσχετίζονταν μέχρι τώρα από τις διωκτικές αρχές με την υπόθεση του εργοταξίου προστέθηκε ένα ακόμη. Τα 15 πλέον συνολικά άτομα που φέρονται ως ύποπτοι για τη συγκεκριμένη υπόθεση (καθώς στους 14 προστέθηκε ακόμη ένα άτομο, λόγω του ότι κρίθηκαν ύποπτες οι αναρτήσεις του στο διαδίκτυο) και των οποίων η ανάκριση εκκρεμούσε, κλήθηκαν για να απολογηθούν την Παρασκευή 6 Ιουνίου ‘14 ενώπιων της ανακρίτριας Πολυγύρου, όπου και πήραν προθεσμία για τις 16 και 17 Ιουνίου. Με σύμφωνη γνώμη ανακριτή και εισαγγελέα και οι 15 αφέθηκαν ελεύθεροι χωρίς εγγυήσεις, με τη διάκριση ότι για όλους εκτός από έναν ορίστηκαν περιοριστικοί όροι μη εξόδου από τη χώρα, ενώ επιπλέον, στους 9 επιβλήθηκε παρουσία μια φορά το μήνα στο αστυνομικό τμήμα της περιοχής τους.

Τέλος, το πιο πρόσφατο στιγμιότυπο των διωκτικών χειρισμών του κράτους αφορά στη δικογραφία του Καρατζά, οι ύποπτοι της οποίας καλούνται σταδιακά στο παρόν προκειμένου να απολογηθούν ενώπιων του ανακριτή. Οι πρώτες κλήσεις ορίζουν ανακριτική διαδικασία για τις 25 και 26 Ιουνίου, οπότε και θα ζητηθεί προθεσμία.

Παρατηρούμε λοιπόν ότι μετά από ένα μεγάλο διάστημα αδράνειας των ανακριτικών διαδικασιών, το κράτος επιχείρησε πριν περίπου 3 μήνες να προχωρήσει σε μια νέα αναβάθμιση της καταστολής των αγωνιζόμενων, που επιδιώκει να ολοκληρώσει «όσα άφησε σε εκκρεμότητα» και μάλιστα με απαρχή μια από τις σημαντικότερες δικογραφίες του αγώνα, αυτή του εμπρησμού του εργοταξίου, της ενέργειας δηλαδή που κατέστησε γνωστό τον αγώνα σε διεθνές επίπεδο. Η χρονική στιγμή κατά την οποία συμβαίνει αυτό δεν είναι διόλου τυχαία: τον τελευταίο καιρό, το κίνημα ενάντια στα μεταλλεία βρισκόταν σε ύφεση, λόγω της εστίασης της προσοχής των κατοίκων στις κρίσιμες για τον τόπο αυτοδιοικητικές εκλογές. Καθόλη τη διάρκεια αυτού του διαστήματος, είχαν αντίστοιχα περιοριστεί και οι κατασταλτικές τακτικές του κράτους. Με το πέρας τον εκλογών, φαίνεται να επέρχεται και μια αλλαγή σε αυτή τη συνθήκη, που οφείλεται στο ότι κράτος και εταιρεία επιχειρούν να «προλάβουν» την ανάκαμψη του κινήματος, αναγνωρίζοντας την απειλή που μπορεί να αποτελέσει για την εξέλιξη του έργου η συστηματική παρουσία και αντίσταση στο βουνό, ειδικά σε μια περίοδο κατά την οποία επιδιώκεται η επιτάχυνση των διαδικασιών προς την κατασκευή του εργοστασίου.

Η ανησυχία τους βέβαια εντείνεται και από το γεγονός ότι το εκλογικό αποτέλεσμα στη Β.Α.Χαλκιδική έστειλε ένα ηχηρό μήνυμα όσον αφορά τη στάση των κατοίκων απέναντι στο υπό ανάπτυξη έργο, γεγονός που αφενός αναιρεί τους ισχυρισμούς της εταιρείας για το ότι οι τοπικές κοινωνίες επιθυμούν την ανάπτυξη μεταλλευτικών δραστηριοτήτων στην περιοχή και αφετέρου της στερεί την θεσμική στήριξη που είχε σε τοπικό επίπεδο (χάρη στον πρώην δήμαρχο Πάχτα).

