Σχετικά με τις νέες κλήσεις 15 κατοίκων της Β.Α.Χαλκιδικής σε ανακριτή για την υπόθεση των Σκουριών

πρωτοφανή μεγέθη δυνάμεων καταστολής μέσα στα χωριά / σοβαροί τραυματισμοί από την άσκηση «νόμιμης» βίας με μανιώδεις ρίψεις δακρυγόνων σε ευθεία βολή / 100άδες πολύωρες προσαγωγές διαδηλωτών χωρίς την παρουσία δικηγόρων / βίαιες εισβολές σε σπίτια / παρακολούθηση και ποινικοποίηση τηλεφωνικών συνδιαλέξεων / λήψη DNA ακόμα και δια της βίας από 100άδες αγωνιζόμενους χωρίς να έχουν καν απαγγελθεί κατηγορίες / 4 προφυλακίσεις / ποινικοποίηση συλλογικών συναντήσεων-κινητοποιήσεων / στοχοποίηση 49 αγωνιστών ως εγκληματική οργάνωση / 22 δικογραφίες – 320 διώξεις / διατήρηση τράπεζας DNA

Μετά την καταστροφή του εργοταξίου της Ελληνικός Χρυσός – EldoradoGold στις Σκουριές της Β.Α.Χαλκιδικής το Φεβρουάριο του ’13, η περιοχή αποτέλεσε πεδίο δοκιμών αναβαθμισμένων κατασταλτικών πρακτικών που απέβλεπαν στην τρομοκράτηση των αντιστεκόμενων. Το κράτος έχει επιχειρήσει κάθε δυνατό τρόπο, προκειμένου να στοχοποιήσει το κοινωνικό κίνημα ενάντια στα μεταλλεία, ώστε να προστατεύσει την εξέλιξη του έργου και να εμποδίσει την εξάπλωση του αγώνα πέρα από τα γεωγραφικά όρια της Χαλκιδικής. Έτσι, ήδη από το Μάρτιο του ’12 με τη βίαιη εισβολή της εταιρείας στο βουνό – που σήμανε και την έναρξη των εργασιών της, έχει επιβάλει στην περιοχή μια κατάσταση εξαίρεσης που ορίζει την υλοποίηση του έργου ως μονόδρομο, με πρόσχημα την εθνική σωτηρία. Στο πλαίσιο αυτό, προκειμένου να επιδείξει αποτελεσματικότητα στην πάταξη αυτού που ορίζει ως «ανομία», έχει εγκαθιδρύσει μια βιομηχανία διώξεων στην περιοχή, σχηματίζοντας δικογραφίες χιλιάδων σελίδων με κατηγορητήρια που σε αρκετές περιπτώσεις αφορούν σε βαριά κακουργήματα και επιχειρώντας να κατασκευάσει σενάρια για υποτιθέμενες εγκληματικές οργανώσεις που δρουν στην περιοχή εμποδίζοντας την ανάπτυξη της χώρας.

Από τα άτομα που φέρονται ως ύποπτοι στο πλαίσιο των δικογραφιών που περιλαμβάνουν βαριά κακουργήματα, διώξεις έχουν ασκηθεί μέχρι και σήμερα μόνο στους 7 από τους 22 της υπόθεσης του εμπρησμού του εργοταξίου. Μάλιστα, οι 4 από αυτούς υπέστησαν πολύμηνη προφυλάκιση. Συγκεκριμένα, οι 2 πρώτοι προφυλακίστηκαν περίπου δύο μήνες μετά τον εμπρησμό (στις 14 Απριλίου ‘13), ύστερα από βίαιη έφοδο οπλισμένων κουκουλοφόρων της αντιτρομοκρατικής στα σπίτια τους, μπροστά στα μάτια των ανήλικων παιδιών τους, με σκοπό τη σύλληψή τους. Παρέμειναν σε προφυλάκιση για 6 μήνες (μέχρι τον Οκτώβριο του ‘13). Οι επόμενοι 3, ενάμιση μήνα αργότερα (7 Μαΐου ‘13), αφού απολογήθηκαν ενώπιων του ανακριτή, αφέθηκαν ελεύθεροι, με περιοριστικούς όρους, ενώ τους επιβλήθηκαν χρηματικές εγγυήσεις. Οι 2 τελευταίοι κρίθηκαν επίσης προφυλακιστέοι λίγους μήνες μετά (10 Ιουλίου ‘13) και αποφυλακίστηκαν το Νοέμβριο του ‘13.

