Εισήγηση για την εκδήλωση σχετικά με την κινηματική στήριξη των διωκόμενων του αγώνα ενάντια στην εξόρυξη χρυσού (Ροτόντα, 22/6/14)

Εισήγηση της επιτροπής αλληλεγγύης στους διωκόμενους του αγώνα ενάντια στην εξόρυξη χρυσού για την εκδήλωση σχετικά με την κινηματική στήριξη των διωκόμενων του αγώνα ενάντια στην εξόρυξη χρυσού (Ροτόντα, 22/6/14). Μπορείτε να την κατεβάσετε σε μορφή pdf από εδώ.


Μετά την καταστροφή του εργοταξίου της Ελληνικός Χρυσός – EldoradoGold στις Σκουριές της Β.Α.Χαλκιδικής το Φεβρουάριο του ’13, η περιοχή αποτέλεσε πεδίο δοκιμών αναβαθμισμένων κατασταλτικών πρακτικών που απέβλεπαν στην τρομοκράτηση των αντιστεκόμενων: πρωτοφανή μεγέθη δυνάμεων καταστολής μέσα στα χωριά, 100άδες πολύωρες προσαγωγές διαδηλωτών χωρίς την παρουσία δικηγόρων, βίαιες εισβολές σε σπίτια, λήψη DNA ακόμα και δια της βίας από 100άδες αγωνιζόμενους χωρίς να έχουν καν απαγγελθεί κατηγορίες με σκοπό τη διατήρηση τράπεζας DNA. Το κράτος έχει επιχειρήσει κάθε δυνατό τρόπο, προκειμένου να στοχοποιήσει το κοινωνικό κίνημα ενάντια στα μεταλλεία, ώστε να προστατεύσει την εξέλιξη του έργου και να εμποδίσει την εξάπλωση του αγώνα πέρα από τα γεωγραφικά όρια της Χαλκιδικής. Έτσι, ήδη από το Μάρτιο του ’12 με τη βίαιη εισβολή της εταιρείας στο βουνό – που σήμανε και την έναρξη των εργασιών της, έχει επιβάλει στην περιοχή μια κατάσταση εξαίρεσης που ορίζει την υλοποίηση του έργου ως μονόδρομο, με πρόσχημα την εθνική σωτηρία. Στο πλαίσιο αυτό, προκειμένου να επιδείξει αποτελεσματικότητα στην πάταξη αυτού που ορίζει ως «ανομία», έχει εγκαθιδρύσει μια βιομηχανία διώξεων στην περιοχή, σχηματίζοντας δικογραφίες χιλιάδων σελίδων με κατηγορητήρια που σε αρκετές περιπτώσεις αφορούν σε βαριά κακουργήματα και επιχειρώντας να κατασκευάσει σενάρια για υποτιθέμενες εγκληματικές οργανώσεις που δρουν στην περιοχή εμποδίζοντας την ανάπτυξη της χώρας.

Συνολικά, από το Μάρτιο του ‘12 μέχρι σήμερα, έχουν συνταχθεί 23 δικογραφίες, στις οποίες 320 άτομα κατηγορούνται ή φέρονται ως ύποπτοι, πολλά από τα οποία για βαριά κακουργήματα και σύσταση εγκληματικής οργάνωσης. Συγκεκριμένα, πρόκειται για 51 άτομα που στοχοποιούνται στο πλαίσιο των δύο μεγάλων δικογραφιών – 22 στη δικογραφία του εμπρησμού του εργοταξίου και 29 στη δικογραφία που αφορά ενέργειες που έλαβαν χώρα κατά την κινητοποίηση στο Λάκκο Καρατζά, το Μάιο του ‘13 (όπου η εταιρεία σκοπεύει να κατασκευάσει φράγμα εναπόθεσης τελμάτων) και στην περιοχή της Ιερισσού (από τις αρχές Μαΐου μέχρι και τις 25 Αυγούστου ‘13). Όσον αφορά τη δικογραφία Καρατζά, σχηματίστηκε με κύρια αφορμή κινητοποίηση στο βουνό, όπου πραγματοποιήθηκε συμπλοκή που ξεκίνησε όταν μονάδες ΜΑΤ άρχισαν να κινούνται μέσα στο βουνό για να πλαγιοκοπήσουν τους διαδηλωτές που ήταν συγκεντρωμένοι στην τοποθεσία για να σταματήσουν τις εργασίας της εταιρείας. Οι διωκτικές αρχές ισχυρίστηκαν ότι 4 αστυνομικοί δέχτηκαν πυροβολισμούς από κυνηγετικό όπλο. Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι η δικογραφία αυτή είναι η πρώτη στον αγώνα της Χαλκιδικής, η οποία στηρίχθηκε κατά κύριο λόγο σε συνομιλίες των εμπλεκόμενων προσώπων που καταγράφηκαν ύστερα από άρση του τηλεφωνικού τους απορρήτου, ποινικοποιώντας το όποιο περιεχόμενό τους.

Από τα άτομα που φέρονται ως ύποπτοι στο πλαίσιο των δικογραφιών του αγώνα, έχουν ασκηθεί διώξεις σε 43 άτομα από 4 δικογραφίες, από τα οποία έχουν δικαστεί μόνο τα 21: 3 άτομα που συνελήφθησαν στις 12 Μαΐου ‘13 (σε κινητοποίηση γυναικών την ίδια μέρα με την κινητοποίηση στον Καρατζά), 4 άτομα που συνελήφθησαν στην πορεία στο βουνό στις 9 Σεπτέμβρη ’12, καθώς και 14 άτομα που συνελήφθησαν σε αντίστοιχη διαδήλωση τον Οκτώβρη του ’12. Από τα άτομα αυτά, τα περισσότερα αθωώθηκαν, ενώ στους υπόλοιπους επιβλήθηκαν ολιγόμηνες ποινές με 3ετή αναστολή. Οι υπόλοιποι 22 στους οποίους έχουν ασκηθεί διώξεις σχετίζονται με την υπόθεση του εμπρησμού του εργοταξίου. Από αυτούς, οι 4 υπέστησαν πολύμηνη προφυλάκιση. Συγκεκριμένα, οι 2 πρώτοι προφυλακίστηκαν περίπου δύο μήνες μετά τον εμπρησμό (στις 14 Απριλίου ‘13), ύστερα από βίαιη έφοδο οπλισμένων κουκουλοφόρων της αντιτρομοκρατικής στα σπίτια τους, μπροστά στα μάτια των ανήλικων παιδιών τους, με σκοπό τη σύλληψή τους. Παρέμειναν σε προφυλάκιση για 6 μήνες (μέχρι τον Οκτώβριο του ‘13). Οι επόμενοι 3, ενάμιση μήνα αργότερα (7 Μαΐου ‘13), αφού απολογήθηκαν ενώπιων του ανακριτή, αφέθηκαν ελεύθεροι, με περιοριστικούς όρους, ενώ τους επιβλήθηκαν χρηματικές εγγυήσεις. Οι 2 τελευταίοι κρίθηκαν επίσης προφυλακιστέοι λίγους μήνες μετά (10 Ιουλίου ‘13) και αποφυλακίστηκαν το  Νοέμβριο του ‘13.

Στις 7 Μαρτίου ‘14, 23 από τους 29 ύποπτους της δικογραφίας του Καρατζά – κάτοικοι Χαλκιδικής και Θεσσαλονίκης – κλήθηκαν βάσει ανακριτικής διάταξης να προσέλθουν για λήψη γενετικού υλικού, προκειμένου να συγκριθεί το DNA τους με αυτό που βρέθηκε στην υπόθεση του εμπρησμού του εργοταξίου. Οι μεθοδεύσεις αυτές κατέληξαν στη γνωστοποίηση σε ένα εκ των 23 ατόμων της ταυτοποίησης του δείγματός του με γενετικό υλικό από την υπόθεση του εμπρησμού του εργοταξίου. Μάλιστα, η ταυτοποίηση τού γνωστοποιήθηκε πολύ αργότερα από το χρονικό όριο – μετά τη λήψη – που προσδιορίζεται από το νόμο και μάλιστα λίγο πριν την διεξαγωγή των εκλογών, στις αρχές του Μαΐου. Συνεπώς, στα 20 άτομα που συσχετίζονταν μέχρι τώρα από τις διωκτικές αρχές με την υπόθεση του εργοταξίου προστέθηκε ένα ακόμη. Τα 15 πλέον συνολικά άτομα που φέρονται ως ύποπτοι για τη συγκεκριμένη υπόθεση (καθώς στους 14 προστέθηκε ακόμη ένα άτομο, λόγω του ότι κρίθηκαν ύποπτες οι αναρτήσεις του στο διαδίκτυο) και των οποίων η ανάκριση εκκρεμούσε, κλήθηκαν για να απολογηθούν την Παρασκευή 6 Ιουνίου ‘14 ενώπιων της ανακρίτριας Πολυγύρου, όπου και πήραν προθεσμία για τις 16 και 17 Ιουνίου. Με σύμφωνη γνώμη ανακριτή και εισαγγελέα και οι 15 αφέθηκαν ελεύθεροι χωρίς εγγυήσεις, με τη διάκριση ότι για όλους εκτός από έναν ορίστηκαν περιοριστικοί όροι μη εξόδου από τη χώρα, ενώ επιπλέον, στους 9 επιβλήθηκε παρουσία μια φορά το μήνα στο αστυνομικό τμήμα της περιοχής τους.

Τέλος, το πιο πρόσφατο στιγμιότυπο των διωκτικών χειρισμών του κράτους αφορά στη δικογραφία του Καρατζά, οι ύποπτοι της οποίας καλούνται σταδιακά στο παρόν προκειμένου να απολογηθούν ενώπιων του ανακριτή. Οι πρώτες κλήσεις ορίζουν ανακριτική διαδικασία για τις 25 και 26 Ιουνίου, οπότε και θα ζητηθεί προθεσμία.

Παρατηρούμε λοιπόν ότι μετά από ένα μεγάλο διάστημα αδράνειας των ανακριτικών διαδικασιών, το κράτος επιχείρησε πριν περίπου 3 μήνες να προχωρήσει σε μια νέα αναβάθμιση της καταστολής των αγωνιζόμενων, που επιδιώκει να ολοκληρώσει «όσα άφησε σε εκκρεμότητα» και μάλιστα με απαρχή μια από τις σημαντικότερες δικογραφίες του αγώνα, αυτή του εμπρησμού του εργοταξίου, της ενέργειας δηλαδή που κατέστησε γνωστό τον αγώνα σε διεθνές επίπεδο. Η χρονική στιγμή κατά την οποία συμβαίνει αυτό δεν είναι διόλου τυχαία: τον τελευταίο καιρό, το κίνημα ενάντια στα μεταλλεία βρισκόταν σε ύφεση, λόγω της εστίασης της προσοχής των κατοίκων στις κρίσιμες για τον τόπο αυτοδιοικητικές εκλογές. Καθόλη τη διάρκεια αυτού του διαστήματος, είχαν αντίστοιχα περιοριστεί και οι κατασταλτικές τακτικές του κράτους. Με το πέρας τον εκλογών, φαίνεται να επέρχεται και μια αλλαγή σε αυτή τη συνθήκη, που οφείλεται στο ότι κράτος και εταιρεία επιχειρούν να «προλάβουν» την ανάκαμψη του κινήματος, αναγνωρίζοντας την απειλή που μπορεί να αποτελέσει για την εξέλιξη του έργου η συστηματική παρουσία και αντίσταση στο βουνό, ειδικά σε μια περίοδο κατά την οποία επιδιώκεται η επιτάχυνση των διαδικασιών προς την κατασκευή του εργοστασίου.

Η ανησυχία τους βέβαια εντείνεται και από το γεγονός ότι το εκλογικό αποτέλεσμα στη Β.Α.Χαλκιδική έστειλε ένα ηχηρό μήνυμα όσον αφορά τη στάση των κατοίκων απέναντι στο υπό ανάπτυξη έργο, γεγονός που αφενός αναιρεί τους ισχυρισμούς της εταιρείας για το ότι οι τοπικές κοινωνίες επιθυμούν την ανάπτυξη μεταλλευτικών δραστηριοτήτων στην περιοχή και αφετέρου της στερεί την θεσμική στήριξη που είχε σε τοπικό επίπεδο (χάρη στον πρώην δήμαρχο Πάχτα).

Η απεγνωσμένη προσπάθεια κράτους και εταιρείας να διατηρήσουν την περιοχή υπό τον έλεγχό τους καταδεικνύεται όχι μόνο από το γεγονός ότι η διωκτική μηχανή τέθηκε εκ νέου σε λειτουργία, αλλά και από τις πρόσφατες επιθέσεις των εργαζόμενων/μισθοφόρων της εταιρείας σε αντιστεκόμενους κατοίκους: σπασμένα καταστήματα, καμένες αποθήκες, απειλές και προπηλακισμοί ανθρώπων που εναντιώνονται στην εξόρυξη. Πόσο τυχαίες ήταν άραγε οι προεκλογικές εξαγγελίες του απερχόμενου δημάρχου Πάχτα, που απειλούσε ότι αν το αποτέλεσμα δεν ήταν ευνοϊκό γι αυτόν – και κατ’ επέκταση για την εξέλιξη του έργου – οι εργαζόμενοι της εταιρείας δεν θα αποκλειόταν να «κάψουν χωριά»;

Στο ίδιο πλαίσιο της αναβάθμισης της καταστολής με σκοπό την τρομοκράτηση του κινήματος μέσω της εγκληματικοποίησης των αγωνιστών του, εντάσσεται και η απόπειρα καλύτερης θεμελίωσης της ρητορικής της κυριαρχίας περί της ύπαρξης και δράσης εγκληματικής οργάνωσης στη Χαλκιδική, η οποία  – μεταξύ άλλων μεθοδεύσεων – επιχειρείται μέσω της σύνδεσης δικογραφιών. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η απόπειρα σύνδεσης των δύο μεγάλων δικογραφιών που περιλαμβάνουν  την κατηγορία της σύστασης εγκληματικής οργάνωσης – αυτής του εμπρησμού του εργοταξίου και αυτής του Καρατζά  – η οποία επιχειρήθηκε μέσω της κλήσης των 23 υπόπτων του Καρατζά για λήψη γενετικού υλικού για την υπόθεση του εργοταξίου. Το επιχείρημα της σύνδεσης αυτής – όπως αναφέρεται στην ανακριτική διάταξη – είναι ότι «σε αμφότερες τις δικογραφίες υφίστανται κοινοί κατηγορούμενοι και πράξεις που βάλουν στη ματαίωση ή αναστολή οποιασδήποτε μεταλλευτικής δραστηριότητας».