Η απεγνωσμένη προσπάθεια κράτους και εταιρείας να διατηρήσουν την περιοχή υπό τον έλεγχό τους καταδεικνύεται όχι μόνο από το γεγονός ότι η διωκτική μηχανή τέθηκε εκ νέου σε λειτουργία, αλλά και από τις πρόσφατες επιθέσεις των εργαζόμενων/μισθοφόρων της εταιρείας σε αντιστεκόμενους κατοίκους: σπασμένα καταστήματα, καμένες αποθήκες, απειλές και προπηλακισμοί ανθρώπων που εναντιώνονται στην εξόρυξη. Πόσο τυχαίες ήταν άραγε οι προεκλογικές εξαγγελίες του απερχόμενου δημάρχου Πάχτα, που απειλούσε ότι αν το αποτέλεσμα δεν ήταν ευνοϊκό γι αυτόν – και κατ’ επέκταση για την εξέλιξη του έργου – οι εργαζόμενοι της εταιρείας δεν θα αποκλειόταν να «κάψουν χωριά»;

Στο ίδιο πλαίσιο της αναβάθμισης της καταστολής με σκοπό την τρομοκράτηση του κινήματος μέσω της εγκληματικοποίησης των αγωνιστών του, εντάσσεται και η απόπειρα καλύτερης θεμελίωσης της ρητορικής της κυριαρχίας περί της ύπαρξης και δράσης εγκληματικής οργάνωσης στη Χαλκιδική, η οποία  – μεταξύ άλλων μεθοδεύσεων – επιχειρείται μέσω της σύνδεσης δικογραφιών. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η απόπειρα σύνδεσης των δύο μεγάλων δικογραφιών που περιλαμβάνουν  την κατηγορία της σύστασης εγκληματικής οργάνωσης – αυτής του εμπρησμού του εργοταξίου και αυτής του Καρατζά  – η οποία επιχειρήθηκε μέσω της κλήσης των 23 υπόπτων του Καρατζά για λήψη γενετικού υλικού για την υπόθεση του εργοταξίου. Το επιχείρημα της σύνδεσης αυτής – όπως αναφέρεται στην ανακριτική διάταξη – είναι ότι «σε αμφότερες τις δικογραφίες υφίστανται κοινοί κατηγορούμενοι και πράξεις που βάλουν στη ματαίωση ή αναστολή οποιασδήποτε μεταλλευτικής δραστηριότητας».

Μπορεί οι δύο δικογραφίες που περιλαμβάνουν κατηγορίες περί εγκληματικής οργάνωσης, του Φεβρουαρίου και του Καρατζά, να οδεύουν προς κλείσιμο (μετά το πέρας των ανακρίσεων), αλλά – πέρα από το ότι διατηρούνται σε καθεστώς ομηρίας οι διωκόμενοι με περιοριστικός όρους μέχρι τη διεξαγωγή της δίκης τους – δεν αποκλείεται μελλοντικά να επανέλθουν στο προσκήνιο, μέσω του ορισμού ειδικού εφέτη ανακριτή. Με αυτόν τον τρόπο, όπως σε αντίστοιχες υποθέσεις, θα ασκήσουν εκ νέου διώξεις, προκειμένου να συνδέσουν όλες τις δικογραφίες υπό το πρίσμα της ύπαρξης και διαρκούς δράσης μιας ενιαίας εγκληματικής οργάνωσης, με τυχόν επιμέρους υποομάδες.

Τέλος, αξίζει να αναφέρουμε ότι το ευμενές αποτέλεσμα της ανάκρισης των 15 ατόμων της δικογραφίας του Φεβρουαρίου καταδεικνύει ότι το κράτος προσδιορίζει δυναμικά τη στάση του, ανάλογα με την εκάστοτε κατάσταση του κινήματος, με στόχο πάντα τον περιορισμό των αντιστάσεων/ κινητοποιήσεων, ο οποίος άλλοτε επιδιώκεται με την καταστολή των αντιστάσεων μέσω της τρομοκράτησης και άλλοτε με την αποφυγή της πρόκλησής τους. Έτσι, ενώ κατά το διάστημα μετά τον εμπρησμό του εργοταξίου το κράτος επέβαλε προφυλακίσεις και εγγυήσεις στους 7 διωκόμενους για το εργοτάξιο, στοχεύοντας στη φίμωση ενός τότε δυναμικού κινήματος, το οποίο ωστόσο δεν είχε την πολιτική εμπειρία να αντισταθεί στον τρόμο που του επιβαλλόταν, αντίθετα, στο παρόν, με το να μην επιβάλει ούτε καν εγγυήσεις, επιλέγει να μην προκαλέσει την αναζωπύρωση ενός κινήματος σε ύφεση, το οποίο θα ήταν ωστόσο πιο ώριμο για να απαντήσει κινηματικά στις επιθέσεις της κυριαρχίας. Την ίδια στιγμή, μέσω των περιοριστικών όρων διατηρεί υπό ομηρία ολοένα και περισσότερους αγωνιστές, επιχειρώντας έτσι να τους απομακρύνει από τον αγώνα.

