Ο αγώνας ενάντια στα μεταλλεία στη Χαλκιδική αποτελεί ένα μαζικότατο και πολύμορφο αγώνα, που πλαισιώνεται από ανθρώπους με πολύ διαφορετικές καταβολές, οι οποίοι επιμένουν εδώ και χρόνια να αντιστέκονται απέναντι στην ανάπτυξη των μεταλλευτικών δραστηριοτήτων της Ελληνικός Χρυσός – EldoradoGold στην περιοχή Σκουριές του όρους Κάκαβος, στη Β.Α.Χαλκιδική. Απέναντι σε ένα έργο που θα επιφέρει ανυπολόγιστες συνέπειες στην ισορροπία και την ίδια την ύπαρξη των τοπικών οικοσυστημάτων, ορισμένες από τις οποίες, πριν ακόμα ολοκληρωθεί η ανάπτυξη του έργου, έχουν ήδη αρχίσει να λαμβάνουν πραγματικές διαστάσεις, περιλαμβάνοντας σημαντικές περιβαλλοντικές καταστροφές και πλήττοντας τις τοπικές παραγωγικές δραστηριότητες.
Κατά τη διάρκεια όλων αυτών των χρόνων, ο αγώνας της Χαλκιδικής έχει πάρει ποικίλες μορφές, που συνθέτουν από κοινού την πραγματικότητά του: άλλοτε πορείες ή συγκεντρώσεις στο βουνό, άλλοτε διαδηλώσεις και εκδηλώσεις σε χωριά και μεγάλες πόλεις, άλλοτε αποκλεισμούς δρόμων και άλλοτε καταστροφές σε υλικοτεχνικό εξοπλισμό της εταιρείας, με σκοπό το μπλοκάρισμα του έργου, αλλά και με πάγια διεκδίκηση τον αποχαρακτηρισμό της Χαλκιδικής από μεταλλευτική ζώνη και την αποκατάσταση όσων περιοχών έχουν ήδη πληγεί.
Όπως ήταν αναμενόμενο, το κράτος έχει επιχειρήσει κάθε δυνατό τρόπο, προκειμένου να προστατεύσει την εξέλιξη του έργου και να εμποδίσει την εξάπλωση του αγώνα πέρα από τα γεωγραφικά όρια της Χαλκιδικής. Έτσι, έχει επιβάλει στην περιοχή μια κατάσταση εξαίρεσης που ορίζει την υλοποίηση του έργου ως μονόδρομο, με πρόσχημα την εθνική σωτηρία, ενώ από το Μάρτιο του ’12 με τη βίαιη εισβολή της εταιρείας στο βουνό – που σήμανε και την έναρξη των εργασιών της – και ακόμα περισσότερο μετά την καταστροφή του εργοταξίου της εταιρείας το Φεβρουάριο του ’13, η Χαλκιδική αποτέλεσε πεδίο δοκιμών αναβαθμισμένων κατασταλτικών πρακτικών που απέβλεπαν στην τρομοκράτηση των αντιστεκόμενων: πρωτοφανή μεγέθη δυνάμεων καταστολής σε διαδηλώσεις, αλλά και μέσα στα χωριά, σοβαροί τραυματισμοί από την άσκηση «νόμιμης» βίας, με μανιώδεις ρίψεις δακρυγόνων σε ευθεία βολή, εκατοντάδες πολύωρες προσαγωγές διαδηλωτών χωρίς την παρουσία δικηγόρων, λήψη DNA από 100άδες αγωνιζόμενους χωρίς να έχουν καν απαγγελθεί κατηγορίες και σε κάποιες περιπτώσεις δια της βίας.