Μπορεί οι δύο δικογραφίες που περιλαμβάνουν κατηγορίες περί εγκληματικής οργάνωσης, του Φεβρουαρίου και του Καρατζά, να οδεύουν προς κλείσιμο (μετά το πέρας των ανακρίσεων), αλλά – πέρα από το ότι διατηρούνται σε καθεστώς ομηρίας οι διωκόμενοι με περιοριστικός όρους μέχρι τη διεξαγωγή της δίκης τους – δεν αποκλείεται μελλοντικά να επανέλθουν στο προσκήνιο, μέσω του ορισμού ειδικού εφέτη ανακριτή. Με αυτόν τον τρόπο, όπως σε αντίστοιχες υποθέσεις, θα ασκήσουν εκ νέου διώξεις, προκειμένου να συνδέσουν όλες τις δικογραφίες υπό το πρίσμα της ύπαρξης και διαρκούς δράσης μιας ενιαίας εγκληματικής οργάνωσης, με τυχόν επιμέρους υποομάδες.

Τέλος, αξίζει να αναφέρουμε ότι το ευμενές αποτέλεσμα της ανάκρισης των 15 ατόμων της δικογραφίας του Φεβρουαρίου καταδεικνύει ότι το κράτος προσδιορίζει δυναμικά τη στάση του, ανάλογα με την εκάστοτε κατάσταση του κινήματος, με στόχο πάντα τον περιορισμό των αντιστάσεων/ κινητοποιήσεων, ο οποίος άλλοτε επιδιώκεται με την καταστολή των αντιστάσεων μέσω της τρομοκράτησης και άλλοτε με την αποφυγή της πρόκλησής τους. Έτσι, ενώ κατά το διάστημα μετά τον εμπρησμό του εργοταξίου το κράτος επέβαλε προφυλακίσεις και εγγυήσεις στους 7 διωκόμενους για το εργοτάξιο, στοχεύοντας στη φίμωση ενός τότε δυναμικού κινήματος, το οποίο ωστόσο δεν είχε την πολιτική εμπειρία να αντισταθεί στον τρόμο που του επιβαλλόταν, αντίθετα, στο παρόν, με το να μην επιβάλει ούτε καν εγγυήσεις, επιλέγει να μην προκαλέσει την αναζωπύρωση ενός κινήματος σε ύφεση, το οποίο θα ήταν ωστόσο πιο ώριμο για να απαντήσει κινηματικά στις επιθέσεις της κυριαρχίας. Την ίδια στιγμή, μέσω των περιοριστικών όρων διατηρεί υπό ομηρία ολοένα και περισσότερους αγωνιστές, επιχειρώντας έτσι να τους απομακρύνει από τον αγώνα.

Οι κατηγορούμενοι για τις υποθέσεις του αγώνα στους οποίους έχει αποδοθεί η κατηγορία της σύστασης και συμμετοχής σε εγκληματική οργάνωση είναι δυνητικά έγκλειστοι στις φυλακές υψίστης ασφαλείας που σχεδιάζονται με το νομοσχέδιο που δόθηκε στη δημοσιότητα από το υπουργείο δικαιοσύνης στα μέσα Μαρτίου, βάσει του οποίου οι φυλακές ή τμήματα φυλακών (κελιά) τύπου Γ, θα φυλάσσουν κυρίως κρατούμενους για εγκλήματα που περιλαμβάνονται στον 187 και 187Α περί εγκληματικών και τρομοκρατικών οργανώσεων, καθώς και όσους θεωρούνται “απείθαρχοι” κρατούμενοι, με το επιχείρημα  ότι με τη “στάση” τους διαταράσσουν ή δημιουργούν προβλήματα στην καθημερινότητα της φυλακής.

Στις φυλακές αυτές, οι φύλακες δεν θα είναι σωφρονιστικοί υπάλληλοι αλλά πάνοπλοι αστυνομικοί, με την ευχέρεια μάλιστα να χρησιμοποιούν τα όπλα τους «κατά βούληση». Τα κεκτημένα των κρατούντων που εδραιώθηκαν μετά από χρόνια αγώνων, θα καταπατούνται σχεδόν εξ ολοκλήρου, καθώς δεν προβλέπονται καθόλου άδειες ή μεροκάματα και η επικοινωνία (τηλέφωνα, γράμματα, επισκεπτήριο) θα είναι εξαιρετικά  περιορισμένη. Ο προαυλισμός των κρατουμένων θα γίνεται κατά το δοκούν των ανθρωποφυλάκων και κάμερες θα είναι τοποθετημένες έτσι ώστε ο χώρος να ελέγχεται πανοραμικά. Επίσης στα πλαίσια του νέου νόμου θα είναι δυνατή η φύλαξη γενετικού υλικού (DNA) υπόπτων, για πολλά χρόνια. Τέλος, στο πλαίσιο αυτού του νέου νόμου, ποινικοί κρατούμενοι (όλοι όσοι δεν διώκονται για υποθέσεις τρομοκρατίας) θα μπορούν να καταθέσουν εις βάρος κρατουμένων των κελιών τύπου Γ με αντάλλαγμα μείωση της ποινής τους ή αποφυλάκιση.

Η εκδικητική ομηρία που επιβάλλεται από τις φυλακές αυτού του τύπου αποδυναμώνει τον κρατούμενο, καθώς τον απομονώνει από το οικογενειακό και κοινωνικό του περιβάλλον αλλά και από το ευρύτερο περιβάλλον της μικροκοινωνίας των φυλακών. Επιπλέον, μέσω της διάταξης περί κατάδοσης μεταξύ κρατούμενων, θεσμοθετείται και ο χαφιεδισμός και επιχειρείται έτσι η επικράτηση του ατομικισμού εντός της φυλακής και η καταστολή των διεκδικήσεων που μέχρι πρότινος ποινικοί και πολιτικοί κρατούμενοι επιχειρούσαν από κοινού.

Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι το κράτος μέσω της νέας αυτής απειλής του για ακραίους και απάνθρωπους εγκλεισμούς επιδιώκει την τρομοκράτηση όλων εκείνων οι οποίοι αντιστέκονται στην κρατική επιβολή που διαβλέπει στην προάσπιση των εγχώριων αλλά και παγκόσμιων συμφερόντων του κεφαλαίου. Στο πλαίσιο αυτό, η αντίσταση στο νέο αυτό νομοσχέδιο θα πρέπει να αποτελέσει τμήμα του αγώνα για την υπεράσπιση των διωκόμενων του αγώνα ενάντια στα μεταλλεία χρυσού.

Σχετικά με την κινηματική αντιμετώπιση των διώξεων

Στο πλαίσιο μιας τέτοιας επίθεσης από τη μεριά της κυριαρχίας, η διαδικασία του αγώνα ενάντια στην εξόρυξη χρυσού, αλλά και της υπεράσπισης των διωκόμενων δεν μπορεί παρά να είναι κινηματική, δηλαδή σε ευθεία αντιπαράθεση με την επένδυση και αυτούς που την υποστηρίζουν, με διαδικασίες στις οποίες συμμετέχουν ισότιμα όλοι οι αγωνιζόμενοι, με ανοιχτές και αμεσοδημοκρατικές διαδικασίες και έξω από μικροπολιτικές σκοπιμότητες και ιδεολογικές περιφράξεις. Με αυτόν τον κοινό τόπο, αλλά και θέτοντας ως βασική προϋπόθεση την εγκαθίδρυση μιας μόνιμης κινηματικής αμφίδρομης επικοινωνίας μεταξύ των αγωνιζόμενων σε Χαλκιδική και Θεσσαλονίκη συγκροτήθηκε το καλοκαίρι του 2013 η επιτροπή αλληλεγγύης στους διωκόμενους του αγώνα ενάντια στην εξόρυξη χρυσού από άτομα με διαφορετικές οπτικές και αφετηρίες.

Η επιτροπή αλληλεγγύης σκόπευε να αποτελέσει όχι απλά μια συνέλευση αλληλεγγύης η οποία θα συσπείρωνε κόσμο (κυρίως άτομα που δραστηριοποιούνται ενάντια στην εξόρυξη χρυσού στη Χαλκιδική) μόνο σε στιγμιότυπα κορύφωσης της κρατικής καταστολής (όπως προφυλακίσεις), αλλά μια οργανωτική δομή που θα συντελούσε στη συγκρότηση αντανακλαστικών και στρατηγικών για μια συνολικότερη αντιμετώπιση των διώξεων και των επιμέρους παραμέτρων που σχετίζονται με αυτές (όπως πχ η χρήση του DNA ως αποδεικτικού στοιχείου ενοχής και η κατηγορία της σύστασης εγκληματικής οργάνωσης). Ωστόσο, παρά το γεγονός ότι οι διώξεις αφορούν ένα πολύ μεγάλο αριθμό ανθρώπων από τη Χαλκιδική και τη Θεσσαλονίκη, δυστυχώς, οι αρχικοί της στόχοι επιτεύχθηκαν σε μικρό βαθμό, κυρίως λόγω της μη σταθερής συμμετοχής επαρκούς πλήθους ατόμων (γεγονός το οποίο θα προσπαθήσουμε να εξηγήσουμε και παρακάτω μέσα από μια κριτική και αυτοκριτική του ευρύτερου κινήματος ενάντια στην εξόρυξη χρυσού, τόσο στη Χαλκιδική, όσο και στη Θεσ/νίκη).

Κοινή μας πεποίθηση είναι ότι κανένας αγώνας δεν μπορεί να προχωρήσει και να τελεσφορήσει νικηφόρα αν αφήνει πίσω του απώλειες, δηλαδή ανθρώπους στην τύχη τους και ομήρους στις ορέξεις του κράτους. Άλλωστε, σε μια κοινωνία που αντιλαμβάνεται τον εαυτό της ως σύνολο αυτονομημένων ατόμων με συμπτωματικά κοινά συμφέροντα, είναι αναμενόμενο η καταστολή να φοβίζει το άτομο, καθώς νιώθει αδύναμο να αντιμετωπίσει μόνο του τους ισχυρούς μηχανισμούς της εξουσίας και ό,τι αυτοί συνεπάγονται. Ως μόνο δρόμο για το σπάσιμο του φόβου αυτού που συνθλίβει το άτομο, αναγνωρίζουμε την αλληλεγγύη, όχι ως αφηρημένη έννοια αλλά ως συγκεκριμένη πρακτική που επαναπροσδιορίζει την κοινωνία και τις σχέσεις που τη διέπουν και αποτελεί την προϋπόθεση για τη συγκρότηση ισχυρών δομών αντίστασης απέναντι στην επίθεση της κυριαρχίας. Συγκεκριμένα στο παράδειγμα του αγώνα της Χαλκιδικής, η αλληλεγγύη εκφράζεται πολυεπίπεδα: αφενός με την αλληλοστήριξη μεταξύ των διωκόμενων – τόσο μέσω της συγκρότησης σχέσεων που συνιστούν μια συνθήκη αλληλεπίδρασης σε πολιτικό επίπεδο, όσο και σε ό,τι αφορά τους τρόπους αντιμετώπισης των διώξεων σε νομικό επίπεδο – και αφετέρου με την κινηματική στήριξη των διωκόμενων από το ευρύτερο κίνημα, που εκφράζεται – όπως θα αναλύσουμε παρακάτω – τόσο μέσω δράσεων αλληλεγγύης, όσο και μέσω της συνέχισης του ίδιου του αγώνα ενάντια στην εξόρυξη χρυσού.

Η πολιτική και οργανωμένη στάση των αγωνιζόμενων, είναι η μόνη ικανή συνθήκη για τη διασφάλιση της συνέχισης του αγώνα, από την οποία εξαρτάται πολυδιάστατα με τη σειρά της και η εξέλιξη των διώξεων. Αφενός από τη μεριά κράτους και εταιρείας, η βιομηχανία διώξεων που έχει αναπτυχθεί στην περιοχή συνιστά ένα εργαλείο εκβιασμού των αγωνιζόμενων, προκειμένου να περιορίζονται οι αντιστάσεις και να διασφαλίζεται η συνέχιση της ανάπτυξης του έργου. Έτσι, όπως αναφέρθηκε και προηγουμένως, η κατασταλτική επίθεση της κυριαρχίας ορίζεται δυναμικά ανάλογα με την κατάσταση στην οποία βρίσκεται το κίνημα: όσο οξύνεται ο αγώνας, τόσο οξύνεται και η εκδικητική στάση κράτους και εταιρείας, με σκοπό την κάμψη του. Από την άλλη μεριά, σε περιόδους ύφεσης του αγώνα, η κυριαρχία δείχνει να αναστέλλει τη διωκτική της πίεση, με σκοπό το να μην προκαλέσει την αναζωπύρωσή του. Από την αντίστροφη, όπως γίνεται κατανοητό, η ύπαρξη και συνέχιση του αγώνα αποτελεί το κύριο όπλο στα χέρια του κινήματος, όχι μόνο για την παύση του έργου, αλλά και για την ίδια την αντιμετώπιση των διώξεων, καθώς συνιστά μια μόνιμη απειλή για την κυριαρχία. Για το λόγο αυτό, η υπεράσπιση των διωκόμενων δεν αρκεί να στηρίζεται μόνο σε ένα κίνημα αλληλεγγύης, αλλά προϋποθέτει ταυτόχρονα και τη συνέχιση και όξυνση του ίδιου του αγώνα, δεδομένου ότι το μπλοκάρισμα του έργου αποτελεί το μόνο πραγματικό κόστος για την κυριαρχία.

Οι διωκόμενοι αποτελούν τμήμα του αγώνα ενάντια στην εξόρυξη χρυσού στη Χαλκιδική και ως τέτοιους καλούμαστε να τους υπερασπιστούμε, με πρακτικές που δεν υπονομεύουν ή καταστέλλουν τον αγώνα. Συνεπώς, η υπεράσπιση των διωκόμενων και του ίδιου του αγώνα με γνώμονα την αλληλεγγύη και τη συλλογική συνείδηση, δεν μπορεί να συμβαδίζει με αμυντικές στάσεις που διαπραγματεύονται τη νομιμότητά του με όρους αστικής δικαιοσύνης, αλλά πηγάζει από την πεποίθηση ότι ο αγώνας ενάντια σε μια επένδυση που θα καταστρέψει τα πάντα γύρω της είναι δίκαιος και αναγκαίος. Οι πρακτικές αντιβίας, συμπεριλαμβανομένης της συγκρουσιακής διάθεσης που εκφράζεται όποτε αυτό κρίνεται απαραίτητο για τη συνέχιση ή/και την όξυνση του αγώνα, παρότι μπορεί να αποτελούν βίαιες ενέργειες, ωστόσο νομιμοποιούνται κοινωνικά ως μορφές κοινωνικής αντίστασης, απορρέουν από τον ίδιο τον αγώνα και είναι αναγκαίες ως άμυνα απέναντι στη βία της εξουσίας. Στο πλαίσιο αυτό, η αλληλεγγύη μας προς τους διωκόμενους δεν εξαρτάται από το αν έχουν συμμορφωθεί με ειρηνικές πρακτικές, αλλά ορίζεται από την αναγνώριση ότι έχουν στοχοποιηθεί για την αντίστασή τους στην πραγματική τρομοκρατία, που δεν είναι άλλη από αυτή που επιβάλλεται από το κράτος και την εταιρεία.