Οι κατηγορούμενοι για τις υποθέσεις του αγώνα στους οποίους έχει αποδοθεί η κατηγορία της σύστασης και συμμετοχής σε εγκληματική οργάνωση είναι δυνητικά έγκλειστοι στις φυλακές υψίστης ασφαλείας που σχεδιάζονται με το νομοσχέδιο που δόθηκε στη δημοσιότητα από το υπουργείο δικαιοσύνης στα μέσα Μαρτίου, βάσει του οποίου οι φυλακές ή τμήματα φυλακών (κελιά) τύπου Γ, θα φυλάσσουν κυρίως κρατούμενους για εγκλήματα που περιλαμβάνονται στον 187 και 187Α περί εγκληματικών και τρομοκρατικών οργανώσεων, καθώς και όσους θεωρούνται „απείθαρχοι“ κρατούμενοι, με το επιχείρημα  ότι με τη „στάση“ τους διαταράσσουν ή δημιουργούν προβλήματα στην καθημερινότητα της φυλακής.

Στις φυλακές αυτές, οι φύλακες δεν θα είναι σωφρονιστικοί υπάλληλοι αλλά πάνοπλοι αστυνομικοί, με την ευχέρεια μάλιστα να χρησιμοποιούν τα όπλα τους «κατά βούληση». Τα κεκτημένα των κρατούντων που εδραιώθηκαν μετά από χρόνια αγώνων, θα καταπατούνται σχεδόν εξ ολοκλήρου, καθώς δεν προβλέπονται καθόλου άδειες ή μεροκάματα και η επικοινωνία (τηλέφωνα, γράμματα, επισκεπτήριο) θα είναι εξαιρετικά  περιορισμένη. Ο προαυλισμός των κρατουμένων θα γίνεται κατά το δοκούν των ανθρωποφυλάκων και κάμερες θα είναι τοποθετημένες έτσι ώστε ο χώρος να ελέγχεται πανοραμικά. Επίσης στα πλαίσια του νέου νόμου θα είναι δυνατή η φύλαξη γενετικού υλικού (DNA) υπόπτων, για πολλά χρόνια. Τέλος, στο πλαίσιο αυτού του νέου νόμου, ποινικοί κρατούμενοι (όλοι όσοι δεν διώκονται για υποθέσεις τρομοκρατίας) θα μπορούν να καταθέσουν εις βάρος κρατουμένων των κελιών τύπου Γ με αντάλλαγμα μείωση της ποινής τους ή αποφυλάκιση.

Η εκδικητική ομηρία που επιβάλλεται από τις φυλακές αυτού του τύπου αποδυναμώνει τον κρατούμενο, καθώς τον απομονώνει από το οικογενειακό και κοινωνικό του περιβάλλον αλλά και από το ευρύτερο περιβάλλον της μικροκοινωνίας των φυλακών. Επιπλέον, μέσω της διάταξης περί κατάδοσης μεταξύ κρατούμενων, θεσμοθετείται και ο χαφιεδισμός και επιχειρείται έτσι η επικράτηση του ατομικισμού εντός της φυλακής και η καταστολή των διεκδικήσεων που μέχρι πρότινος ποινικοί και πολιτικοί κρατούμενοι επιχειρούσαν από κοινού.

Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι το κράτος μέσω της νέας αυτής απειλής του για ακραίους και απάνθρωπους εγκλεισμούς επιδιώκει την τρομοκράτηση όλων εκείνων οι οποίοι αντιστέκονται στην κρατική επιβολή που διαβλέπει στην προάσπιση των εγχώριων αλλά και παγκόσμιων συμφερόντων του κεφαλαίου. Στο πλαίσιο αυτό, η αντίσταση στο νέο αυτό νομοσχέδιο θα πρέπει να αποτελέσει τμήμα του αγώνα για την υπεράσπιση των διωκόμενων του αγώνα ενάντια στα μεταλλεία χρυσού.