Ταυτόχρονα, μέσω της εγκαθίδρυσης μιας βιομηχανίας διώξεων στην περιοχή και ιδιαίτερα με τον σχηματισμό δικογραφιών χιλιάδων σελίδων με κατηγορητήρια, που σε αρκετές περιπτώσεις αφορούν σε βαριά κακουργήματα, το κράτος προκειμένου να στοχοποιήσει το κοινωνικό κίνημα της Χαλκιδικής, για να επιδείξει αποτελεσματικότητα στην πάταξη αυτού που ορίζει ως «ανομία», έχει επιχειρήσει να κατασκευάσει σενάρια για υποτιθέμενες εγκληματικές οργανώσεις που δρουν στην περιοχή εμποδίζοντας την ανάπτυξη της χώρας. Η κατηγορία της σύστασης εγκληματικής οργάνωσης περιλαμβάνεται στα κατηγορητήρια των δύο μεγάλων δικογραφιών, αυτής των 29 υπόπτων για ενέργειες που έλαβαν χώρα κατά την κινητοποίηση στο Λάκκο Καρατζά (το Μάιο του ‘13) και στην περιοχή της Ιερισσού (από τις αρχές Μαΐου μέχρι και τις 25 Αυγούστου 2013) και αυτής των 20 υπόπτων για την υπόθεση του εμπρησμού τμήματος του εργοταξίου της εταιρείας (τον Φεβρουάριο του ‘13), 4 από τους οποίους μάλιστα υπέστησαν πολύμηνες προφυλακίσεις.
Χαρακτηριστικό μάλιστα είναι το γεγονός ότι η ποινικοποίηση αυτή δεν αναφέρεται μόνο στην πράξη, αλλά και στην ίδια τη σκέψη και τη βούληση, γεγονός που έχει ανοίξει το δρόμο για την άσκηση φρονηματικών διώξεων. Έτσι, ήδη από τις πρώτες δυναμικές κινητοποιήσεις, το φθινόπωρο του ’12, βλέπουμε να ασκούνται διώξεις που αφορούσαν στην ίδια τη συμμετοχή σε κινητοποίηση, ενώ λίγο αργότερα, μετά το Φεβρουάριο του ’13, ακολούθησαν διώξεις περί ηθικής αυτουργίας.
Επιπλέον, σε ό,τι αφορά στην κατά συρροή λήψη DNA, είναι προφανές ότι οι διωκτικές αρχές αποσκοπούν στη χρήση γενετικού υλικού, προκειμένου να προσδώσουν ένα δήθεν ορθολογικό και επιστημονικοφανές έρεισμα στις παράλογες διώξεις που κατασκευάζουν, παρά το γεγονός ότι η μέθοδος ταυτοποίησής του δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να αποτελέσει αξιόπιστο «αποδεικτικό στοιχείο», μιας και το DNA μπορεί να κατασκευαστεί τεχνητά εξ αρχής, να αναπαραχθεί και να μεταφερθεί από τρίτους κατά βούληση, χωρίς να μπορεί να προσδιοριστεί ο χρόνος κατά τον οποίο έγινε η μεταφορά του γενετικού αποτυπώματος. Είναι φανερή επίσης η απόπειρα δημιουργίας και διατήρησης τράπεζας γενετικού υλικού στην περιοχή, που συνιστά στην ουσία την εφαρμογή ενός βιολογικού φακελώματος που θα είναι πάντα διαθέσιμο προς χρήση, σύμφωνα με τις εκάστοτε εντολές της εξουσίας και αποσκοπεί στην επιβολή ενός καθεστώτος ομηρίας στους αγωνιζόμενους.