Γνωρίζουμε βέβαια ότι ο αγώνας δεν πρόκειται να δικαιωθεί σε αίθουσες δικαστηρίων, αλλά μέσα από τη συνέχισή του και τη νίκη του, με την παύση του έργου και τον αποχαρακτηρισμό της περιοχής από μεταλλευτική. Έτσι, η νομική υπεράσπιση και η γενικότερη χρήση ένδικων μέσων είναι μεν απαραίτητη, αλλά θα πρέπει να ειδωθεί ως κομμάτι του πολιτικού αγώνα, με τα χαρακτηριστικά του οποίου θα πρέπει να συνάδει, χωρίς να εγείρει αντιφάσεις με αυτά και χωρίς να διεκδικεί την αποκλειστικότητα στην υπεράσπιση των διωκόμενων, ως ένα κριτήριο απονομής «δίκαιου» ή «άδικου». Με άλλα λόγια, η αντιμετώπιση των διώξεων δεν μπορεί να επαφίεται στη νομική διαχείριση με γνώμονα την εμπιστοσύνη στην αστική δικαιοσύνη (σε αξιόπιστους εφέτες, εισαγγελείς, δικαστές και ανακριτές) ή/και στην όποια θεσμική διαχείριση. Αντίθετα, θα πρέπει να βασίζεται στο ίδιο το κίνημα, τις αντιστάσεις του και την πίεση που μπορεί να ασκήσει – προς όλους τους φορείς θεσμικούς ή μη – μέσω της αλληλεγγύης που εκδηλώνει.

Επομένως, καταλαβαίνουμε ότι η πολιτική υπεράσπιση των διωκόμενων προϋποθέτει και μια μίνιμουμ πολιτική συμφωνία όσον αφορά τον τρόπο διαχείρισής της. Αντίστοιχα, και στο νομικό επίπεδο, είναι κρίσιμος ο ορισμός κοινών υπερασπιστικών γραμμών που θα αντλούν από το ίδιο το κίνημα, καθώς δικονομικές τακτικές που επιλέγονται χωρίς να λαμβάνεται υπόψη η συλλογική βούληση, είναι δυνατόν να καταστούν επικίνδυνες τόσο για τους διωκόμενους, όσο και για τον ίδιο τον αγώνα.

Κριτική του κινήματος ενάντια στην εξόρυξη χρυσού στη Χαλκιδική και τη Θεσ/νίκη

Στο σημείο αυτό θα πρέπει να επισημάνουμε ότι παρά το γεγονός ότι σε ένα μεγάλο βαθμό οι αποφάσεις για τον αγώνα λαμβάνονται μέσα από συλλογικές αμεσοδημοκρατικές διαδικασίες, διατηρείται ωστόσο η εμπιστοσύνη στη θεσμική διαχείριση, που εκφράζεται μέσω πρακτικών ανάθεσης: στη δικαιοσύνη, σε εκλεγμένους αντιπροσώπους, σε ηγετικούς ρόλους, σε ειδικούς και αυθεντίες. Τέτοιου τύπου αντιφάσεις εγείρονται και στον τρόπο αντιμετώπισης των διώξεων, που αφορούν τόσο στην εναπόθεση της αντιμετώπισής τους σε δικονομικούς χειρισμούς και την ταυτόχρονη παρεμπόδιση των κινηματικών διαδικασιών της αλληλεγγύης, όσο και στο διαχωρισμό και την αναζήτηση ατομικών λύσεων από κάποιους διωκόμενους σε επίπεδο νομικής υπεράσπισης (πχ δικηγόροι που δεν επικοινωνούν με το κίνημα, ή αντιφατικές με τον αγώνα υπερασπιστικές γραμμές). Πρακτικές δηλαδή που έρχονται σε αντίθεση με την αλληλεγγύη που χαρακτηρίζει τις κοινότητες αγώνα και οι οποίες θα μπορούσαν να αποβούν εις βάρος άλλων διωκόμενων (αντί να υπάρχει συνεργασία μεταξύ τους σε κοινό υπερασπιστικό πλαίσιο, το οποίο να συνάδει με τον αγώνα).

Μια ακόμα προβληματική στάση, η οποία λειαίνει το έδαφος για την καταδίκη ενός συνόλου πρακτικών στο πλαίσιο του πολύμορφου αγώνα ενάντια στα μεταλλεία και επιπλέον επιτρέπει να γίνεται λόγος για αποσπασματικούς ή ξενόφερτους αγώνες είναι ο διαχωρισμός πρακτικών σε ειρηνικές και βίαιες και κατά συνέπεια η διάκριση των διωκόμενων σε ειρηνικούς και βίαιους. Η λογική αυτή, χωρίς βέβαια να χαρακτηρίζει τη στάση του ευρύτερου κινήματος, έχει ωστόσο ενσωματωθεί περιστασιακά από επιμέρους συνιστώσες του, που σε κάποιες περιπτώσεις έχουν υποκύψει σε δηλώσεις νομιμοφροσύνης, υιοθετώντας – στη δημόσια έκφρασή τους – λόγο περί προβοκάτσιας και καταγγέλλοντας «κουκουλοφόρους που αμαύρωσαν τον αγώνα».

Τέλος, μια από τις κυριότερες προβληματικές που διακρίνουμε στον αγώνα της Χαλκιδικής είναι το γεγονός ότι η άνευ προηγουμένου τρομοκράτηση και καταστολή που έχει επιβληθεί, όχι μόνο δεν προκάλεσε ως απάντηση την όξυνση του αγώνα, αλλά είχε ως αποτέλεσμα την αποδυνάμωσή του, λόγω της επικράτησης του φόβου. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα της κινητοποίησης στο βουνό στις 21 Οκτώβρη ’12 που η άγρια καταστολή κατάφερε να εκφοβίσει μεγάλα τμήματα του κινήματος, με αποτέλεσμα να μην πραγματοποιηθεί έκτοτε άλλη τόσο μαζική πορεία στο βουνό. Ακόμα πιο αντιπροσωπευτικό παράδειγμα για τις συνέπειες της τρομοκράτησης που απορρέει από τον εκβιασμό που έχει ασκήσει η κυριαρχία στο κίνημα της Χαλκιδικής είναι το πάγωμα των κινηματικών διαδικασιών του αγώνα κατά τη διάρκεια των 4 προφυλακίσεων για την υπόθεση του εμπρησμού του εργοταξίου. Μια ενέργεια την οποία το κίνημα φάνηκε ότι δεν ήταν έτοιμο να υπερασπιστεί συλλογικά, δείχνοντας έμπρακτα την αλληλεγγύη του στους διωκόμενους και συνεχίζοντας τον αγώνα.

Από την άλλη μεριά, στη Θεσ/νίκη, οι κινητοποιήσεις ενάντια στην εξόρυξη χρυσού και η συσπείρωση του σχετικού κινήματος στην πόλη σταμάτησε από πολύ νωρίς, εν μέρει λόγω ενός συνολικού αφορισμού του αγώνα που υιοθετήθηκε από τμήμα του κινήματος και που σχετίζεται κύρια με τις προβληματικές που αναφέρθηκαν προηγουμένως. Άλλοι λόγοι για την αποστασιοποίηση μιας μερίδας κόσμου από τον εν λόγω αγώνα δεν αποκλείεται να ήταν για κάποιους η όξυνση της καταστολής στη Χαλκιδική και για άλλους η γενικότερη ύφεση του αγώνα. Αντίστοιχα, με εξαίρεση τα λίγα στιγμιότυπα μαζικών διαδηλώσεων, δεν υπήρξε στην πόλη συνέχεια κινητοποιήσεων ούτε στο πλαίσιο της αλληλεγγύης στους διωκόμενους, ώστε να κτιστεί σταδιακά ένα συγκροτημένο κίνημα αλληλεγγύης, αντί αυτή να εκφράζεται σε συγκεκριμένες μόνο κορυφώσεις της καταστολής, όπως πχ μετά από προφυλακίσεις.

Επιπλέον, πέρα από την έλλειψη δράσης στην πόλη της Θεσ/νίκης, μικρή και αποσπασματική έχει υπάρξει και η παρουσία και δράση αλληλέγγυων από τη Θεσ/νίκη στη Χαλκιδική. Η παρουσία αυτή έχει περιοριστεί σε πορείες, κυρίως κατά τη διάρκεια των πρώτων μηνών της τρέχουσας φάσης του αγώνα (από το Μάρτιο του ’12 και μετά) και μάλιστα – συχνά – με συγκεκριμένες προϋποθέσεις συμμετοχής, ανάλογα με τα χαρακτηριστικά των εν λόγω κινητοποιήσεων.

Σημαντικό έλλειμμα επίσης της Θεσ/νίκης στον αγώνα ήταν η έλλειψη διάχυσης πολιτικού λόγου που θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί μέσω της διενέργειας εκδηλώσεων στην περιοχή της Χαλκιδικής πάνω σε θεματικές που αφορούν στον αγώνα, αλλά και μέσω γενικότερων κοινωνικών ζυμώσεων και συμμετοχών σε συλλογικές διαδικασίες.

Ως κύριους λόγους για την απουσία της Θεσ/νίκης από τον αγώνα της Χαλκιδικής αναγνωρίζουμε αφενός την έλλειψη ουσιαστικής σχέσης με την εκεί πραγματικότητα και την εξέλιξη αυτής και αφετέρου το γεγονός ότι δεν αναγνωρίστηκε η μεγάλη σημασία του εν λόγω αγώνα για την εξέλιξη άλλων αγώνων.

Το πρώτο σημείο αναφέρεται στην έλλειψη μιας συνεχούς παρακολούθησης του αγώνα από τα μέσα και βάσει διαφορετικών συνιστωσών του, με αποτέλεσμα να δημιουργούνται μερικές κατανοήσεις – πολλές φορές μέσω μονομερών μεταφορών – χωρίς να γίνονται γνωστές οι διαφορετικές εκφάνσεις του αγώνα. Ο μόνος τρόπος για να αρθεί μια τέτοια συνθήκη, θα ήταν η εγκαθίδρυση μιας μόνιμης κινηματικής επικοινωνίας μεταξύ των κατοίκων στη Χαλκιδική και των αλληλέγγυων στη Θεσσαλονίκη, γεγονός που δεν φαίνεται να αποτέλεσε τμήμα των στοχεύσεων του κινήματος της Θεσ/νίκης.

Σε ό,τι αφορά το δεύτερο σημείο, η Θεσ/νίκη δείχνει να μην απέδωσε ιδιαίτερη βαρύτητα στο γεγονός ότι ο αγώνας της Χαλκιδικής αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα όσων συμβαίνουν στο παρόν στην ελληνική πραγματικότητα, καθώς η βία που έχει υποστεί εντάσσεται σε μια συνθήκη γενικευμένης αναβάθμισής της βίας της κυριαρχίας που ασκείται από τη μια απέναντι στους κοινωνικούς αγώνες και από την άλλη απέναντι σε όλο το φάσμα της ζωής μας. Μάλιστα έχει αποτελέσει δοκιμαστικό πεδίο κατασταλτικών πρακτικών και μιας γενικευμένης κατάστασης εξαίρεσης, που προορίζονται για να εφαρμοστούν στη συνέχεια σε ευρύτερο επίπεδο, απειλώντας ευθέως τις ελευθερίες του συνόλου της κοινωνίας. Επιπλέον, το ζήτημα της προσπάθειας ανάπτυξης μεταλλευτικών δραστηριοτήτων στη Χαλκιδική συνιστά μια πιο εμφανή εικόνα των δραστικών επεμβάσεων που επιχειρούνται τα τελευταία χρόνια ενάντια σε περιοχές και πληθυσμούς, μέσω της περίφραξης και ευρείας καταστροφής κοινών φυσικών πόρων στο όνομα της ανάπτυξης. Γι αυτό και η κυριαρχία έχει χρησιμοποιήσει κάθε μέσο προκειμένου να εμποδίσει την εξάπλωση του αγώνα πέρα από τα γεωγραφικά όρια της Χαλκιδικής, και να αποτρέψει έτσι μια αντίστοιχη εξέλιξη σε άλλα ανάλογα επενδυτικά σχέδια.

Επιτροπή αλληλεγγύης στους διωκόμενους του αγώνα ενάντια στην εξόρυξη χρυσού

Σχετικά με τις νέες κλήσεις 15 κατοίκων της Β.Α.Χαλκιδικής σε ανακριτή για την υπόθεση των Σκουριών

πρωτοφανή μεγέθη δυνάμεων καταστολής μέσα στα χωριά / σοβαροί τραυματισμοί από την άσκηση «νόμιμης» βίας με μανιώδεις ρίψεις δακρυγόνων σε ευθεία βολή / 100άδες πολύωρες προσαγωγές διαδηλωτών χωρίς την παρουσία δικηγόρων / βίαιες εισβολές σε σπίτια / παρακολούθηση και ποινικοποίηση τηλεφωνικών συνδιαλέξεων / λήψη DNA ακόμα και δια της βίας από 100άδες αγωνιζόμενους χωρίς να έχουν καν απαγγελθεί κατηγορίες / 4 προφυλακίσεις / ποινικοποίηση συλλογικών συναντήσεων-κινητοποιήσεων / στοχοποίηση 49 αγωνιστών ως εγκληματική οργάνωση / 22 δικογραφίες – 320 διώξεις / διατήρηση τράπεζας DNA

Μετά την καταστροφή του εργοταξίου της Ελληνικός Χρυσός – EldoradoGold στις Σκουριές της Β.Α.Χαλκιδικής το Φεβρουάριο του ’13, η περιοχή αποτέλεσε πεδίο δοκιμών αναβαθμισμένων κατασταλτικών πρακτικών που απέβλεπαν στην τρομοκράτηση των αντιστεκόμενων. Το κράτος έχει επιχειρήσει κάθε δυνατό τρόπο, προκειμένου να στοχοποιήσει το κοινωνικό κίνημα ενάντια στα μεταλλεία, ώστε να προστατεύσει την εξέλιξη του έργου και να εμποδίσει την εξάπλωση του αγώνα πέρα από τα γεωγραφικά όρια της Χαλκιδικής. Έτσι, ήδη από το Μάρτιο του ’12 με τη βίαιη εισβολή της εταιρείας στο βουνό – που σήμανε και την έναρξη των εργασιών της, έχει επιβάλει στην περιοχή μια κατάσταση εξαίρεσης που ορίζει την υλοποίηση του έργου ως μονόδρομο, με πρόσχημα την εθνική σωτηρία. Στο πλαίσιο αυτό, προκειμένου να επιδείξει αποτελεσματικότητα στην πάταξη αυτού που ορίζει ως «ανομία», έχει εγκαθιδρύσει μια βιομηχανία διώξεων στην περιοχή, σχηματίζοντας δικογραφίες χιλιάδων σελίδων με κατηγορητήρια που σε αρκετές περιπτώσεις αφορούν σε βαριά κακουργήματα και επιχειρώντας να κατασκευάσει σενάρια για υποτιθέμενες εγκληματικές οργανώσεις που δρουν στην περιοχή εμποδίζοντας την ανάπτυξη της χώρας.