Σχετικά με την κινηματική αντιμετώπιση των διώξεων

Στο πλαίσιο μιας τέτοιας επίθεσης από τη μεριά της κυριαρχίας, η διαδικασία του αγώνα ενάντια στην εξόρυξη χρυσού, αλλά και της υπεράσπισης των διωκόμενων δεν μπορεί παρά να είναι κινηματική, δηλαδή σε ευθεία αντιπαράθεση με την επένδυση και αυτούς που την υποστηρίζουν, με διαδικασίες στις οποίες συμμετέχουν ισότιμα όλοι οι αγωνιζόμενοι, με ανοιχτές και αμεσοδημοκρατικές διαδικασίες και έξω από μικροπολιτικές σκοπιμότητες και ιδεολογικές περιφράξεις. Με αυτόν τον κοινό τόπο, αλλά και θέτοντας ως βασική προϋπόθεση την εγκαθίδρυση μιας μόνιμης κινηματικής αμφίδρομης επικοινωνίας μεταξύ των αγωνιζόμενων σε Χαλκιδική και Θεσσαλονίκη συγκροτήθηκε το καλοκαίρι του 2013 η επιτροπή αλληλεγγύης στους διωκόμενους του αγώνα ενάντια στην εξόρυξη χρυσού από άτομα με διαφορετικές οπτικές και αφετηρίες.

Η επιτροπή αλληλεγγύης σκόπευε να αποτελέσει όχι απλά μια συνέλευση αλληλεγγύης η οποία θα συσπείρωνε κόσμο (κυρίως άτομα που δραστηριοποιούνται ενάντια στην εξόρυξη χρυσού στη Χαλκιδική) μόνο σε στιγμιότυπα κορύφωσης της κρατικής καταστολής (όπως προφυλακίσεις), αλλά μια οργανωτική δομή που θα συντελούσε στη συγκρότηση αντανακλαστικών και στρατηγικών για μια συνολικότερη αντιμετώπιση των διώξεων και των επιμέρους παραμέτρων που σχετίζονται με αυτές (όπως πχ η χρήση του DNA ως αποδεικτικού στοιχείου ενοχής και η κατηγορία της σύστασης εγκληματικής οργάνωσης). Ωστόσο, παρά το γεγονός ότι οι διώξεις αφορούν ένα πολύ μεγάλο αριθμό ανθρώπων από τη Χαλκιδική και τη Θεσσαλονίκη, δυστυχώς, οι αρχικοί της στόχοι επιτεύχθηκαν σε μικρό βαθμό, κυρίως λόγω της μη σταθερής συμμετοχής επαρκούς πλήθους ατόμων (γεγονός το οποίο θα προσπαθήσουμε να εξηγήσουμε και παρακάτω μέσα από μια κριτική και αυτοκριτική του ευρύτερου κινήματος ενάντια στην εξόρυξη χρυσού, τόσο στη Χαλκιδική, όσο και στη Θεσ/νίκη).

Κοινή μας πεποίθηση είναι ότι κανένας αγώνας δεν μπορεί να προχωρήσει και να τελεσφορήσει νικηφόρα αν αφήνει πίσω του απώλειες, δηλαδή ανθρώπους στην τύχη τους και ομήρους στις ορέξεις του κράτους. Άλλωστε, σε μια κοινωνία που αντιλαμβάνεται τον εαυτό της ως σύνολο αυτονομημένων ατόμων με συμπτωματικά κοινά συμφέροντα, είναι αναμενόμενο η καταστολή να φοβίζει το άτομο, καθώς νιώθει αδύναμο να αντιμετωπίσει μόνο του τους ισχυρούς μηχανισμούς της εξουσίας και ό,τι αυτοί συνεπάγονται. Ως μόνο δρόμο για το σπάσιμο του φόβου αυτού που συνθλίβει το άτομο, αναγνωρίζουμε την αλληλεγγύη, όχι ως αφηρημένη έννοια αλλά ως συγκεκριμένη πρακτική που επαναπροσδιορίζει την κοινωνία και τις σχέσεις που τη διέπουν και αποτελεί την προϋπόθεση για τη συγκρότηση ισχυρών δομών αντίστασης απέναντι στην επίθεση της κυριαρχίας. Συγκεκριμένα στο παράδειγμα του αγώνα της Χαλκιδικής, η αλληλεγγύη εκφράζεται πολυεπίπεδα: αφενός με την αλληλοστήριξη μεταξύ των διωκόμενων – τόσο μέσω της συγκρότησης σχέσεων που συνιστούν μια συνθήκη αλληλεπίδρασης σε πολιτικό επίπεδο, όσο και σε ό,τι αφορά τους τρόπους αντιμετώπισης των διώξεων σε νομικό επίπεδο – και αφετέρου με την κινηματική στήριξη των διωκόμενων από το ευρύτερο κίνημα, που εκφράζεται – όπως θα αναλύσουμε παρακάτω – τόσο μέσω δράσεων αλληλεγγύης, όσο και μέσω της συνέχισης του ίδιου του αγώνα ενάντια στην εξόρυξη χρυσού.