Μετά από ένα μεγάλο διάστημα αδράνειας των ανακριτικών διαδικασιών, το κράτος επιχείρησε πριν περίπου 3 μήνες να προχωρήσει σε μια νέα αναβάθμιση της τρομοκράτησης και ομηρίας των αγωνιζόμενων. Στις 7 Μαρτίου ‘14, 23 από τους 29 υπόπτους για ενέργειες που έλαβαν χώρα κατά την κινητοποίηση στο Λάκκο Καρατζά (το Μάιο του ‘13) και στην περιοχή της Ιερισσού (από τις αρχές Μαΐου μέχρι και τις 25 Αυγούστου ‘13) – κάτοικοι Χαλκιδικής και Θεσσαλονίκης – κλήθηκαν βάσει ανακριτικής διάταξης να προσέλθουν για λήψη γενετικού υλικού, προκειμένου να συγκριθεί το DNA τους με αυτό που βρέθηκε στην υπόθεση του εμπρησμού του εργοταξίου.

Είναι φανερό ότι αυτή η κλήση αγωνιζόμενων για γενετικό υλικό, πέρα από το ότι επιδιώκει να συμβάλει στην εξέλιξη της τράπεζας γενετικού υλικού που έχει ήδη δημιουργηθεί στην περιοχή, αποβλέπει, επιπλέον στη σύνδεση των δύο συγκεκριμένων δικογραφιών που περιλαμβάνουν κατηγορίες περί σύστασης εγκληματικής οργάνωσης. Ο απώτερος σκοπός της ενέργειας αυτής δεν είναι άλλος από την καλύτερη θεμελίωση της ρητορικής της κυριαρχίας περί της ύπαρξης και δράσης εγκληματικής οργάνωσης στη Χαλκιδική, δεδομένου ότι – όπως αναφέρεται στην ανακριτική διάταξη – «σε αμφότερες τις δικογραφίες υφίστανται κοινοί κατηγορούμενοι και πράξεις που βάλουν στη ματαίωση ή αναστολή οποιασδήποτε μεταλλευτικής δραστηριότητας». Βέβαια, ο σκοπός αυτός της σύνδεσης των δικογραφιών δεν θα μπορούσε να επιτευχθεί χωρίς να βρεθούν εξιλαστήρια θύματα. Έτσι, όπως ήταν αναμενόμενο, οι μεθοδεύσεις αυτές κατέληξαν στη γνωστοποίηση σε ένα εκ των 23 ατόμων της ταυτοποίησης του δείγματός του με γενετικό υλικό από την υπόθεση του εμπρησμού του εργοταξίου. Μάλιστα, η ταυτοποίηση τού γνωστοποιήθηκε πολύ αργότερα από το χρονικό όριο – μετά τη λήψη – που προσδιορίζεται από το νόμο και μάλιστα λίγο πριν την διεξαγωγή των εκλογών, στις αρχές του Μαΐου. Συνεπώς, στα 20 άτομα που συσχετίζονταν μέχρι τώρα από τις διωκτικές αρχές με την υπόθεση του εργοταξίου προστέθηκε ένα ακόμη.

