7 Μαρτίου 2013: πάνοπλες δυνάμεις καταστολής εισβάλουν στην Ιερισσό Χαλκιδικής, τυλίγοντας την σε ένα νέφος χημικών, πετώντας δακρυγόνα ακόμα και μέσα σε αυλή σχολείου και συλλαμβάνοντας 4 κατοίκους μετά από έρευνα στα σπίτια τους. Η ημέρα αυτή συνιστά ένα από τα κορυφαία στιγμιότυπα της «νόμιμης» βίας που ασκήθηκε από το κράτος στον αγώνα της Χαλκιδικής και χαρακτηριστικό παράδειγμα της τρομοκρατίας που επιχείρησε να επιβάλει στην περιοχή μετά την καταστροφή του εργοταξίου της Ελληνικός Χρυσός στις Σκουριές, στις 17/2/13, με κουκουλοφόρους της αντιτρομοκρατικής να κυκλοφορούν στα χωριά, δεκάδες κατοίκους να εξαφανίζονται για ώρες στην ασφάλεια χωρίς την παρουσία δικηγόρων και να εξαναγκάζονται – υπό την απειλή της απείθειας – σε λήψη DNA, χωρίς να τους έχουν καν απαγγελθεί κατηγορίες.
Συνολικά, από το Μάρτιο του ‘12 μέχρι σήμερα, έχουν γίνει προσαγωγές και παράνομη λήψη DNA από περισσότερους από 200 ανθρώπους, με εξευτελιστικές διαδικασίες και σε κάποιες περιπτώσεις ακόμα και με τη χρήση βίας. Η κατάφορη αυτή παραβίαση ανθρωπίνων δικαιωμάτων που συντελέστηκε στη Χαλκιδική καταγγέλθηκε από ένα σύνολο δικηγόρων και προκάλεσε μέχρι και την παρέμβαση της Διεθνούς Αμνηστίας.
Η άνευ προηγουμένου καταστολή και τρομοκράτηση που επιβλήθηκε στις τοπικές κοινωνίες της Χαλκιδικής, σε συνδυασμό με την έλλειψη – τουλάχιστον στη συντριπτική πλειοψηφία του κινήματος – πρότερης εμπειρίας λήψης DNA, καθώς και γνώσης των δικαιωμάτων που αφορούν σε αυτή, ήταν αναπόφευκτο να οδηγήσει στην κατά συρροή παράδοση του γενετικού υλικού ενός πλήθους ανθρώπων. Τα ζωντανά αντανακλαστικά του κινήματος ωστόσο αποδείχθηκαν όταν με απαρχή την πρωτοβουλία ενός αγωνιζόμενου να αντισταθεί στη λήψη DNA, ακολούθησαν στη συνέχεια και άλλοι την ίδια τακτική – της μη συγκατάθεσης.
7 Μαρτίου 2014: ένα χρόνο μετά, η επιχείρηση καταστολής του αγώνα ενάντια στα μεταλλεία χρυσού συνεχίζεται. Με αντίστοιχα μέσα, αλλά αναβαθμισμένες μεθοδεύσεις: μετά την απόπειρα φίμωσης του αγώνα της Χαλκιδικής ενάντια στα μεταλλεία χρυσού, μετά την επιχείρηση τρομοκράτησης των αντιστεκόμενων και ποινικοποίησης κάθε αγωνιστικής φωνής και δράσης τους, μετά την προσπάθεια ποινικοποίησης του αγώνα μέσω της εφεύρεσης υποτιθέμενων εγκληματικών οργανώσεων στις δύο μεγάλες δικογραφίες – αυτή των 29 υπόπτων για την κινητοποίηση στο Λάκκο Καρατζά (το Μάιο του ‘13) και αυτή των 20 υπόπτων για την υπόθεση του εμπρησμού τμήματος του εργοταξίου της εταιρείας (τον Φεβρουάριο του ‘13), 4 από τους οποίους μάλιστα υπέστησαν πολύμηνες προφυλακίσεις – έρχεται η επιχείρηση της κυριαρχίας να συσχετίσει τις δύο αυτές δικογραφίες.
Βάσει ανακριτικής διάταξης, κλήθηκαν να προσέλθουν για λήψη γενετικού υλικού 23 από τους 29 κατηγορούμενους στην υπόθεση του Καρατζά – κάτοικοι Χαλκιδικής και Θεσσαλονίκης – προκειμένου να συγκριθεί το DNA τους με αυτό που βρέθηκε στην υπόθεση του εμπρησμού του εργοταξίου. Οι υπόλοιποι 6 της δικογραφίας Καρατζά εξαιρέθηκαν, λόγω του ότι είχαν ήδη δώσει δείγμα DNA για την εν λόγω υπόθεση.