Η πολιτική και οργανωμένη στάση των αγωνιζόμενων, είναι η μόνη ικανή συνθήκη για τη διασφάλιση της συνέχισης του αγώνα, από την οποία εξαρτάται πολυδιάστατα με τη σειρά της και η εξέλιξη των διώξεων. Αφενός από τη μεριά κράτους και εταιρείας, η βιομηχανία διώξεων που έχει αναπτυχθεί στην περιοχή συνιστά ένα εργαλείο εκβιασμού των αγωνιζόμενων, προκειμένου να περιορίζονται οι αντιστάσεις και να διασφαλίζεται η συνέχιση της ανάπτυξης του έργου. Έτσι, όπως αναφέρθηκε και προηγουμένως, η κατασταλτική επίθεση της κυριαρχίας ορίζεται δυναμικά ανάλογα με την κατάσταση στην οποία βρίσκεται το κίνημα: όσο οξύνεται ο αγώνας, τόσο οξύνεται και η εκδικητική στάση κράτους και εταιρείας, με σκοπό την κάμψη του. Από την άλλη μεριά, σε περιόδους ύφεσης του αγώνα, η κυριαρχία δείχνει να αναστέλλει τη διωκτική της πίεση, με σκοπό το να μην προκαλέσει την αναζωπύρωσή του. Από την αντίστροφη, όπως γίνεται κατανοητό, η ύπαρξη και συνέχιση του αγώνα αποτελεί το κύριο όπλο στα χέρια του κινήματος, όχι μόνο για την παύση του έργου, αλλά και για την ίδια την αντιμετώπιση των διώξεων, καθώς συνιστά μια μόνιμη απειλή για την κυριαρχία. Για το λόγο αυτό, η υπεράσπιση των διωκόμενων δεν αρκεί να στηρίζεται μόνο σε ένα κίνημα αλληλεγγύης, αλλά προϋποθέτει ταυτόχρονα και τη συνέχιση και όξυνση του ίδιου του αγώνα, δεδομένου ότι το μπλοκάρισμα του έργου αποτελεί το μόνο πραγματικό κόστος για την κυριαρχία.

Οι διωκόμενοι αποτελούν τμήμα του αγώνα ενάντια στην εξόρυξη χρυσού στη Χαλκιδική και ως τέτοιους καλούμαστε να τους υπερασπιστούμε, με πρακτικές που δεν υπονομεύουν ή καταστέλλουν τον αγώνα. Συνεπώς, η υπεράσπιση των διωκόμενων και του ίδιου του αγώνα με γνώμονα την αλληλεγγύη και τη συλλογική συνείδηση, δεν μπορεί να συμβαδίζει με αμυντικές στάσεις που διαπραγματεύονται τη νομιμότητά του με όρους αστικής δικαιοσύνης, αλλά πηγάζει από την πεποίθηση ότι ο αγώνας ενάντια σε μια επένδυση που θα καταστρέψει τα πάντα γύρω της είναι δίκαιος και αναγκαίος. Οι πρακτικές αντιβίας, συμπεριλαμβανομένης της συγκρουσιακής διάθεσης που εκφράζεται όποτε αυτό κρίνεται απαραίτητο για τη συνέχιση ή/και την όξυνση του αγώνα, παρότι μπορεί να αποτελούν βίαιες ενέργειες, ωστόσο νομιμοποιούνται κοινωνικά ως μορφές κοινωνικής αντίστασης, απορρέουν από τον ίδιο τον αγώνα και είναι αναγκαίες ως άμυνα απέναντι στη βία της εξουσίας. Στο πλαίσιο αυτό, η αλληλεγγύη μας προς τους διωκόμενους δεν εξαρτάται από το αν έχουν συμμορφωθεί με ειρηνικές πρακτικές, αλλά ορίζεται από την αναγνώριση ότι έχουν στοχοποιηθεί για την αντίστασή τους στην πραγματική τρομοκρατία, που δεν είναι άλλη από αυτή που επιβάλλεται από το κράτος και την εταιρεία.