Από τα άτομα που φέρονται ως ύποπτοι στο πλαίσιο των δικογραφιών που περιλαμβάνουν βαριά κακουργήματα, διώξεις έχουν ασκηθεί μέχρι και σήμερα μόνο στους 7 από τους 22 της υπόθεσης του εμπρησμού του εργοταξίου. Μάλιστα, οι 4 από αυτούς υπέστησαν πολύμηνη προφυλάκιση. Συγκεκριμένα, οι 2 πρώτοι προφυλακίστηκαν περίπου δύο μήνες μετά τον εμπρησμό (στις 14 Απριλίου ‘13), ύστερα από βίαιη έφοδο οπλισμένων κουκουλοφόρων της αντιτρομοκρατικής στα σπίτια τους, μπροστά στα μάτια των ανήλικων παιδιών τους, με σκοπό τη σύλληψή τους. Παρέμειναν σε προφυλάκιση για 6 μήνες (μέχρι τον Οκτώβριο του ‘13). Οι επόμενοι 3, ενάμιση μήνα αργότερα (7 Μαΐου ‘13), αφού απολογήθηκαν ενώπιων του ανακριτή, αφέθηκαν ελεύθεροι, με περιοριστικούς όρους, ενώ τους επιβλήθηκαν χρηματικές εγγυήσεις. Οι 2 τελευταίοι κρίθηκαν επίσης προφυλακιστέοι λίγους μήνες μετά (10 Ιουλίου ‘13) και αποφυλακίστηκαν το Νοέμβριο του ‘13.

Μετά από ένα μεγάλο διάστημα αδράνειας των ανακριτικών διαδικασιών, το κράτος επιχείρησε πριν περίπου 3 μήνες να προχωρήσει σε μια νέα αναβάθμιση της τρομοκράτησης και ομηρίας των αγωνιζόμενων. Στις 7 Μαρτίου ‘14, 23 από τους 29 υπόπτους για ενέργειες που έλαβαν χώρα κατά την κινητοποίηση στο Λάκκο Καρατζά (το Μάιο του ‘13) και στην περιοχή της Ιερισσού (από τις αρχές Μαΐου μέχρι και τις 25 Αυγούστου ‘13) – κάτοικοι Χαλκιδικής και Θεσσαλονίκης – κλήθηκαν βάσει ανακριτικής διάταξης να προσέλθουν για λήψη γενετικού υλικού, προκειμένου να συγκριθεί το DNA τους με αυτό που βρέθηκε στην υπόθεση του εμπρησμού του εργοταξίου.

Είναι φανερό ότι αυτή η κλήση αγωνιζόμενων για γενετικό υλικό, πέρα από το ότι επιδιώκει να συμβάλει στην εξέλιξη της τράπεζας γενετικού υλικού που έχει ήδη δημιουργηθεί στην περιοχή, αποβλέπει, επιπλέον στη σύνδεση των δύο συγκεκριμένων δικογραφιών που περιλαμβάνουν κατηγορίες περί σύστασης εγκληματικής οργάνωσης. Ο απώτερος σκοπός της ενέργειας αυτής δεν είναι άλλος από την καλύτερη θεμελίωση της ρητορικής της κυριαρχίας περί της ύπαρξης και δράσης εγκληματικής οργάνωσης στη Χαλκιδική, δεδομένου ότι – όπως αναφέρεται στην ανακριτική διάταξη – «σε αμφότερες τις δικογραφίες υφίστανται κοινοί κατηγορούμενοι και πράξεις που βάλουν στη ματαίωση ή αναστολή οποιασδήποτε μεταλλευτικής δραστηριότητας». Βέβαια, ο σκοπός αυτός της σύνδεσης των δικογραφιών δεν θα μπορούσε να επιτευχθεί χωρίς να βρεθούν εξιλαστήρια θύματα. Έτσι, όπως ήταν αναμενόμενο, οι μεθοδεύσεις αυτές κατέληξαν στη γνωστοποίηση σε ένα εκ των 23 ατόμων της ταυτοποίησης του δείγματός του με γενετικό υλικό από την υπόθεση του εμπρησμού του εργοταξίου. Μάλιστα, η ταυτοποίηση τού γνωστοποιήθηκε πολύ αργότερα από το χρονικό όριο – μετά τη λήψη – που προσδιορίζεται από το νόμο και μάλιστα λίγο πριν την διεξαγωγή των εκλογών, στις αρχές του Μαΐου. Συνεπώς, στα 20 άτομα που συσχετίζονταν μέχρι τώρα από τις διωκτικές αρχές με την υπόθεση του εργοταξίου προστέθηκε ένα ακόμη.

Τα 15 πλέον συνολικά άτομα που φέρονται ως ύποπτοι για τη συγκεκριμένη υπόθεση (καθώς στους 14 προστέθηκε ακόμη ένα άτομο, λόγω του ότι κρίθηκαν ύποπτες οι αναρτήσεις του στο διαδίκτυο) και των οποίων η ανάκριση εκκρεμούσε, κλήθηκαν για να απολογηθούν την Παρασκευή 6 Ιουνίου ‘14 ενώπιων της ανακρίτριας Πολυγύρου, όπου και πήραν προθεσμία για τις 16 και 17 Ιουνίου. Βλέπουμε λοιπόν να ξεκινάει ένας νέος κύκλος καταστολής από τη μεριά του κράτους, που επιδιώκει να ολοκληρώσει «όσα άφησε σε εκκρεμότητα» και μάλιστα με απαρχή μια από τις σημαντικότερες δικογραφίες του αγώνα, αυτή του εμπρησμού του εργοταξίου, της ενέργειας δηλαδή που κατέστησε γνωστό τον αγώνα σε διεθνές επίπεδο.Η χρονική στιγμή κατά την οποία συμβαίνει αυτό δεν είναι διόλου τυχαία: τον τελευταίο καιρό, το κίνημα ενάντια στα μεταλλεία βρισκόταν σε ύφεση, λόγω της εστίασης της προσοχής των κατοίκων στις κρίσιμες για τον τόπο αυτοδιοικητικές εκλογές. Καθόλη τη διάρκεια αυτού του διαστήματος, είχαν αντίστοιχα περιοριστεί και οι κατασταλτικές τακτικές του κράτους. Με το πέρας τον εκλογών, φαίνεται να επέρχεται και μια αλλαγή σε αυτή τη συνθήκη, που οφείλεται στο ότι κράτος και εταιρεία επιχειρούν να «προλάβουν» την ανάκαμψη του κινήματος – που ήδη έχει αρχίσει να συμβαίνει, καταδεικνύοντας στην πράξη ότι ο αγώνας της Χαλκιδικής επιμένει στο χρόνο και δεν ανατίθεται σε θεσμικούς αντιπροσώπους, αλλά στηρίζεται στη δράση των ίδιων των αγωνιζόμενων. Έτσι, κράτος και εταιρεία, αναγνωρίζοντας την απειλή που μπορεί να αποτελέσει για την εξέλιξη του έργου η συστηματική παρουσία και αντίσταση στο βουνό, ειδικά σε μια περίοδο κατά την οποία η εταιρεία επιδιώκει να επιταχύνει τις διαδικασίες προς την κατασκευή του εργοστασίου, επιστρέφουν στις γνωστές τους κατασταλτικές μεθοδεύσεις, με σκοπό την τρομοκράτηση και ομηρία των ανθρώπων του κινήματος. Η ανησυχία τους βέβαια εντείνεται και από το γεγονός ότι το εκλογικό αποτέλεσμα στη Β.Α.Χαλκιδική έστειλε ένα ηχηρό μήνυμα όσον αφορά τη στάση των κατοίκων απέναντι στο υπό ανάπτυξη έργο, γεγονός που αφενός αναιρεί τους ισχυρισμούς της εταιρείας για το ότι οι τοπικές κοινωνίες επιθυμούν την ανάπτυξη μεταλλευτικών δραστηριοτήτων στην περιοχή και αφετέρου της στερεί την θεσμική στήριξη που είχε σε τοπικό επίπεδο (χάρη στον πρώην δήμαρχο Πάχτα).

Η απεγνωσμένη προσπάθεια κράτους και εταιρείας να διατηρήσουν την περιοχή υπό τον έλεγχό τους καταδεικνύεται όχι μόνο από το γεγονός ότι η διωκτική μηχανή τέθηκε εκ νέου σε λειτουργία, αλλά και από τις πρόσφατες επιθέσεις των εργαζόμενων/μισθοφόρων της εταιρείας σε αντιστεκόμενους κατοίκους: σπασμένα καταστήματα, καμένες αποθήκες, απειλές-προπηλακισμοί ανθρώπων που εναντιώνονται στην εξόρυξη. Πόσο τυχαίες ήταν άραγε οι προεκλογικές εξαγγελίες του απερχόμενου δημάρχου Πάχτα, που απειλούσε ότι αν το αποτέλεσμα δεν ήταν ευνοϊκό γι αυτόν – και κατ’ επέκταση για την εξέλιξη του έργου – οι εργαζόμενοι της εταιρείας δεν θα αποκλειόταν να «κάψουν χωριά»;

Η αντίσταση στην εξόρυξη χρυσού αποτελεί αντίσταση στη λεηλασία και την καταστροφή των κοινών φυσικών πόρων, όπως η γη, τα δάση, το νερό και ο αέρας, στο βωμό της ανάπτυξης και του κέρδους εγχώριων και πολυεθνικών εταιριών.Απέναντι σε ένα έργο που θα επιφέρει ανυπολόγιστες συνέπειες στην ισορροπία και την ίδια την ύπαρξη των τοπικών οικοσυστημάτων, ορισμένες από τις οποίες, πριν ακόμα ολοκληρωθεί η ανάπτυξη του έργου, έχουν ήδη αρχίσει να λαμβάνουν πραγματικές διαστάσεις, περιλαμβάνοντας σημαντικές περιβαλλοντικές καταστροφές και πλήττοντας τις τοπικές παραγωγικές δραστηριότητες. Αντίσταση στην υποβάθμιση των ζωών μας και του μέλλοντος των παιδιών μας. Μάλιστα, ο αγώνας αυτός συνιστά σημαντική απειλή για τα σχέδια της κυριαρχίας, δηλαδή για την κερδοφορία των εταιριών και το ρόλο του κράτους ως απόλυτο διαχειριστή της κοινωνικής ροής, καθώς δημιουργεί παρακαταθήκες για αγώνες ενάντια σε άλλα ανάλογα επενδυτικά σχέδια που περνούν πάνω από τις ζωές μας.

Η επίθεση κράτους και εταιρείας ενάντια σε οποιονδήποτε αγωνιζόμενο συνιστά επίθεση εναντίον όλων μας, μια επίθεση που τελικά στοχεύει στον ίδιο τον αγώνα. Συνεπώς, αν θέλουμε να μην υποκύψουμε στην προσπάθεια κράτους και εταιρειών να καταστείλουν και να ποινικοποιήσουν κάθε φωνή που αντιστέκεται, οφείλουμε όχι μόνο να συνεχίσουμε τον αγώνα ενάντια στην εξόρυξη χρυσού και να τον συνδέσουμε με άλλους συναφείς αγώνες, αλλά και να αντισταθούμε στην ανάπτυξη της βιομηχανίας διώξεων στην περιοχή. Οφείλουμε να υπερασπιστούμε τον αγώνα χωρίς να υιοθετούμε αμυντικές στάσεις διαπραγματευόμενοι τη νομιμότητα του με όρους αστικής δικαιοσύνης, γιατί γνωρίζουμε ότι είναι δίκαιος. Απέναντι στη «νόμιμη» βία της κυριαρχίας που απαιτεί από τους κοινωνικούς αγώνες πιστοποιητικά νομιμοφροσύνης και υπακοής, οφείλουμε να αντιτάξουμε την αδιαπραγμάτευτη αλληλεγγύη μας σε όσους υφίστανται ή θα υποστούν μελλοντικά τις συνέπειες της επιβολής κρατικής τρομοκρατίας στην περιοχή, σε όλους εκείνους που διώκονται γιατί μαζί με χιλιάδες άλλους υπερασπίστηκαν με αξιοπρέπεια τη γη και την ελευθερία τους.

Ο ΑΓΩΝΑΣ ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ

ΟΛΕΣ ΚΑΙ ΟΛΟΙ ΤΗ ΔΕΥΤΕΡΑ 16 ΚΑΙ ΤΗΝ ΤΡΙΤΗ 17 ΙΟΥΝΙΟΥ ΣΤΑ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΑ ΠΟΛΥΓΥΡΟΥ

Επιτροπή αλληλεγγύης στους διωκόμενους του αγώνα ενάντια στην εξόρυξη χρυσού

 

Η επιτροπή αλληλεγγύης στους διωκόμενους του αγώνα ενάντια στην εξόρυξη χρυσού συγκροτήθηκε το καλοκαίρι του 2013 από άτομα με διαφορετικές οπτικές και αφετηρίες, αλλά με κοινό τόπο ότι η διαδικασία του αγώνα ενάντια στην εξόρυξη χρυσού, αλλά και της υπεράσπισης των διωκόμενων δεν μπορεί παρά να είναι κινηματική, δηλαδή σε ευθεία αντιπαράθεση με την επένδυση και αυτούς που την υποστηρίζουν, με διαδικασίες στις οποίες συμμετέχουν ισότιμα όλοι οι αγωνιζόμενοι, με ανοιχτές και αμεσοδημοκρατικές διαδικασίες και έξω από μικροπολιτικές σκοπιμότητες. Στο πλαίσιο αυτό θεωρούμε ότι η υπεράσπιση των διωκόμενων δεν μπορεί να επαφίεται στη νομική διαχείριση με γνώμονα την εμπιστοσύνη στην αστική δικαιοσύνη, αλλά θα πρέπει να βασίζεται στο ίδιο το κίνημα, τις αντιστάσεις του και την πίεση που μπορεί να ασκήσει μέσω της αλληλεγγύης που εκδηλώνει.