Είναι φανερό ότι μετά από ένα ικανό διάστημα αδράνειας των ανακριτικών διαδικασιών, το κράτος επιχειρεί να προχωρήσει σε μια νέα αναβάθμιση της τρομοκράτησης και ομηρίας των αγωνιζόμενων, καθώς αναγνωρίζει την απειλή που μπορεί να αποτελέσει για την εξέλιξη του έργου η συστηματική τους παρουσία και αντίσταση στο βουνό, ειδικά σε μια περίοδο κατά την οποία η εταιρεία επιδιώκει να επιταχύνει τις διαδικασίες προς την κατασκευή του εργοστασίου. Έτσι, η νέα αυτή κλήση αγωνιζόμενων για γενετικό υλικό, πέρα από το γεγονός ότι επιδιώκει να συμβάλει στην εξέλιξη της τράπεζας γενετικού υλικού που έχει ήδη δημιουργηθεί στην περιοχή, χρησιμοποιώντας επιπλέον ως μέσο τη σύνδεση των δύο δικογραφιών, αποβλέπει στην καλύτερη θεμελίωση της ρητορικής της κυριαρχίας περί της ύπαρξης και δράσης εγκληματικής οργάνωσης στη Χαλκιδική, «με δεδομένο ότι σε αμφότερες τις δικογραφίες υφίστανται κοινοί κατηγορούμενοι και πράξεις που βάλουν στη ματαίωση ή αναστολή οποιασδήποτε μεταλλευτικής δραστηριότητας». Παράλληλα βέβαια, το κράτος, μέσα από τη στοχοποίηση συγκεκριμένων ατόμων, επιχειρεί να επιβεβαιώσει το ρόλο του ως εγγυητής της τάξης και της νομιμότητας στην περιοχή.
Ωστόσο, παρά την επιχείρηση της κυριαρχίας να κάμψει εκ νέου τις αντιστάσεις των αγωνιζόμενων, το κίνημα φαίνεται να αναβαθμίζει τις αντιστάσεις του, γεγονός που αποδεικνύει στην πράξη ότι οι πρωτοβουλίες αντίστασης ενός τμήματος διωκόμενων στη λήψη DNA έχουν αφήσει παρακαταθήκη στον αγώνα. Έτσι, βλέπουμε ένα μεγάλο τμήμα των ανθρώπων που φέρονται ως ύποπτοι να μην συγκατατίθενται στη λήψη DNA ή/και να αποχωρεί στο άκουσμα της άρνησης του δικαιώματός τους να αιτηθούν την αναστολή της διαδικασίας. Στο ίδιο πλαίσιο κατάδειξης της αντίθεσής τους στη λήψη γενετικού υλικού, δύο από τους 23 έχουν επιλέξει να μην παρουσιαστούν καθόλου στην εν λόγω διαδικασία.
Η επίθεση κράτους και εταιρείας ενάντια σε οποιονδήποτε αγωνιζόμενο συνιστά επίθεση εναντίον όλων μας, μια επίθεση που τελικά στοχεύει στον ίδιο τον αγώνα. Απέναντι στη «νόμιμη» αυτή βία της κυριαρχίας που απαιτεί από τους κοινωνικούς αγώνες πιστοποιητικά νομιμοφροσύνης και υπακοής, αντιτάσσουμε την αξιοπρέπεια μας – που δεν πρόκειται να ισοπεδωθεί παρά τις αναβαθμισμένες μεθοδεύσεις – και την αδιαπραγμάτευτη αλληλεγγύη μας στους διωκόμενους αγωνιστές. Στο πλαίσιο αυτό, συμπαραστεκόμαστε σε όλους όσους κλήθηκαν – για μια φορά ακόμη στην ιστορία του αγώνα της Χαλκιδικής – να παραδώσουν το γενετικό τους υλικό, σε όλους όσους τίθενται υπό τον εκβιασμό της απόδοσης ενός ακόμη συνόλου κατηγοριών στο πλαίσιο υποτιθέμενων εγκληματικών οργανώσεων. Ταυτόχρονα, στηρίζουμε την επιλογή των δύο συντρόφων μας να μην παρουσιαστούν για λήψη γενετικού υλικού, καθώς κατανοούμε την ανάγκη τους να καταδείξουν με τον τρόπο αυτό την έντονη αντίθεσή τους στην εξευτελιστική αυτή διαδικασία και την προσπάθειά τους να προτείνουν έναν ακόμη δρόμο αντίστασης σε αυτή.
Επιτροπή αλληλεγγύης στους διωκόμενους του αγώνα ενάντια στην εξόρυξη χρυσού