Τα 15 πλέον συνολικά άτομα που φέρονται ως ύποπτοι για τη συγκεκριμένη υπόθεση (καθώς στους 14 προστέθηκε ακόμη ένα άτομο, λόγω του ότι κρίθηκαν ύποπτες οι αναρτήσεις του στο διαδίκτυο) και των οποίων η ανάκριση εκκρεμούσε, κλήθηκαν για να απολογηθούν την Παρασκευή 6 Ιουνίου ‘14 ενώπιων της ανακρίτριας Πολυγύρου, όπου και πήραν προθεσμία για τις 16 και 17 Ιουνίου. Βλέπουμε λοιπόν να ξεκινάει ένας νέος κύκλος καταστολής από τη μεριά του κράτους, που επιδιώκει να ολοκληρώσει «όσα άφησε σε εκκρεμότητα» και μάλιστα με απαρχή μια από τις σημαντικότερες δικογραφίες του αγώνα, αυτή του εμπρησμού του εργοταξίου, της ενέργειας δηλαδή που κατέστησε γνωστό τον αγώνα σε διεθνές επίπεδο.Η χρονική στιγμή κατά την οποία συμβαίνει αυτό δεν είναι διόλου τυχαία: τον τελευταίο καιρό, το κίνημα ενάντια στα μεταλλεία βρισκόταν σε ύφεση, λόγω της εστίασης της προσοχής των κατοίκων στις κρίσιμες για τον τόπο αυτοδιοικητικές εκλογές. Καθόλη τη διάρκεια αυτού του διαστήματος, είχαν αντίστοιχα περιοριστεί και οι κατασταλτικές τακτικές του κράτους. Με το πέρας τον εκλογών, φαίνεται να επέρχεται και μια αλλαγή σε αυτή τη συνθήκη, που οφείλεται στο ότι κράτος και εταιρεία επιχειρούν να «προλάβουν» την ανάκαμψη του κινήματος – που ήδη έχει αρχίσει να συμβαίνει, καταδεικνύοντας στην πράξη ότι ο αγώνας της Χαλκιδικής επιμένει στο χρόνο και δεν ανατίθεται σε θεσμικούς αντιπροσώπους, αλλά στηρίζεται στη δράση των ίδιων των αγωνιζόμενων. Έτσι, κράτος και εταιρεία, αναγνωρίζοντας την απειλή που μπορεί να αποτελέσει για την εξέλιξη του έργου η συστηματική παρουσία και αντίσταση στο βουνό, ειδικά σε μια περίοδο κατά την οποία η εταιρεία επιδιώκει να επιταχύνει τις διαδικασίες προς την κατασκευή του εργοστασίου, επιστρέφουν στις γνωστές τους κατασταλτικές μεθοδεύσεις, με σκοπό την τρομοκράτηση και ομηρία των ανθρώπων του κινήματος. Η ανησυχία τους βέβαια εντείνεται και από το γεγονός ότι το εκλογικό αποτέλεσμα στη Β.Α.Χαλκιδική έστειλε ένα ηχηρό μήνυμα όσον αφορά τη στάση των κατοίκων απέναντι στο υπό ανάπτυξη έργο, γεγονός που αφενός αναιρεί τους ισχυρισμούς της εταιρείας για το ότι οι τοπικές κοινωνίες επιθυμούν την ανάπτυξη μεταλλευτικών δραστηριοτήτων στην περιοχή και αφετέρου της στερεί την θεσμική στήριξη που είχε σε τοπικό επίπεδο (χάρη στον πρώην δήμαρχο Πάχτα).

Η απεγνωσμένη προσπάθεια κράτους και εταιρείας να διατηρήσουν την περιοχή υπό τον έλεγχό τους καταδεικνύεται όχι μόνο από το γεγονός ότι η διωκτική μηχανή τέθηκε εκ νέου σε λειτουργία, αλλά και από τις πρόσφατες επιθέσεις των εργαζόμενων/μισθοφόρων της εταιρείας σε αντιστεκόμενους κατοίκους: σπασμένα καταστήματα, καμένες αποθήκες, απειλές-προπηλακισμοί ανθρώπων που εναντιώνονται στην εξόρυξη. Πόσο τυχαίες ήταν άραγε οι προεκλογικές εξαγγελίες του απερχόμενου δημάρχου Πάχτα, που απειλούσε ότι αν το αποτέλεσμα δεν ήταν ευνοϊκό γι αυτόν – και κατ’ επέκταση για την εξέλιξη του έργου – οι εργαζόμενοι της εταιρείας δεν θα αποκλειόταν να «κάψουν χωριά»;