Κείμενο μικροφωνικής 24/5/14

Ο αγώνας ενάντια στα μεταλλεία στη Χαλκιδική αποτελεί ένα μαζικότατο και πολύμορφο αγώνα, που πλαισιώνεται από ανθρώπους με πολύ διαφορετικές καταβολές, οι οποίοι επιμένουν εδώ και χρόνια να αντιστέκονται απέναντι στην ανάπτυξη των μεταλλευτικών δραστηριοτήτων της Ελληνικός Χρυσός – EldoradoGold στην περιοχή Σκουριές του όρους Κάκαβος, στη Β.Α.Χαλκιδική. Απέναντι σε ένα έργο που θα επιφέρει ανυπολόγιστες συνέπειες στην ισορροπία και την ίδια την ύπαρξη των τοπικών οικοσυστημάτων, ορισμένες από τις οποίες, πριν ακόμα ολοκληρωθεί η ανάπτυξη του έργου, έχουν ήδη αρχίσει να λαμβάνουν πραγματικές διαστάσεις, περιλαμβάνοντας σημαντικές περιβαλλοντικές καταστροφές και πλήττοντας τις τοπικές παραγωγικές δραστηριότητες.

Κατά τη διάρκεια όλων αυτών των χρόνων, ο αγώνας της Χαλκιδικής έχει πάρει ποικίλες μορφές, που συνθέτουν από κοινού την πραγματικότητά του: άλλοτε πορείες ή συγκεντρώσεις στο βουνό, άλλοτε διαδηλώσεις και εκδηλώσεις σε χωριά και μεγάλες πόλεις, άλλοτε αποκλεισμούς δρόμων και άλλοτε καταστροφές σε υλικοτεχνικό εξοπλισμό της εταιρείας, με σκοπό το μπλοκάρισμα του έργου, αλλά και με πάγια διεκδίκηση τον αποχαρακτηρισμό της Χαλκιδικής από μεταλλευτική ζώνη και την αποκατάσταση όσων περιοχών έχουν ήδη πληγεί.

Όπως ήταν αναμενόμενο, το κράτος έχει επιχειρήσει κάθε δυνατό τρόπο, προκειμένου να προστατεύσει την εξέλιξη του έργου και να εμποδίσει την εξάπλωση του αγώνα πέρα από τα γεωγραφικά όρια της Χαλκιδικής. Έτσι, έχει επιβάλει στην περιοχή μια κατάσταση εξαίρεσης που ορίζει την υλοποίηση του έργου ως μονόδρομο, με πρόσχημα την εθνική σωτηρία, ενώ από το Μάρτιο του ’12 με τη βίαιη εισβολή της εταιρείας στο βουνό – που σήμανε και την έναρξη των εργασιών της – και ακόμα περισσότερο μετά την καταστροφή του εργοταξίου της εταιρείας το Φεβρουάριο του ’13, η Χαλκιδική αποτέλεσε πεδίο δοκιμών αναβαθμισμένων κατασταλτικών πρακτικών που απέβλεπαν στην τρομοκράτηση των αντιστεκόμενων: πρωτοφανή μεγέθη δυνάμεων καταστολής σε διαδηλώσεις, αλλά και μέσα στα χωριά, σοβαροί τραυματισμοί από την άσκηση «νόμιμης» βίας, με μανιώδεις ρίψεις δακρυγόνων σε ευθεία βολή, εκατοντάδες πολύωρες προσαγωγές διαδηλωτών χωρίς την παρουσία δικηγόρων, λήψη DNA από 100άδες αγωνιζόμενους χωρίς να έχουν καν απαγγελθεί κατηγορίες και σε κάποιες περιπτώσεις δια της βίας.

Ταυτόχρονα, μέσω της εγκαθίδρυσης μιας βιομηχανίας διώξεων στην περιοχή και ιδιαίτερα με τον σχηματισμό δικογραφιών χιλιάδων σελίδων με κατηγορητήρια, που σε αρκετές περιπτώσεις αφορούν σε βαριά κακουργήματα, το κράτος προκειμένου να στοχοποιήσει το κοινωνικό κίνημα της Χαλκιδικής, για να επιδείξει αποτελεσματικότητα στην πάταξη αυτού που ορίζει ως «ανομία», έχει επιχειρήσει να κατασκευάσει σενάρια για υποτιθέμενες εγκληματικές οργανώσεις που δρουν στην περιοχή εμποδίζοντας την ανάπτυξη της χώρας. Η κατηγορία της σύστασης εγκληματικής οργάνωσης περιλαμβάνεται στα κατηγορητήρια των δύο μεγάλων δικογραφιών, αυτής των 29 υπόπτων για ενέργειες που έλαβαν χώρα κατά την κινητοποίηση στο Λάκκο Καρατζά (το Μάιο του ‘13) και στην περιοχή της Ιερισσού (από τις αρχές Μαΐου μέχρι και τις 25 Αυγούστου 2013) και αυτής των 20 υπόπτων για την υπόθεση του εμπρησμού τμήματος του εργοταξίου της εταιρείας (τον Φεβρουάριο του ‘13), 4 από τους οποίους μάλιστα υπέστησαν πολύμηνες προφυλακίσεις.

Χαρακτηριστικό μάλιστα είναι το γεγονός ότι η ποινικοποίηση αυτή δεν αναφέρεται μόνο στην πράξη, αλλά και στην ίδια τη σκέψη και τη βούληση, γεγονός που έχει ανοίξει το δρόμο για την άσκηση φρονηματικών διώξεων. Έτσι, ήδη από τις πρώτες δυναμικές κινητοποιήσεις, το φθινόπωρο του ’12, βλέπουμε να ασκούνται διώξεις που αφορούσαν στην ίδια τη συμμετοχή σε κινητοποίηση, ενώ λίγο αργότερα, μετά το Φεβρουάριο του ’13, ακολούθησαν διώξεις περί ηθικής αυτουργίας.

Επιπλέον, σε ό,τι αφορά στην κατά συρροή λήψη DNA, είναι προφανές ότι οι διωκτικές αρχές αποσκοπούν στη χρήση γενετικού υλικού, προκειμένου να προσδώσουν ένα δήθεν ορθολογικό και επιστημονικοφανές έρεισμα στις παράλογες διώξεις που κατασκευάζουν, παρά το γεγονός ότι η μέθοδος ταυτοποίησής του δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να αποτελέσει αξιόπιστο «αποδεικτικό στοιχείο», μιας και το DNA μπορεί να κατασκευαστεί τεχνητά εξ αρχής, να αναπαραχθεί και να μεταφερθεί από τρίτους κατά βούληση, χωρίς να μπορεί να προσδιοριστεί ο χρόνος κατά τον οποίο έγινε η μεταφορά του γενετικού αποτυπώματος. Είναι φανερή επίσης η απόπειρα δημιουργίας και διατήρησης τράπεζας γενετικού υλικού στην περιοχή, που συνιστά στην ουσία την εφαρμογή ενός βιολογικού φακελώματος που θα είναι πάντα διαθέσιμο προς χρήση, σύμφωνα με τις εκάστοτε εντολές της εξουσίας και αποσκοπεί στην επιβολή ενός καθεστώτος ομηρίας στους αγωνιζόμενους.

Μετά από ένα ικανό διάστημα αδράνειας των ανακριτικών διαδικασιών, το κράτος επιχείρησε πριν περίπου δύο μήνες να προχωρήσει σε μια νέα αναβάθμιση της τρομοκράτησης και ομηρίας των αγωνιζόμενων, αναγνωρίζοντας την απειλή που μπορεί να αποτελέσει για την εξέλιξη του έργου η συστηματική τους παρουσία και αντίσταση στο βουνό, ειδικά σε μια περίοδο κατά την οποία η εταιρεία επιδιώκει να επιταχύνει τις διαδικασίες προς την κατασκευή του εργοστασίου. Στις 7 Μαρτίου 2013, 23 από τους 29 κατηγορούμενους στην υπόθεση του Καρατζά – κάτοικοι Χαλκιδικής και Θεσσαλονίκης – κλήθηκαν βάσει ανακριτικής διάταξης να προσέλθουν για λήψη γενετικού υλικού, προκειμένου να συγκριθεί το DNA τους με αυτό που βρέθηκε στην υπόθεση του εμπρησμού του εργοταξίου. Οι περισσότεροι από τους κληθέντες, κατέθεσαν προσφυγή στο Συμβούλιο Πλημμελειοδικών, ζητώντας την ακύρωση της απόφασης της ανακρίτριας να υποβληθούν σε ανάλυση DNA, καθώς και αίτημα αναστολής για να σταματήσει η διαδικασία μέχρι την εκδίκαση της προσφυγής τους. Μάλιστα, οι περισσότεροι κάτοικοι δεν υπάκουσαν στη σύσταση της ανακρίτριας να δώσουν DNA για να μην κατηγορηθούν για «απείθεια» και αποχώρησαν. Τελικά, η προσφυγή απορρίφθηκε από το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών, ενώ οι 23 υποχρεώθηκαν στη λήψη του γενετικού τους υλικού πριν την εκδίκασή της. Προκειμένου να καταδείξουν την έντονη αντίθεσή τους στην εξευτελιστική διαδικασία της λήψης DNA, καθώς και στη διατήρηση τράπεζας γενετικού υλικού, 2 από τους 23 επέλεξαν να μην παρουσιαστούν κατά την ορισμένη από την ανακρίτρια ημερομηνία για να παραδώσουν δείγμα γενετικού υλικού και κατόπιν τούτου προσήχθησαν στη Θεσσαλονίκη και υποχρεώθηκαν σε βίαιη λήψη του γενετικού τους υλικού στη ΓΑΔΘ.

Είναι φανερό ότι η νέα αυτή κλήση αγωνιζόμενων για γενετικό υλικό, πέρα από το γεγονός ότι επιδιώκει να συμβάλει στην εξέλιξη της τράπεζας γενετικού υλικού που έχει ήδη δημιουργηθεί στην περιοχή, αποβλέπει, επιπλέον στη σύνδεση των δύο δικογραφιών με απώτερο σκοπό την καλύτερη θεμελίωση της ρητορικής της κυριαρχίας περί της ύπαρξης και δράσης εγκληματικής οργάνωσης στη Χαλκιδική, δεδομένου ότι – όπως αναφέρεται στην ανακριτική διάταξη – «σε αμφότερες τις δικογραφίες υφίστανται κοινοί κατηγορούμενοι και πράξεις που βάλουν στη ματαίωση ή αναστολή οποιασδήποτε μεταλλευτικής δραστηριότητας». Βέβαια, ο σκοπός αυτός της σύνδεσης των δικογραφιών δεν θα μπορούσε να επιτευχθεί χωρίς να βρεθούν εξιλαστήρια θύματα. Έτσι, όπως ήταν αναμενόμενο, οι μεθοδεύσεις αυτές κατέληξαν στη γνωστοποίηση σε ένα εκ των 23 ατόμων της ταυτοποίησης του δείγματός του με γενετικό υλικό από την υπόθεση του εμπρησμού του εργοταξίου. Μάλιστα, η ταυτοποίηση τού γνωστοποιήθηκε πολύ αργότερα από το χρονικό όριο – μετά τη λήψη – που προσδιορίζεται από το νόμο και μάλιστα λίγο πριν την διεξαγωγή των εκλογών, στις αρχές του Μαΐου.

Λίγες μέρες αργότερα, 3 άτομα από τη δικογραφία του Καρατζά κλήθηκαν σε κατά βούληση επαλήθευση – με νέα λήψη DNA – της ταυτοποίησης που έγινε στο στάδιο της προανάκρισης στα δείγματα του γενετικού υλικού τους για την εν λόγω υπόθεση. Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι η ταυτοποίηση του γενετικού τους υλικού δεν τους είχε κοινοποιηθεί, ώστε να μπορούν να το αμφισβητήσουν. Ένας εξ αυτών επέλεξε να μην παραστεί στην επανεξέταση, αμφισβητώντας έμπρακτα την όλη διαδικασία λήψης γενετικού υλικού που πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο της προανάκρισης.

Η αντίσταση στην εξόρυξη χρυσού αποτελεί αντίσταση στη λεηλασία και την καταστροφή των κοινών φυσικών πόρων, όπως η γη, τα δάση, το νερό και ο αέρας, στο βωμό της ανάπτυξης και του κέρδους εγχώριων και πολυεθνικών εταιριών. Αντίσταση στην υποβάθμιση των ζωών μας και του μέλλοντος των παιδιών μας. Μάλιστα, ο αγώνας αυτός συνιστά σημαντική απειλή για τα σχέδια της κυριαρχίας, δηλαδή για την κερδοφορία των εταιριών και το ρόλο του κράτους ως απόλυτο διαχειριστή της κοινωνικής ροής, καθώς δημιουργεί παρακαταθήκες για αγώνες ενάντια σε άλλα ανάλογα επενδυτικά σχέδια που περνούν πάνω από τις ζωές μας.

Η επίθεση κράτους και εταιρείας ενάντια σε οποιονδήποτε αγωνιζόμενο συνιστά επίθεση εναντίον όλων μας, μια επίθεση που τελικά στοχεύει στον ίδιο τον αγώνα. Συνεπώς, αν θέλουμε να μην υποκύψουμε στην προσπάθεια κράτους και εταιρειών να καταστείλουν και να ποινικοποιήσουν κάθε φωνή που αντιστέκεται, οφείλουμε όχι μόνο να συνεχίσουμε τον αγώνα ενάντια στην εξόρυξη χρυσού και να τον συνδέσουμε με άλλους συναφείς αγώνες, αλλά και να αντισταθούμε στην ανάπτυξη της βιομηχανίας διώξεων στην περιοχή. Οφείλουμε να υπερασπιστούμε τον αγώνα χωρίς να υιοθετούμε αμυντικές στάσεις διαπραγματευόμενοι τη νομιμότητα του με όρους αστικής δικαιοσύνης, γιατί γνωρίζουμε ότι είναι δίκαιος. Απέναντι στη «νόμιμη» βία της κυριαρχίας που απαιτεί από τους κοινωνικούς αγώνες πιστοποιητικά νομιμοφροσύνης και υπακοής, οφείλουμε να αντιτάξουμε την αδιαπραγμάτευτη αλληλεγγύη μας σε όσους υφίστανται ή θα υποστούν μελλοντικά τις συνέπειες της επιβολής κρατικής τρομοκρατίας στην περιοχή, σε όλους εκείνους που διώκονται γιατί μαζί με χιλιάδες άλλους υπερασπίστηκαν με αξιοπρέπεια τη γη και την ελευθερία τους.