Γνωρίζουμε βέβαια ότι ο αγώνας δεν πρόκειται να δικαιωθεί σε αίθουσες δικαστηρίων, αλλά μέσα από τη συνέχισή του και τη νίκη του, με την παύση του έργου και τον αποχαρακτηρισμό της περιοχής από μεταλλευτική. Έτσι, η νομική υπεράσπιση και η γενικότερη χρήση ένδικων μέσων είναι μεν απαραίτητη, αλλά θα πρέπει να ειδωθεί ως κομμάτι του πολιτικού αγώνα, με τα χαρακτηριστικά του οποίου θα πρέπει να συνάδει, χωρίς να εγείρει αντιφάσεις με αυτά και χωρίς να διεκδικεί την αποκλειστικότητα στην υπεράσπιση των διωκόμενων, ως ένα κριτήριο απονομής «δίκαιου» ή «άδικου». Με άλλα λόγια, η αντιμετώπιση των διώξεων δεν μπορεί να επαφίεται στη νομική διαχείριση με γνώμονα την εμπιστοσύνη στην αστική δικαιοσύνη (σε αξιόπιστους εφέτες, εισαγγελείς, δικαστές και ανακριτές) ή/και στην όποια θεσμική διαχείριση. Αντίθετα, θα πρέπει να βασίζεται στο ίδιο το κίνημα, τις αντιστάσεις του και την πίεση που μπορεί να ασκήσει – προς όλους τους φορείς θεσμικούς ή μη – μέσω της αλληλεγγύης που εκδηλώνει.

Επομένως, καταλαβαίνουμε ότι η πολιτική υπεράσπιση των διωκόμενων προϋποθέτει και μια μίνιμουμ πολιτική συμφωνία όσον αφορά τον τρόπο διαχείρισής της. Αντίστοιχα, και στο νομικό επίπεδο, είναι κρίσιμος ο ορισμός κοινών υπερασπιστικών γραμμών που θα αντλούν από το ίδιο το κίνημα, καθώς δικονομικές τακτικές που επιλέγονται χωρίς να λαμβάνεται υπόψη η συλλογική βούληση, είναι δυνατόν να καταστούν επικίνδυνες τόσο για τους διωκόμενους, όσο και για τον ίδιο τον αγώνα.

Κριτική του κινήματος ενάντια στην εξόρυξη χρυσού στη Χαλκιδική και τη Θεσ/νίκη

Στο σημείο αυτό θα πρέπει να επισημάνουμε ότι παρά το γεγονός ότι σε ένα μεγάλο βαθμό οι αποφάσεις για τον αγώνα λαμβάνονται μέσα από συλλογικές αμεσοδημοκρατικές διαδικασίες, διατηρείται ωστόσο η εμπιστοσύνη στη θεσμική διαχείριση, που εκφράζεται μέσω πρακτικών ανάθεσης: στη δικαιοσύνη, σε εκλεγμένους αντιπροσώπους, σε ηγετικούς ρόλους, σε ειδικούς και αυθεντίες. Τέτοιου τύπου αντιφάσεις εγείρονται και στον τρόπο αντιμετώπισης των διώξεων, που αφορούν τόσο στην εναπόθεση της αντιμετώπισής τους σε δικονομικούς χειρισμούς και την ταυτόχρονη παρεμπόδιση των κινηματικών διαδικασιών της αλληλεγγύης, όσο και στο διαχωρισμό και την αναζήτηση ατομικών λύσεων από κάποιους διωκόμενους σε επίπεδο νομικής υπεράσπισης (πχ δικηγόροι που δεν επικοινωνούν με το κίνημα, ή αντιφατικές με τον αγώνα υπερασπιστικές γραμμές). Πρακτικές δηλαδή που έρχονται σε αντίθεση με την αλληλεγγύη που χαρακτηρίζει τις κοινότητες αγώνα και οι οποίες θα μπορούσαν να αποβούν εις βάρος άλλων διωκόμενων (αντί να υπάρχει συνεργασία μεταξύ τους σε κοινό υπερασπιστικό πλαίσιο, το οποίο να συνάδει με τον αγώνα).