Μετά από ένα ικανό διάστημα αδράνειας των ανακριτικών διαδικασιών, το κράτος επιχείρησε πριν περίπου δύο μήνες να προχωρήσει σε μια νέα αναβάθμιση της τρομοκράτησης και ομηρίας των αγωνιζόμενων, αναγνωρίζοντας την απειλή που μπορεί να αποτελέσει για την εξέλιξη του έργου η συστηματική τους παρουσία και αντίσταση στο βουνό, ειδικά σε μια περίοδο κατά την οποία η εταιρεία επιδιώκει να επιταχύνει τις διαδικασίες προς την κατασκευή του εργοστασίου. Στις 7 Μαρτίου 2013, 23 από τους 29 κατηγορούμενους στην υπόθεση του Καρατζά – κάτοικοι Χαλκιδικής και Θεσσαλονίκης – κλήθηκαν βάσει ανακριτικής διάταξης να προσέλθουν για λήψη γενετικού υλικού, προκειμένου να συγκριθεί το DNA τους με αυτό που βρέθηκε στην υπόθεση του εμπρησμού του εργοταξίου. Οι περισσότεροι από τους κληθέντες, κατέθεσαν προσφυγή στο Συμβούλιο Πλημμελειοδικών, ζητώντας την ακύρωση της απόφασης της ανακρίτριας να υποβληθούν σε ανάλυση DNA, καθώς και αίτημα αναστολής για να σταματήσει η διαδικασία μέχρι την εκδίκαση της προσφυγής τους. Μάλιστα, οι περισσότεροι κάτοικοι δεν υπάκουσαν στη σύσταση της ανακρίτριας να δώσουν DNA για να μην κατηγορηθούν για «απείθεια» και αποχώρησαν. Τελικά, η προσφυγή απορρίφθηκε από το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών, ενώ οι 23 υποχρεώθηκαν στη λήψη του γενετικού τους υλικού πριν την εκδίκασή της. Προκειμένου να καταδείξουν την έντονη αντίθεσή τους στην εξευτελιστική διαδικασία της λήψης DNA, καθώς και στη διατήρηση τράπεζας γενετικού υλικού, 2 από τους 23 επέλεξαν να μην παρουσιαστούν κατά την ορισμένη από την ανακρίτρια ημερομηνία για να παραδώσουν δείγμα γενετικού υλικού και κατόπιν τούτου προσήχθησαν στη Θεσσαλονίκη και υποχρεώθηκαν σε βίαιη λήψη του γενετικού τους υλικού στη ΓΑΔΘ.
Είναι φανερό ότι η νέα αυτή κλήση αγωνιζόμενων για γενετικό υλικό, πέρα από το γεγονός ότι επιδιώκει να συμβάλει στην εξέλιξη της τράπεζας γενετικού υλικού που έχει ήδη δημιουργηθεί στην περιοχή, αποβλέπει, επιπλέον στη σύνδεση των δύο δικογραφιών με απώτερο σκοπό την καλύτερη θεμελίωση της ρητορικής της κυριαρχίας περί της ύπαρξης και δράσης εγκληματικής οργάνωσης στη Χαλκιδική, δεδομένου ότι – όπως αναφέρεται στην ανακριτική διάταξη – «σε αμφότερες τις δικογραφίες υφίστανται κοινοί κατηγορούμενοι και πράξεις που βάλουν στη ματαίωση ή αναστολή οποιασδήποτε μεταλλευτικής δραστηριότητας». Βέβαια, ο σκοπός αυτός της σύνδεσης των δικογραφιών δεν θα μπορούσε να επιτευχθεί χωρίς να βρεθούν εξιλαστήρια θύματα. Έτσι, όπως ήταν αναμενόμενο, οι μεθοδεύσεις αυτές κατέληξαν στη γνωστοποίηση σε ένα εκ των 23 ατόμων της ταυτοποίησης του δείγματός του με γενετικό υλικό από την υπόθεση του εμπρησμού του εργοταξίου. Μάλιστα, η ταυτοποίηση τού γνωστοποιήθηκε πολύ αργότερα από το χρονικό όριο – μετά τη λήψη – που προσδιορίζεται από το νόμο και μάλιστα λίγο πριν την διεξαγωγή των εκλογών, στις αρχές του Μαΐου.
Λίγες μέρες αργότερα, 3 άτομα από τη δικογραφία του Καρατζά κλήθηκαν σε κατά βούληση επαλήθευση – με νέα λήψη DNA – της ταυτοποίησης που έγινε στο στάδιο της προανάκρισης στα δείγματα του γενετικού υλικού τους για την εν λόγω υπόθεση. Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι η ταυτοποίηση του γενετικού τους υλικού δεν τους είχε κοινοποιηθεί, ώστε να μπορούν να το αμφισβητήσουν. Ένας εξ αυτών επέλεξε να μην παραστεί στην επανεξέταση, αμφισβητώντας έμπρακτα την όλη διαδικασία λήψης γενετικού υλικού που πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο της προανάκρισης.