Επιτροπή αλληλεγγύης στους διωκόμενους του αγώνα ενάντια στην εξόρυξη χρυσού

Η επιτροπή αλληλεγγύης στους διωκόμενους του αγώνα ενάντια στην εξόρυξη χρυσού συγκροτήθηκε το καλοκαίρι του 2013 από άτομα με διαφορετικές οπτικές και αφετηρίες, αλλά με κοινό τόπο ότι η διαδικασία του αγώνα ενάντια στην εξόρυξη χρυσού, αλλά και της υπεράσπισης των διωκόμενων δεν μπορεί παρά να είναι κινηματική, δηλαδή σε ευθεία αντιπαράθεση με την επένδυση και αυτούς που την υποστηρίζουν, με διαδικασίες στις οποίες συμμετέχουν ισότιμα όλοι οι αγωνιζόμενοι, με ανοιχτές και αμεσοδημοκρατικές διαδικασίες και έξω από μικροπολιτικές σκοπιμότητες. Στο πλαίσιο αυτό θεωρούμε ότι η υπεράσπιση των διωκόμενων δεν μπορεί να επαφίεται στη νομική διαχείριση με γνώμονα την εμπιστοσύνη στην αστική δικαιοσύνη, αλλά θα πρέπει να βασίζεται στο ίδιο το κίνημα, τις αντιστάσεις του και την πίεση που μπορεί να ασκήσει μέσω της αλληλεγγύης που εκδηλώνει.

Εισήγηση της επιτροπής αλληλεγγύης για την εκδήλωση στην Ουρανούπολη στις 15/3/14

Παραθέτουμε παρακάτω την εισήγηση της επιτροπής αλληλεγγύης στους διωκόμενους του αγώνα ενάντια στην εξόρυξη χρυσού, για την εκδήλωση με θέμα “Καταστολή και κοινωνικές αντιστάσεις” που πραγματοποιήθηκε στην Ουρανούπολη στις 15/3/14.

Για την επιτροπή αλληλεγγύης

Η επιτροπή αλληλεγγύης στους διωκόμενους του αγώνα ενάντια στην εξόρυξη χρυσού συγκροτείται από άτομα και συλλογικότητες που δραστηριοποιούνται ενάντια στην εγκατάσταση των μεταλλείων στη Β.Α. Χαλκιδική. Οι διαφορετικές οπτικές και αφετηρίες των συμμετεχόντων σε αυτή θεωρούμε ότι μπορούν να προσδώσουν μια συνολικότερη εικόνα της κατάστασης και μια πολύμορφη δράση, σε αμφίδρομη σχέση με την αγωνιζόμενη τοπική κοινωνία της Χαλκιδικής, με σχέση ισοτιμίας που επιβάλλει ο κοινός αγώνας και έξω από μικροπολιτικές σκοπιμότητες.

Κοινός μας τόπος επίσης είναι ότι η διαδικασία του αγώνα δεν μπορεί παρά να είναι κινηματική, δηλαδή σε ευθεία αντιπαράθεση με την επένδυση και αυτούς που την υποστηρίζουν, με διαδικασίες στις οποίες συμμετέχουν ισότιμα όλοι οι αγωνιζόμενοι.

Η δική μας δράση ως επιτροπή αλληλεγγύης στηρίζεται στις ανοιχτές και αμεσοδημοκρατικές διαδικασίες, φιλοδοξώντας να επιτύχει τη μεγαλύτερη δυνατή κοινωνική συσπείρωση επί του θέματος.

Για την εκδήλωση

Η σημερινή εκδήλωση πραγματοποιείται στο πλαίσιο μιας προσπάθειάς μας να παρακινήσουμε μεταξύ όλων όσων συμμετέχουν στον αγώνα ενάντια στα μεταλλεία στη Χαλκιδική τον συλλογικό αναστοχασμό σχετικά με θέματα που αναγνωρίζουμε ως κρίσιμα για τη συνέχιση του αγώνα και την ποιοτική εξέλιξη των περιεχομένων του. Στο πλαίσιο του ίδιου στόχου, σκοπεύουμε να προγραμματίσουμε μια σειρά εκδηλώσεων πάνω σε συναφείς με τον αγώνα θεματικές, που να πραγματοποιηθούν σε διάφορα χωριά της Χαλκιδικής που συμμετέχουν στον αγώνα. Δεδομένου ότι τέτοιου τύπου συζητήσεις έχουν σε ένα βαθμό ξεκινήσει στο εσωτερικό κάποιων επιτροπών του αγώνα, αλλά και στο κοινό συντονιστικό των επιτροπών, θεωρούμε ότι η διάχυσή τους στο σύνολο των αγωνιζόμενων του αγώνα μπορεί να συντελέσει σημαντικά στην οικοδόμηση συναφών συνειδήσεων μεταξύ όλων και στην αποφυγή της εμφάνισης διαφορετικών ταχυτήτων στη συγκρότηση κατανοήσεων μεταξύ ατόμων που συμμετέχουν στο κοινό συντονιστικό και όσων συνιστούν το ευρύτερο σώμα του αγώνα.

Η θεματική της σημερινής εκδήλωσης γενικά θα αφορά:

1) αφενός στην καταστολή που έχει δεχτεί και συνεχίζει να δέχεται ο αγώνας ενάντια στα μεταλλεία, ο οποίος έχει μάλιστα λειτουργήσει ως πεδίο δοκιμών νέων κατασταλτικών μοντέλων της κυριαρχίας. Στο πλαίσιο αυτό, η εκδήλωση βλέπει την καταστολή και ποινικοποίηση του κινήματος της Χαλκιδικής ως τμήμα της γενικότερης βίας που δέχονται οι κοινωνικοί αγώνες, αλλά και η ίδια η ζωή μας στο σύνολό της.

2) στις κοινωνικές αντιστάσεις που εκφράζονται απέναντι στην υλοποίηση του καταστροφικού έργου της εξόρυξης και μεταλλουργίας χρυσού, αλλά και απέναντι στην ίδια την καταστολή και την ποινικοποίηση που δέχεται ο αγώνας.

Απαρχή της εκδήλωσής μας αυτής αποτελεί εν μέρει η διαπίστωση κάποιων προβληματικών και αντιφάσεων στο πλαίσιο του αγώνα. Αντιλαμβανόμαστε ότι τέτοιου τύπου προβληματικές είναι μάλλον αναμενόμενες για κάθε κοινωνικό αγώνα που διεξάγεται από τοπικές κοινωνίες χωρίς πρότερη κινηματική εμπειρία και θεωρούμε ότι οφείλονται κύρια στην τρομοκράτηση που απορρέει από τον εκβιασμό που έχει ασκήσει η κυριαρχία στο κίνημα της Χαλκιδικής. Χαρακτηριστικό είναι για παράδειγμα το γεγονός ότι η άνευ προηγουμένου τρομοκράτηση και καταστολή που επιβλήθηκε μετά τον Φεβρουάριο του ‘13, με την καταστροφή του εργοταξίου της εταιρείας, είχε ως αποτέλεσμα η δυναμική αυτή ενέργεια όχι μόνο να μην προκαλέσει την όξυνση του αγώνα, αλλά αντίθετα να οδηγήσει στην αποδυνάμωσή του. Επομένως, επρόκειτο για μια ενέργεια την οποία το κίνημα φάνηκε ότι δεν ήταν έτοιμο να υπερασπιστεί συλλογικά, εξ ου και κατά το χρονικό διάστημα που ακολούθησε, από τμήμα του κινήματος – όταν αυτό εκφραζόταν δημόσια – γινόταν λόγος περί προβοκάτσιας. Επιπλέον, αντιφάσεις εγείρονται και στον τρόπο αντιμετώπισης των διώξεων που έχουν δεχτεί αγωνιστές ενάντια στα μεταλλεία, που αφορούν τόσο στην εναπόθεση της αντιμετώπισής τους σε δικονομικούς χειρισμούς και την ταυτόχρονη παρεμπόδιση των κινηματικών διαδικασιών της αλληλεγγύης, όσο και στο διαχωρισμό και την αναζήτηση ατομικών λύσεων από κάποιους διωκόμενους σε επίπεδο νομικής υπεράσπισης. Πρακτικές δηλαδή που έρχονται σε αντίθεση με την αλληλεγγύη που χαρακτηρίζει τις κοινότητες αγώνα και οι οποίες θα μπορούσαν να αποβούν εις βάρος άλλων διωκόμενων (αντί να υπάρχει συνεργασία μεταξύ τους σε κοινό υπερασπιστικό πλαίσιο, το οποίο να συνάδει με τον αγώνα).

Όσον αφορά τη δομή της σημερινής εκδήλωσης, εκτός από την εισήγηση της επιτροπής αλληλεγγύης στους διωκόμενους του αγώνα ενάντια στην εξόρυξη χρυσού – δηλαδή τη δική μας – στη σημερινή συζήτηση θα τοποθετηθούν σχετικά, με εισηγήσεις τους, η Ι.Κούρτοβικ (δικηγόρος) και ο Γ.Κατρούγκαλος (συνταγματολόγος). Η  Ι.Κούρτοβικ θα εστιάσει στο ολοένα αναπτυσσόμενο νομικό οπλοστάσιο του κράτους για την ποινικοποίηση των κινημάτων και ιδιαίτερα σε ενημέρωση για το νόμο 187 (περί εγκληματικών οργανώσεων) με αφορμή τη σχετική κατηγορία βάσει της οποίας έχουν στοχοποιηθεί 49 άτομα, στις δύο μεγάλες δικογραφίες του αγώνα (για την καταστροφή του εργοταξίου τον Φεβρουάριο του 2013 και για την κινητοποίηση στο Λάκκο Καρατζά το Μάιο του 2013). Ο Γ.Κατρούγκαλος θα τοποθετηθεί σχετικά με τη νομιμοποίηση των κοινωνικών αντιστάσεων απέναντι στο (συνταγματικά κατοχυρωμένο) μονοπώλιο του κράτους στη βία.

Εδώ πρέπει να τονίσουμε ότι θα θέλαμε η σημερινή εκδήλωση όχι μόνο να αποτελέσει απλά μια παρουσίαση των εισηγήσεων των ομιλητών, αλλά να εξελιχθεί – μετά τις τοποθετήσεις – σε μια συζήτηση μεταξύ όλων όσων είμαστε σήμερα εδώ, όπου θα μπορούν να τεθούν ερωτήσεις, τοποθετήσεις, διαφωνίες κλπ

Α’ τμήμα: η καταστολή ως τμήμα της γενικότερης βίας της κυριαρχίας

Όσον αφορά την πρώτη θεματική της σημερινής εκδήλωσης, θα θέλαμε να ξεκινήσουμε από την επισήμανση ότι βλέπουμε τη δρομολόγηση της ανάπτυξης μεταλλευτικών δραστηριοτήτων στη Χαλκιδική, καθώς και τον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζεται ο αγώνας ενάντια σε αυτή, ως ένα πεδίο δοκιμών σύγχρονων μεθοδεύσεων της κυριαρχίας- δηλαδή του κράτους και των εταιρειών. Όπως θα εξηγήσουμε παρακάτω, οι μεθοδεύσεις αυτές αφορούν τόσο στην υλοποίηση ενός χαρακτηριστικού αναπτυξιακού έργου – το οποίο εξελίσσεται με όρους επιβολής που ευνοείται από τις τρέχουσες συνθήκες κρίσης – όσο και στις αναβαθμισμένες κατασταλτικές τακτικές που εφαρμόζονται για τον σκοπό αυτό. Επομένως, βλέπουμε δύο κύρια σημεία επίθεσης από τη μεριά της κυριαρχίας: το πρώτο αφορά στην καταστολή που υφίσταται ο αγώνας, όχι απλά με όρους φυσικής, δηλαδή σωματικής καταστολής, αλλά και φίμωσης και ποινικοποίησης των αντιστάσεων. Το δεύτερο αναφέρεται στην επίθεση που ασκείται στην ζωή, το περιβάλλον και την ελευθερία μας, μέσω της ίδιας της ανάπτυξης και λειτουργίας του έργου. Αντιλαμβανόμαστε τα δύο αυτά σημεία της επίθεσης ως «βία της κυριαρχίας», με τον οποίο όρο θα αναφερόμαστε στη συνέχεια της εισήγησής μας σε αυτά.

Ξεκινώντας από το πιο άμεσα κατανοητό σημείο της βίας της κυριαρχίας που είναι η φυσική καταστολή, στο παράδειγμα της Χαλκιδικής, βλέπουμε να ασκείται αφενός από το κράτος, μέσω της «νόμιμης βίας» των δυνάμεων καταστολής (με μανιώδεις ρίψεις δακρυγόνων σε ευθεία βολή, πλαστικές σφαίρες κλπ, με αποτέλεσμα σοβαρούς τραυματισμούς, ασφυξία από τα δακρυγόνα κλπ). Αφετέρου από την εταιρεία, μέσω των μισθοφόρων της, που έχουν ξυλοκοπήσει αντιστεκόμενους κατοίκους, τόσο κατά τη βίαιη εισβολή της εταιρείας το Μάρτιο του ’12 στο βουνό, όσο και μέσα στα χωριά.