Μια ακόμα προβληματική στάση, η οποία λειαίνει το έδαφος για την καταδίκη ενός συνόλου πρακτικών στο πλαίσιο του πολύμορφου αγώνα ενάντια στα μεταλλεία και επιπλέον επιτρέπει να γίνεται λόγος για αποσπασματικούς ή ξενόφερτους αγώνες είναι ο διαχωρισμός πρακτικών σε ειρηνικές και βίαιες και κατά συνέπεια η διάκριση των διωκόμενων σε ειρηνικούς και βίαιους. Η λογική αυτή, χωρίς βέβαια να χαρακτηρίζει τη στάση του ευρύτερου κινήματος, έχει ωστόσο ενσωματωθεί περιστασιακά από επιμέρους συνιστώσες του, που σε κάποιες περιπτώσεις έχουν υποκύψει σε δηλώσεις νομιμοφροσύνης, υιοθετώντας – στη δημόσια έκφρασή τους – λόγο περί προβοκάτσιας και καταγγέλλοντας «κουκουλοφόρους που αμαύρωσαν τον αγώνα».

Τέλος, μια από τις κυριότερες προβληματικές που διακρίνουμε στον αγώνα της Χαλκιδικής είναι το γεγονός ότι η άνευ προηγουμένου τρομοκράτηση και καταστολή που έχει επιβληθεί, όχι μόνο δεν προκάλεσε ως απάντηση την όξυνση του αγώνα, αλλά είχε ως αποτέλεσμα την αποδυνάμωσή του, λόγω της επικράτησης του φόβου. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα της κινητοποίησης στο βουνό στις 21 Οκτώβρη ’12 που η άγρια καταστολή κατάφερε να εκφοβίσει μεγάλα τμήματα του κινήματος, με αποτέλεσμα να μην πραγματοποιηθεί έκτοτε άλλη τόσο μαζική πορεία στο βουνό. Ακόμα πιο αντιπροσωπευτικό παράδειγμα για τις συνέπειες της τρομοκράτησης που απορρέει από τον εκβιασμό που έχει ασκήσει η κυριαρχία στο κίνημα της Χαλκιδικής είναι το πάγωμα των κινηματικών διαδικασιών του αγώνα κατά τη διάρκεια των 4 προφυλακίσεων για την υπόθεση του εμπρησμού του εργοταξίου. Μια ενέργεια την οποία το κίνημα φάνηκε ότι δεν ήταν έτοιμο να υπερασπιστεί συλλογικά, δείχνοντας έμπρακτα την αλληλεγγύη του στους διωκόμενους και συνεχίζοντας τον αγώνα.

Από την άλλη μεριά, στη Θεσ/νίκη, οι κινητοποιήσεις ενάντια στην εξόρυξη χρυσού και η συσπείρωση του σχετικού κινήματος στην πόλη σταμάτησε από πολύ νωρίς, εν μέρει λόγω ενός συνολικού αφορισμού του αγώνα που υιοθετήθηκε από τμήμα του κινήματος και που σχετίζεται κύρια με τις προβληματικές που αναφέρθηκαν προηγουμένως. Άλλοι λόγοι για την αποστασιοποίηση μιας μερίδας κόσμου από τον εν λόγω αγώνα δεν αποκλείεται να ήταν για κάποιους η όξυνση της καταστολής στη Χαλκιδική και για άλλους η γενικότερη ύφεση του αγώνα. Αντίστοιχα, με εξαίρεση τα λίγα στιγμιότυπα μαζικών διαδηλώσεων, δεν υπήρξε στην πόλη συνέχεια κινητοποιήσεων ούτε στο πλαίσιο της αλληλεγγύης στους διωκόμενους, ώστε να κτιστεί σταδιακά ένα συγκροτημένο κίνημα αλληλεγγύης, αντί αυτή να εκφράζεται σε συγκεκριμένες μόνο κορυφώσεις της καταστολής, όπως πχ μετά από προφυλακίσεις.