Η αντίσταση στην εξόρυξη χρυσού αποτελεί αντίσταση στη λεηλασία και την καταστροφή των κοινών φυσικών πόρων, όπως η γη, τα δάση, το νερό και ο αέρας, στο βωμό της ανάπτυξης και του κέρδους εγχώριων και πολυεθνικών εταιριών. Αντίσταση στην υποβάθμιση των ζωών μας και του μέλλοντος των παιδιών μας. Μάλιστα, ο αγώνας αυτός συνιστά σημαντική απειλή για τα σχέδια της κυριαρχίας, δηλαδή για την κερδοφορία των εταιριών και το ρόλο του κράτους ως απόλυτο διαχειριστή της κοινωνικής ροής, καθώς δημιουργεί παρακαταθήκες για αγώνες ενάντια σε άλλα ανάλογα επενδυτικά σχέδια που περνούν πάνω από τις ζωές μας.
Η επίθεση κράτους και εταιρείας ενάντια σε οποιονδήποτε αγωνιζόμενο συνιστά επίθεση εναντίον όλων μας, μια επίθεση που τελικά στοχεύει στον ίδιο τον αγώνα. Συνεπώς, αν θέλουμε να μην υποκύψουμε στην προσπάθεια κράτους και εταιρειών να καταστείλουν και να ποινικοποιήσουν κάθε φωνή που αντιστέκεται, οφείλουμε όχι μόνο να συνεχίσουμε τον αγώνα ενάντια στην εξόρυξη χρυσού και να τον συνδέσουμε με άλλους συναφείς αγώνες, αλλά και να αντισταθούμε στην ανάπτυξη της βιομηχανίας διώξεων στην περιοχή. Οφείλουμε να υπερασπιστούμε τον αγώνα χωρίς να υιοθετούμε αμυντικές στάσεις διαπραγματευόμενοι τη νομιμότητα του με όρους αστικής δικαιοσύνης, γιατί γνωρίζουμε ότι είναι δίκαιος. Απέναντι στη «νόμιμη» βία της κυριαρχίας που απαιτεί από τους κοινωνικούς αγώνες πιστοποιητικά νομιμοφροσύνης και υπακοής, οφείλουμε να αντιτάξουμε την αδιαπραγμάτευτη αλληλεγγύη μας σε όσους υφίστανται ή θα υποστούν μελλοντικά τις συνέπειες της επιβολής κρατικής τρομοκρατίας στην περιοχή, σε όλους εκείνους που διώκονται γιατί μαζί με χιλιάδες άλλους υπερασπίστηκαν με αξιοπρέπεια τη γη και την ελευθερία τους.
Επιτροπή αλληλεγγύης στους διωκόμενους του αγώνα ενάντια στην εξόρυξη χρυσού
Η επιτροπή αλληλεγγύης στους διωκόμενους του αγώνα ενάντια στην εξόρυξη χρυσού συγκροτήθηκε το καλοκαίρι του 2013 από άτομα με διαφορετικές οπτικές και αφετηρίες, αλλά με κοινό τόπο ότι η διαδικασία του αγώνα ενάντια στην εξόρυξη χρυσού, αλλά και της υπεράσπισης των διωκόμενων δεν μπορεί παρά να είναι κινηματική, δηλαδή σε ευθεία αντιπαράθεση με την επένδυση και αυτούς που την υποστηρίζουν, με διαδικασίες στις οποίες συμμετέχουν ισότιμα όλοι οι αγωνιζόμενοι, με ανοιχτές και αμεσοδημοκρατικές διαδικασίες και έξω από μικροπολιτικές σκοπιμότητες. Στο πλαίσιο αυτό θεωρούμε ότι η υπεράσπιση των διωκόμενων δεν μπορεί να επαφίεται στη νομική διαχείριση με γνώμονα την εμπιστοσύνη στην αστική δικαιοσύνη, αλλά θα πρέπει να βασίζεται στο ίδιο το κίνημα, τις αντιστάσεις του και την πίεση που μπορεί να ασκήσει μέσω της αλληλεγγύης που εκδηλώνει.
Με την άδειά σας, το αναδημοσιεύω (http://mamastosyntagma.blogspot.gr/2014/05/blog-post_30.html).