Ωστόσο, η καταστολή επεκτείνεται και σε γενικότερο επίπεδο, στο πλαίσιο της επιχείρησης της κυριαρχίας να κάμψει κάθε μορφή αντίστασης και να εμποδίσει την εξάπλωση του αγώνα πέρα από τα γεωγραφικά όρια της Χαλκιδικής, προκειμένου να προστατεύσει την εξέλιξη του έργου και να αποτρέψει μια αντίστοιχη εξέλιξη σε άλλα ανάλογα επενδυτικά σχέδια. Έτσι, βλέπουμε να έχει επιβληθεί στη Χαλκιδική μια κατάσταση εξαίρεσης που ορίζει την υλοποίηση του έργου ως μονόδρομο. Στο πλαίσιο αυτής της κατάστασης δεν μπορεί παρά ο αγώνας να καταστέλλεται, στο όνομα της κερδοφορίας της εταιρείας και με πρόσχημα την εθνική σωτηρία. Με άλλα λόγια, το έργο επιβάλλεται με κάθε μέσο και με κάθε κόστος:

  • μέσω της απόπειρας τρομοκράτησης και επιβολής του φόβου, με πρωτοφανή μεγέθη αστυνομικών δυνάμεων σε ρόλο στρατού κατοχής σε διαδηλώσεις, αλλά και με εισβολές στα χωριά, με εκατοντάδες πολύωρες προσαγωγές διαδηλωτών χωρίς την παρουσία δικηγόρων, με κατά συρροή λήψη DNA, χωρίς να έχουν καν απαγγελθεί κατηγορίες και σε κάποιες περιπτώσεις δια της βίας κλπ.
  • μέσω της αποσιώπησης του αγώνα από τα ΜΜΕ, τα οποία από την εισβολή της εταιρίας στο βουνό το Μάρτιο του ’12 και μέχρι την καταστροφή του εργοταξίου της τον Φεβρουάριο του ’13, έκαναν ότι μπορούσαν για να διασφαλίσουν την ολοκληρωτική φίμωση του αγώνα, ακόμα και σε περιπτώσεις άνευ προηγουμένου χρήσης «νόμιμης» βίας από την πλευρά του κράτους, όπως τον Οκτώβρη του ‘12, παρέχοντάς του τη δυνατότητα να τρομοκρατεί παρασκηνιακά τους αντιστεκόμενους στο έργο.
  • μέσω της προπαγάνδας και της απόπειρας χειραγώγησης της κοινής γνώμης από τα ΜΜΕ, τα οποία μετά την καταστροφή του εργοταξίου, όταν πλέον η αποσιώπηση των τεκταινόμενων στη Χαλκιδική δεν ήταν εφικτή, επιχείρησαν να μετατοπίσουν την προσοχή από τον ίδιο τον αγώνα και το εγκληματικό έργο που συντελείται στην περιοχή, προς μια φιλολογία περί υποκινούμενων κινήτρων, αλλά και περί ανομίας και βίας (που σε πολλές περιπτώσεις προσδιορίστηκε μάλιστα ως ξενόφερτη). Στο πολυδιάστατο επικοινωνιακό παιχνίδι που έστησαν, οι αγωνιζόμενοι κάτοικοι και αλληλέγγυοι παρουσιάζονταν ως αντιδραστικές μειοψηφίες, ενώ προβάλλονταν παράλληλα τα υποτιθέμενα οφέλη της επένδυσης. Έκτοτε, στα δελτία ειδήσεων, παράγουν ή αναπαράγουν μια ολοκληρωτικά στρεβλή εικόνα του αγώνα.
  • μέσω της στοχοποίησης του κινήματος της Χαλκιδικής και της ποινικοποίησης του αγώνα, όπως αυτή εφαρμόζεται με την εγκαθίδρυση μιας βιομηχανίας διώξεων και ιδιαίτερα με τον σχηματισμό δικογραφιών χιλιάδων σελίδων με κατηγορητήρια, που σε αρκετές περιπτώσεις αφορούν σε βαριά κακουργήματα, με κορυφαίο τη σύσταση εγκληματικής οργάνωσης. Το πρωτόγνωρο που συμβαίνει στη Χαλκιδική είναι το ότι η κυριαρχία, προκειμένου να επιδείξει αποτελεσματικότητα στην πάταξη αυτού που ορίζει ως «ανομία», δεν ποινικοποιεί πλέον μόνο την πράξη, αλλά και την ίδια τη σκέψη και τη βούληση, γεγονός που έχει ανοίξει το δρόμο για την άσκηση φρονηματικών διώξεων. Έτσι, ήδη από τις πρώτες δυναμικές κινητοποιήσεις, το φθινόπωρο του ’12, βλέπουμε να ασκούνται διώξεις που αφορούσαν στην  ίδια τη συμμετοχή σε κινητοποίηση, ενώ λίγο αργότερα, μετά το Φεβρουάριο του ’13, ακολούθησαν διώξεις περί ηθικής αυτουργίας.
  • μέσω της ομηρίας που έχει επιβληθεί, τόσο με το φόβο μπροστά στην άσκηση ποινικής δίωξης και τις προφυλακίσεις αγωνιστών, όσο και με την επιχείρηση δημιουργίας τράπεζας γενετικού υλικού μέσω της λήψης DNA.

Πέρα από τις διάφορες εκφάνσεις της καταστολής, η βία της κυριαρχίας εκφράζεται μέσα από την ίδια την επιβολή του έργου και όσων αυτό συνεπάγεται. Συγκεκριμένα:

  • 1ον: η εταιρεία εξαναγκάζει τις τοπικές κοινωνίες να υποστούν τις καταστροφικές συνέπειες του έργου, που θέτουν σε κίνδυνο την ισορροπία και την ίδια την ύπαρξη οικοσυστημάτων που έχουν εξελιχθεί κατά τη διάρκεια αιώνων και την υγεία χιλιάδων ανθρώπων
  • 2ον: οι μεταλλευτικές δραστηριότητες προϋποθέτουν την ευρεία περίφραξη, δηλαδή τη λεηλασία, κοινών πόρων, (όπως το δάσος, η γη και το νερό που από τα βάθη των αιώνων ανήκουν σε όλους μας) οι οποίοι φυλάσσονται από μισθοφορικούς στρατούς εργαζομένων, σεκιούριτι και δυνάμεων καταστολής, αποκλείοντας τους πραγματικούς κατόχους των πόρων και της περιοχής από οποιαδήποτε επιλογή διαχείρισης τους
  • 3ον: το έργο στις Σκουριές συνιστά ένα χαρακτηριστικό αναπτυξιακό έγκλημα που προβάλλεται ως απάντηση στην κρίση που γεννήθηκε εξαιτίας του ίδιου του μοντέλου της καπιταλιστικής ανάπτυξης. Δεν είναι βέβαια τυχαίο ότι η υλοποίηση του έργου προωθείται τώρα με την κρίση, τώρα που τα ποσοστά της ανεργίας είναι τόσο ψηλά και που ο εκβιασμός της εργασίας γίνεται πιο έντονος. Πρόκειται για έναν εκβιασμό που κάνει τους ανθρώπους να αναζητούν απεγνωσμένα ατομικές λύσεις, αδιαφορώντας για τις συνέπειες προς το κοινωνικό σύνολο, συνέπειες που τελικά θα φτάσουν και στους ίδιους. Άλλωστε, όπως γνωρίζουμε, οι  θέσεις εργασίας σε κάθε περίπτωση θα είναι πολύ λιγότερες από τις υποσχόμενες, και ταυτόχρονα βραχυπρόθεσμες, ενώ κανείς δεν αναφέρει πόσες θέσεις θα χαθούν εξαιτίας του έργου, καθώς, στην περίπτωση των μεταλλείων, η ανάπτυξη συνεπάγεται εργασία σχεδόν αποκλειστικά σε μεταλλευτικές δραστηριότητες. Δηλαδή, η περιοχή χαρακτηρίζεται ως μεταλλευτική και η οποιαδήποτε άλλη δραστηριότητα (όπως η γεωργία, η κτηνοτροφία, η μελισσοκομία και η αλιεία), είτε καθίσταται ανέφικτη λόγω της καταστροφής του περιβάλλοντος, είτε – μάλιστα – απαγορεύεται, καθιστώντας την περιοχή «μονοκαλλιέργεια». Βέβαια, το κράτος, προκειμένου να υποστηρίξει τα συμφέροντα της εταιρείας, έχει συνάψει μια σύμβαση αγοραπωλησίας ξεκάθαρα ευνοϊκή για αυτήν, προφασίζεται την υποτιθέμενη μελέτη και εποπτεία περιβαλλοντικών όρων για αδιαμφισβήτητα καταστροφικά έργα, έχει ψηφίσει βολικούς για την εταιρεία νόμους για να διευκολύνει την επιτάχυνση διαδικασιών και έχει παρακάμψει ακόμα και τους ίδιους του τους νόμους σε κάθε περίπτωση που δεν προλάβαινε να τους προσαρμόσει προς το συμφέρον της εταιρείας.

Ο λόγος για τον οποίο κατανοούμε όλες τις παραπάνω τακτικές και καταστάσεις με τον όρο «βία της κυριαρχίας» αφορά στο πώς προσεγγίζουμε τον ίδιο τον όρο «βία». Προκειμένου να προσδιορίσουμε ένα πλαίσιο αναφοράς περί βίας, θα επιχειρήσουμε να βασιστούμε σε έναν απλό και γενικό ορισμό της. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι «βία είναι ό,τι επιβάλλεται σε κάποιο άτομο, παρά τη θέληση ή/και τη συγκατάθεσή του. Ωστόσο, βία μπορεί να υπάρξει και σε περιπτώσεις συναίνεσης, όταν δεν υπάρχουν οι προϋποθέσεις ώστε το άτομο να διαφωνήσει».

Όπως αναφέρθηκε, η βία δεν είναι μόνο φυσική, δηλαδή σωματική. Έτσι, μπορούμε να μιλάμε για λεκτική βία, ψυχολογική βία κλπ. Με βάση αυτή την κατανόηση, η βία είναι διάχυτη γύρω μας, σε όλο το εύρος των κοινωνικών διεργασιών, ενώ μια κοινωνία χωρίς βία θα συνιστούσε ουτοπία, καθώς μια τέτοια συνθήκη θα προϋπέθετε τόσο την ολοκληρωτική έλλειψη επιβολής μεταξύ ανθρώπων, όσο και μια απόλυτα εναρμονισμένη και ισορροπημένη σχέση με το περιβάλλον.

Στο πλαίσιο αυτού του ορισμού της βίας, ως βία της κυριαρχίας, ονομάζουμε τη «νόμιμη βία» η οποία επιβάλλεται με διάφορες εκφάνσεις και όσο δεν βρίσκει αντίσταση, διευρύνει διαρκώς το όριά της στο όνομα της προάσπισης της αστικής δημοκρατίας, που αναγνωρίζει στο κράτος το μονοπώλιο στην άσκηση βίας. Βέβαια, σε περιπτώσεις στις οποίες η θεσμική/νόμιμη βία δεν επαρκεί, προσωρινά και για όσο αυτό εξυπηρετεί τους σκοπούς της κυριαρχίας, το μονοπώλιο αυτό αίρεται, παραχωρώντας δικαίωμα χρήσης βίας στο παρακράτος, που αποτελεί το μακρύ χέρι της εξουσίας.

Ανάγοντας τώρα την κατανόηση που αναπτύχθηκε προηγουμένως σχετικά με τη βία της κυριαρχίας στον αγώνα ενάντια στην εξόρυξη χρυσού στη Χαλκιδική, συνειδητοποιούμε ότι αυτός συνιστά μια πιο εμφανή εικόνα των όσων συμβαίνουν τα τελευταία χρόνια στην ελληνική κοινωνία, όπου κράτος και εταιρείες, στο όνομα της ανάπτυξης, επεμβαίνουν δραστικά ενάντια σε περιοχές και πληθυσμούς – το παράδειγμα της Κερατέας ίσως ήταν απλώς το πρελούδιο για τα όσα θα ακολουθούσαν στη Χαλκιδική.

Είναι βέβαια αναμφίβολο ότι οι πρακτικές που χρησιμοποιεί το κράτος για να καταστείλει τους αγωνιζόμενους ενάντια στα μεταλλεία και η γενικότερη κατάσταση εξαίρεσης που επιβάλει, θα εφαρμοστούν στη συνέχεια σε όλη την κοινωνία. Το φακέλωμα για παράδειγμα που επιχειρήθηκε με τη λήψη DNA σε πλήθος αγωνιζόμενων κατοίκων και αλληλέγγυων δεν αποτελεί μόνο μια κορύφωση της φυσικής βίας της κυριαρχίας ή μια ακόμα παραβίαση των ανθρώπινων δικαιωμάτων. Αντίθετα, συνιστά στιγμιότυπο της προσπάθειας του κράτους να ποινικοποιήσει κάθε κοινωνική αντίσταση που εκδηλώνεται στο παρόν ή κυοφορείται για το μέλλον και προορίζεται για να επεκταθεί σε ευρύτερο επίπεδο, απειλώντας ευθέως τις ελευθερίες του συνόλου της κοινωνίας.

Επιπλέον, η βία που υφίσταται ο αγώνας της Χαλκιδικής, εντάσσεται και σε μια συνθήκη γενικευμένης αναβάθμισής της βίας της κυριαρχίας στην τρέχουσα πραγματικότητα. Η βία αυτή ασκείται από τη μια απέναντι στους κοινωνικούς αγώνες (συμπεριλαμβάνοντας ξυλοδαρμούς εργαζομένων, επιστρατεύσεις απεργών, απαγορεύσεις διαδηλώσεων, εκκενώσεις καταλήψεων), αλλά και από την άλλη απέναντι σε όλο το φάσμα της ζωής μας, όπου εκφράζεται με όρους εξαθλίωσης (εργασιακές συνθήκες, ανεργία, διάλυση του συστήματος υγείας, πλειστηριασμοί πρώτης κατοικίας) και υποβάθμισης της ανθρώπινης αξιοπρέπειας (στρατόπεδα συγκέντρωσης μεταναστών, βασανιστήρια σε κρατητήρια, διαπόμπευση οροθετικών,  φυλακές υψίστης ασφαλείας, εισβολές σε σπίτια).

Σε ό,τι αφορά τους κοινωνικούς αγώνες, το κύριο ιδεολογικό όπλο που έχει εισάγει το κράτος προκειμένου να χειραγωγήσει την κοινή γνώμη προς την ποινικοποίησή τους, περιλαμβάνει τη «θεωρία των δύο άκρων» και τη σχετική ρητορική της «καταδίκης της βίας από όπου κι αν προέρχεται» και αποσκοπεί στην κατασκευή αντιλήψεων περί βίαιων και επικίνδυνων ανθρώπων που στοχεύουν στο να βλάψουν τη δημοκρατία και να εμποδίσουν την «επερχόμενη ανάπτυξη». Ως άκρο βέβαια το κράτος προσδιορίζει οτιδήποτε λειτουργεί εκτός των ορίων που το ίδιο θέτει με τα μέσα που βρίσκονται υπό τον έλεγχό του, όπως την αστική δικαιοσύνη. Έτσι, εγκαθιστώντας ένα καθεστώς εξαίρεσης που επιτρέπει τη διασφάλιση προνομιακών πεδίων για την αναπροσαρμογή νόμων ανάλογα με τους εκάστοτε σκοπούς του, επιχειρεί να επικυρώσει και να διασφαλίσει το ρόλο του ως κεντρικό διαχειριστή και σταθεροποιητή της κοινωνικής ροής, να επικυρώσει ως νομιμότητα την επίθεσή του σε όλες τις κοινωνικές διεργασίες αντίστασης και να φανεί αποτελεσματικό στην πάταξη της «ανομίας», προκειμένου να εγγυηθεί την ανεμπόδιστη δραστηριότητα των εταιριών.

Μέσα σε ένα τέτοιο πλαίσιο, όσο υπάρχουν αντιστάσεις στη βία της κυριαρχίας, περιορίζοντας την αυθαιρεσία της, δεν μπορούμε παρά να τις αναγνωρίζουμε ως βία από τη μεριά των κινημάτων, η οποία εκφράζεται με διαφορετικές μορφές, σε συνάρτηση με τη βία στην οποία αυτά καλούνται να απαντήσουν. Στο σημείο αυτό θα αναφερθούμε περισσότερο στο δεύτερο μέρος της εισήγησής μας.