Επιπλέον, πέρα από την έλλειψη δράσης στην πόλη της Θεσ/νίκης, μικρή και αποσπασματική έχει υπάρξει και η παρουσία και δράση αλληλέγγυων από τη Θεσ/νίκη στη Χαλκιδική. Η παρουσία αυτή έχει περιοριστεί σε πορείες, κυρίως κατά τη διάρκεια των πρώτων μηνών της τρέχουσας φάσης του αγώνα (από το Μάρτιο του ’12 και μετά) και μάλιστα – συχνά – με συγκεκριμένες προϋποθέσεις συμμετοχής, ανάλογα με τα χαρακτηριστικά των εν λόγω κινητοποιήσεων.

Σημαντικό έλλειμμα επίσης της Θεσ/νίκης στον αγώνα ήταν η έλλειψη διάχυσης πολιτικού λόγου που θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί μέσω της διενέργειας εκδηλώσεων στην περιοχή της Χαλκιδικής πάνω σε θεματικές που αφορούν στον αγώνα, αλλά και μέσω γενικότερων κοινωνικών ζυμώσεων και συμμετοχών σε συλλογικές διαδικασίες.

Ως κύριους λόγους για την απουσία της Θεσ/νίκης από τον αγώνα της Χαλκιδικής αναγνωρίζουμε αφενός την έλλειψη ουσιαστικής σχέσης με την εκεί πραγματικότητα και την εξέλιξη αυτής και αφετέρου το γεγονός ότι δεν αναγνωρίστηκε η μεγάλη σημασία του εν λόγω αγώνα για την εξέλιξη άλλων αγώνων.

Το πρώτο σημείο αναφέρεται στην έλλειψη μιας συνεχούς παρακολούθησης του αγώνα από τα μέσα και βάσει διαφορετικών συνιστωσών του, με αποτέλεσμα να δημιουργούνται μερικές κατανοήσεις – πολλές φορές μέσω μονομερών μεταφορών – χωρίς να γίνονται γνωστές οι διαφορετικές εκφάνσεις του αγώνα. Ο μόνος τρόπος για να αρθεί μια τέτοια συνθήκη, θα ήταν η εγκαθίδρυση μιας μόνιμης κινηματικής επικοινωνίας μεταξύ των κατοίκων στη Χαλκιδική και των αλληλέγγυων στη Θεσσαλονίκη, γεγονός που δεν φαίνεται να αποτέλεσε τμήμα των στοχεύσεων του κινήματος της Θεσ/νίκης.

Σε ό,τι αφορά το δεύτερο σημείο, η Θεσ/νίκη δείχνει να μην απέδωσε ιδιαίτερη βαρύτητα στο γεγονός ότι ο αγώνας της Χαλκιδικής αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα όσων συμβαίνουν στο παρόν στην ελληνική πραγματικότητα, καθώς η βία που έχει υποστεί εντάσσεται σε μια συνθήκη γενικευμένης αναβάθμισής της βίας της κυριαρχίας που ασκείται από τη μια απέναντι στους κοινωνικούς αγώνες και από την άλλη απέναντι σε όλο το φάσμα της ζωής μας. Μάλιστα έχει αποτελέσει δοκιμαστικό πεδίο κατασταλτικών πρακτικών και μιας γενικευμένης κατάστασης εξαίρεσης, που προορίζονται για να εφαρμοστούν στη συνέχεια σε ευρύτερο επίπεδο, απειλώντας ευθέως τις ελευθερίες του συνόλου της κοινωνίας. Επιπλέον, το ζήτημα της προσπάθειας ανάπτυξης μεταλλευτικών δραστηριοτήτων στη Χαλκιδική συνιστά μια πιο εμφανή εικόνα των δραστικών επεμβάσεων που επιχειρούνται τα τελευταία χρόνια ενάντια σε περιοχές και πληθυσμούς, μέσω της περίφραξης και ευρείας καταστροφής κοινών φυσικών πόρων στο όνομα της ανάπτυξης. Γι αυτό και η κυριαρχία έχει χρησιμοποιήσει κάθε μέσο προκειμένου να εμποδίσει την εξάπλωση του αγώνα πέρα από τα γεωγραφικά όρια της Χαλκιδικής, και να αποτρέψει έτσι μια αντίστοιχη εξέλιξη σε άλλα ανάλογα επενδυτικά σχέδια.

Επιτροπή αλληλεγγύης στους διωκόμενους του αγώνα ενάντια στην εξόρυξη χρυσού