Η αντίσταση στην εξόρυξη χρυσού αποτελεί αντίσταση στη λεηλασία και την καταστροφή των κοινών φυσικών πόρων, όπως η γη, τα δάση, το νερό και ο αέρας, στο βωμό της ανάπτυξης και του κέρδους εγχώριων και πολυεθνικών εταιριών.Απέναντι σε ένα έργο που θα επιφέρει ανυπολόγιστες συνέπειες στην ισορροπία και την ίδια την ύπαρξη των τοπικών οικοσυστημάτων, ορισμένες από τις οποίες, πριν ακόμα ολοκληρωθεί η ανάπτυξη του έργου, έχουν ήδη αρχίσει να λαμβάνουν πραγματικές διαστάσεις, περιλαμβάνοντας σημαντικές περιβαλλοντικές καταστροφές και πλήττοντας τις τοπικές παραγωγικές δραστηριότητες. Αντίσταση στην υποβάθμιση των ζωών μας και του μέλλοντος των παιδιών μας. Μάλιστα, ο αγώνας αυτός συνιστά σημαντική απειλή για τα σχέδια της κυριαρχίας, δηλαδή για την κερδοφορία των εταιριών και το ρόλο του κράτους ως απόλυτο διαχειριστή της κοινωνικής ροής, καθώς δημιουργεί παρακαταθήκες για αγώνες ενάντια σε άλλα ανάλογα επενδυτικά σχέδια που περνούν πάνω από τις ζωές μας.

Η επίθεση κράτους και εταιρείας ενάντια σε οποιονδήποτε αγωνιζόμενο συνιστά επίθεση εναντίον όλων μας, μια επίθεση που τελικά στοχεύει στον ίδιο τον αγώνα. Συνεπώς, αν θέλουμε να μην υποκύψουμε στην προσπάθεια κράτους και εταιρειών να καταστείλουν και να ποινικοποιήσουν κάθε φωνή που αντιστέκεται, οφείλουμε όχι μόνο να συνεχίσουμε τον αγώνα ενάντια στην εξόρυξη χρυσού και να τον συνδέσουμε με άλλους συναφείς αγώνες, αλλά και να αντισταθούμε στην ανάπτυξη της βιομηχανίας διώξεων στην περιοχή. Οφείλουμε να υπερασπιστούμε τον αγώνα χωρίς να υιοθετούμε αμυντικές στάσεις διαπραγματευόμενοι τη νομιμότητα του με όρους αστικής δικαιοσύνης, γιατί γνωρίζουμε ότι είναι δίκαιος. Απέναντι στη «νόμιμη» βία της κυριαρχίας που απαιτεί από τους κοινωνικούς αγώνες πιστοποιητικά νομιμοφροσύνης και υπακοής, οφείλουμε να αντιτάξουμε την αδιαπραγμάτευτη αλληλεγγύη μας σε όσους υφίστανται ή θα υποστούν μελλοντικά τις συνέπειες της επιβολής κρατικής τρομοκρατίας στην περιοχή, σε όλους εκείνους που διώκονται γιατί μαζί με χιλιάδες άλλους υπερασπίστηκαν με αξιοπρέπεια τη γη και την ελευθερία τους.

Ο ΑΓΩΝΑΣ ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ

ΟΛΕΣ ΚΑΙ ΟΛΟΙ ΤΗ ΔΕΥΤΕΡΑ 16 ΚΑΙ ΤΗΝ ΤΡΙΤΗ 17 ΙΟΥΝΙΟΥ ΣΤΑ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΑ ΠΟΛΥΓΥΡΟΥ

Επιτροπή αλληλεγγύης στους διωκόμενους του αγώνα ενάντια στην εξόρυξη χρυσού

 

Η επιτροπή αλληλεγγύης στους διωκόμενους του αγώνα ενάντια στην εξόρυξη χρυσού συγκροτήθηκε το καλοκαίρι του 2013 από άτομα με διαφορετικές οπτικές και αφετηρίες, αλλά με κοινό τόπο ότι η διαδικασία του αγώνα ενάντια στην εξόρυξη χρυσού, αλλά και της υπεράσπισης των διωκόμενων δεν μπορεί παρά να είναι κινηματική, δηλαδή σε ευθεία αντιπαράθεση με την επένδυση και αυτούς που την υποστηρίζουν, με διαδικασίες στις οποίες συμμετέχουν ισότιμα όλοι οι αγωνιζόμενοι, με ανοιχτές και αμεσοδημοκρατικές διαδικασίες και έξω από μικροπολιτικές σκοπιμότητες. Στο πλαίσιο αυτό θεωρούμε ότι η υπεράσπιση των διωκόμενων δεν μπορεί να επαφίεται στη νομική διαχείριση με γνώμονα την εμπιστοσύνη στην αστική δικαιοσύνη, αλλά θα πρέπει να βασίζεται στο ίδιο το κίνημα, τις αντιστάσεις του και την πίεση που μπορεί να ασκήσει μέσω της αλληλεγγύης που εκδηλώνει.