[Θα ακολουθήσει η Ι.Κούρτοβικ, που θα εστιάσει στην εξέλιξη του νομικού οπλοστασίου του κράτους για την ποινικοποίηση των κινημάτων και ιδιαίτερα σε ενημέρωση για το νόμο 187 (περί εγκληματικών οργανώσεων) και ο Γ.Κατρούγκαλος που θα εστιάσει στη νομιμοποίηση των κοινωνικών αντιστάσεων απέναντι στο μονοπώλιο του κράτους στη βία.]

Β’ τμήμα: κοινωνικές αντιστάσεις απέναντι στη βία της κυριαρχίας

Ο αγώνας ενάντια στα μεταλλεία στη Χαλκιδική αποτελεί ένα μαζικότατο και πολύμορφο αγώνα, ο οποίος διεξάγεται εδώ και χρόνια σε διάφορους τόπους και με πολλαπλά μέσα, που καθορίζονται κάθε φορά ανάλογα με τις εκάστοτε συνθήκες, προς έναν κοινό σκοπό: την αντίσταση στη βία της κυριαρχίας – δηλαδή του κράτους και της εταιρείας. Οι πολλαπλές μορφές του αγώνα φάνηκαν ήδη στον αγώνα της Ολυμπιάδας, στον οποίο οι αντιστεκόμενοι κάτοικοι, προκειμένου να αποτρέψουν την υλοποίηση των σχεδίων της εταιρίας, οργανώθηκαν σε επιτροπές, συντονίστηκαν με κατοίκους άλλων χωριών, κατασκεύασαν φυλάκιο στην περιοχή για να ελέγχουν την κίνηση προς το μεταλλείο, κατέστρεφαν υλικοτεχνικό εξοπλισμό της εταιρείας, καταλάμβαναν δρόμους και συγκρούονταν με ισχυρές αστυνομικές δυνάμεις. Αντίστοιχα, και ο αγώνας στις Σκουριές, περιλαμβάνει διαφορετικές εκφάνσεις που συνθέτουν από κοινού την πραγματικότητά του: άλλοτε πορείες ή συγκεντρώσεις στο βουνό, άλλοτε διαδηλώσεις και εκδηλώσεις σε χωριά και μεγάλες πόλεις, άλλοτε αποκλεισμούς δρόμων και άλλοτε καταστροφές σε υλικοτεχνικό εξοπλισμό της εταιρείας.

Προκειμένου να καταστήσει τον αγώνα διαχειρίσιμο, το κράτος προσπαθεί να διαχωρίσει τις διάφορες πρακτικές του, με άξονα το αν είναι ειρηνικές ή βίαιες, ή με όρους αστικής δικαιοσύνης νόμιμες ή παράνομες. Αυτός ο διαχωρισμός βέβαια, σύμφωνα με τον ορισμό που δώσαμε για τη βία που χρησιμοποιούν τα κινήματα, είναι άνευ υπόστασης, καθώς δεν υπάρχει πρακτική αντίστασης που να μπορεί να χαρακτηριστεί ως ειρηνική, από τη στιγμή που αντιστέκεται στη βία της κυριαρχίας. Έτσι, η κοινωνική βία στην περίπτωση των Σκουριών περιλαμβάνει οτιδήποτε αντιτίθεται στο έργο, δηλαδή όποιες πρακτικές συνεπάγονται κόστος για την εταιρία, όπως πχ οι αποκλεισμοί δρόμων προς το εργοτάξιο, οι διαδηλώσεις στο βουνό, τα φυλάκια αγώνα, οι συλλογικές διαδικασίες μέσω των οποίων οργανώνεται ο αγώνας.

Οπότε, ως ειρηνική δράση δεν μπορεί να νοείται κάτι άλλο παρά η όποια αντίσταση εντάσσεται στα πλαίσια της αστικής νομιμότητας, του δικαίου που ορίζει το κράτος.

Τμήμα των αντιφάσεων που παρουσιάζονται στον αγώνα είναι και το γεγονός ότι η λογική αυτή του διαχωρισμού, η οποία λειαίνει το έδαφος για την καταδίκη ενός συνόλου πρακτικών στο πλαίσιο του πολύμορφου αγώνα ενάντια στα μεταλλεία, ενσωματώνεται από τμήμα του κινήματος, το οποίο μάλιστα σε κάποιες περιπτώσεις έχει υποκύψει σε δηλώσεις νομιμοφροσύνης, και έχει υιοθετήσει λόγο περί προβοκάτσιας, καταγγέλλοντας «κουκουλοφόρους που αμαύρωσαν τον αγώνα».

Η εμπιστοσύνη αυτή που προβάλλεται στην αστική δικαιοσύνη από τμήμα του κινήματος, αναφέρεται συχνά και στο ίδιο το έργο, εστιάζοντας σε επιχειρηματολογία που αφορά στη νομιμότητά του. Το αδιέξοδο στο οποίο μπορεί να οδηγήσει μια τέτοια προσέγγιση θα φανεί στο άμεσο μέλλον, όταν η εταιρεία θα έχει πλέον επίσημα αδειοδοτηθεί σε κάθε επίπεδο, με αποτέλεσμα να στερέψουν τα σχετικά με τη νομιμότητα επιχειρήματα. Σε μια τέτοια συνθήκη, δεν αποκλείεται να υιοθετηθούν ρητορικές περί αυστηρότερων περιβαλλοντολογικών όρων, κρατικής λειτουργίας των μεταλλείων με επιτροπές «κοινωνικού  ελέγχου» ή επανεξέτασης του μεταλλευτικού κώδικα, ώστε η μεταλλευτική δραστηριότητα να αποφέρει έσοδα στο κράτος.

Για μας ωστόσο, το διακύβευμα δεν είναι αν οι δραστηριότητες της εταιρείας είναι νόμιμες ή παράνομες, αλλά το γεγονός ότι καταστρέφουν το περιβάλλον και τις ζωές μας. Έτσι, θεωρούμε για παράδειγμα προβληματική την εναπόθεση της διαχείρισης καταστάσεων σε θεσμικά όργανα (όπως πχ η εναπόθεση της επίλυσης του ζητήματος στο ΣΤΕ), καθώς δημιουργεί την ψευδαίσθηση ότι ο αγώνας προχωράει, ενώ την ίδια στιγμή αυτός τίθεται υπό έλεγχο, με αποτέλεσμα την αποδυνάμωση των κινηματικών διεργασιών. Άλλωστε, γνωρίζουμε ότι η δικαιοσύνη, δεν είναι κάποιο ανεξάρτητο όργανο που επιβάλλεται ισάξια σε όλους, αλλά αποτελεί όργανο του κράτους, διαμορφώνεται από αυτό, με βάση τα συμφέροντα των εταιρειών και κλείνοντας τα μάτια στα εγκλήματά τους. Επομένως, ο αγώνας δεν μπορεί να εναποθέσει τις ελπίδες του στη νομική διαχείριση, αλλά θα πρέπει να βασίζεται στο ίδιο το κίνημα, τις αντιστάσεις του και την πίεση που αυτό μπορεί να ασκήσει.

Επιπλέον, δεν θεωρούμε ότι οι διάφορες παραλλαγές στην υλοποίηση του έργου μπορούν να αποτελέσουν λύσεις, καθώς δεν μπορούν να αναιρέσουν τη βία της λεηλασίας της φύσης που επιχειρείται από την κυριαρχία και την απειλή προς τη ζωή και την ελευθερία μας. Επομένως, η αντίστασή μας στο έργο της εταιρείας είναι αδιαπραγμάτευτη.

Ταυτόχρονα, η εστίαση σε υποτιθέμενες ειρηνικές διαμαρτυρίες, ανοίγει το δρόμο για την αναπαραγωγή μιας παθητικής στάσης απέναντι στις δυνάμεις καταστολής. Αυτή η παθητικότητα, μπορεί μάλιστα να ευνοεί την επιλογή της προβολής του σκληρού προσώπου των δυνάμεων καταστολής απέναντι σε «θύματα με ειρηνικές προθέσεις», αντί να προβάλλεται η ίδια η αντίσταση των αγωνιζόμενων, συνθήκη η οποία φέρει στοιχεία θυματοποίησης και μπορεί να επιβάλει το φόβο και την ευαισθητοποίηση του κόσμου μέσω της επίκλησης στο συναίσθημα και όχι μέσα από τη συνειδητοποίηση ότι του κλέβουν τη γη, το νερό, τις ανάγκες του, τα όνειρά του, την ίδια του τη ζωή.

Τέλος, αναπόφευκτη συνεπαγωγή του διαχωρισμού πρακτικών σε ειρηνικές και βίαιες είναι και η διάκριση των διωκόμενων σε ειρηνικούς και βίαιους, που επιτρέπει να γίνεται λόγος για αποσπασματικούς ή ξενόφερτους αγώνες. Σε μια τέτοια προοπτική, θεωρούμε ότι η απάντησή μας θα πρέπει να είναι ότι η αλληλεγγύη μας στους διωκόμενους είναι αυτονόητη και δεν εξαρτάται από το αν αυτοί συμμορφώνονται με ειρηνικές πρακτικές.

Το ερώτημα που τίθεται είναι: αν δεν υπερασπιζόμαστε τον αγώνα βάσει του ότι είναι ειρηνικός και νόμιμος, τότε πώς μπορούμε να τον υπερασπιστούμε; Η δική μας απάντηση σε αυτό συμπεριλαμβάνεται στην κατανόηση του ότι ο αγώνας μας είναι δίκαιος και αναγκαίος. Ότι πρόκειται για ένα σώμα κοινωνικών αντιστάσεων που δικαιώνεται ηθικά από την ίδια την κοινωνία.

Για να γίνει καλύτερα κατανοητό αυτό το σημείο, θα πρέπει να επισημάνουμε ότι η βία – έτσι όπως αυτή ορίστηκε προηγουμένως – δεν είναι φορτισμένη θετικά ή αρνητικά από μόνη της. Αντίθετα, το αν θεωρούμε μια βίαιη ενέργεια δίκαιη και συνεπώς το αν την αποδεχόμαστε, εξαρτάται από τους σκοπούς της, από το ποιοι και προς ποιους τη διαπράττουν, καθώς και από τις συνθήκες μέσα στις οποίες συντελείται.

Βέβαια, δεν θεωρούμε ότι η βία είναι θεμιτή εξαρχής. Δηλαδή δεν την αναγνωρίζουμε ως αυτοσκοπό. Παρόλα αυτά, σε έναν ατελή κόσμο, η κοινωνική βία – δηλαδή οι κοινωνικές αντιστάσεις στις διάφορες εκφάνσεις τους – είναι αναγκαία ή αναπόφευκτη ως αυτοάμυνα απέναντι στη «νόμιμη» βία της κυριαρχίας. Οι διαφορετικές μορφές της εξαρτώνται από τις αντίστοιχες μορφές της βίας της κυριαρχίας απέναντι στην οποία καλείται να αμυνθεί.

Συνεπώς, θεωρούμε ότι η βία φορτίζεται θετικά ή αρνητικά βάσει του αν είναι δίκαιη, με όρους ζωής (δηλαδή της επιβίωσης έμβιων όντων και του περιβάλλοντος) και αξιοπρέπειας. Με άλλα λόγια, οι αντιστάσεις απέναντι σε οτιδήποτε θίγει αυτούς τους παράγοντες δικαιώνονται κοινωνικά και μάλιστα επιφορτίζονται με την ηθική ευθύνη της προάσπισής τους.

Στην περίπτωση της Χαλκιδικής, οι πρακτικές αντιβίας που το κίνημα αναγκάζεται να εφαρμόσει για να αμυνθεί απέναντι στη βία της κυριαρχίας, συμπεριλαμβανομένης της καταστροφικής επένδυσης που επιβάλλεται από την εταιρεία και προστατεύεται  από το ίδιο το κράτος, παρότι μπορεί να αποτελούν βίαιες ενέργειες, ωστόσο νομιμοποιούνται κοινωνικά, περισσότερο και από το ίδιο το σύνταγμα, ως μορφές κοινωνικής αντίστασης. Τμήμα των κοινωνικών αυτών αντιστάσεων συνιστά και η φυσική βία που ασκείται από τα κινήματα ως απάντηση στη φυσική βία της κυριαρχίας. Όπως και με το σύνολο της κοινωνικής βίας, η συγκρουσιακή διάθεση που εκφράζεται όποτε αυτό κρίνεται απαραίτητο για τη συνέχιση ή/και την όξυνση του αγώνα, απορρέει από τον ίδιο τον αγώνα και είναι αναγκαία ως άμυνα απέναντι στη βία της εξουσίας.

Κείμενο των 2 διωκόμενων που δεν παρουσιάστηκαν για λήψη DNA

Την Παρασκευή 7 Μαρτίου καλεστήκαμε μεταξύ 23 ατόμων – από τους 29 υπόπτους της υπόθεσης του Καρατζά (εγκληματική οργάνωση 12 Μαΐου μέχρι Αύγουστο) – προκειμένου να δώσουμε γενετικό υλικό για την υπόθεση του εργοταξίου (εγκληματική οργάνωση 17 Φεβρουαρίου). Η κλήση συντάχθηκε βάσει ανακριτικής εντολής που χρησιμοποιούσε ως πρόφαση για τη λήψη DNA το επιχείρημα ότι βάσει της ύπαρξης 3 κοινών κατηγορούμενων στις δύο υποθέσεις, οι αντίστοιχες δύο – υποτιθέμενες – εγκληματικές οργανώσεις που περιγράφονται σε αυτές έχουν κοινό σκοπό και δόλο: να ματαιώσουν ή να αναστείλουν οποιαδήποτε δραστηριότητα της εταιρείας. Με βάση την ίδια λογική, στο άμεσο μέλλον δεν αποκλείεται βέβαια να συμβεί και το αντίστροφο, δηλαδή, οι ύποπτοι της εγκληματικής οργάνωσης για την υπόθεση του Φεβρουαρίου να κληθούν για την υπόθεση του Καρατζά, ή ακόμη και να κληθούν οι εκατοντάδες κατηγορούμενοι από όλες τις διαφορετικές υποθέσεις ως ύποπτοι, για να καταθέσουν το γενετικό τους υλικό για κάθε μια από τις υποθέσεις αυτές.

Έχουμε αποφασίσει να μην παραστούμε στη διαδικασία λήψης του γενετικού μας υλικού, γιατί θεωρούμε ηθική ευθύνη μας την έκδηλη αντίσταση και ανυπακοή μας απέναντι στην προσβολή της αξιοπρέπειας που απορρέει τόσο από την ίδια αυτή διαδικασία, όσο και από τις γενικότερες μεθοδεύσεις της κυριαρχίας που αποσκοπούν στη διασφάλιση της υλοποίησης του έργου της Ελληνικός Χρυσός-Eldorado Gold στη Χαλκιδική.

Η επιλογή μας αυτή δεν συνιστά ένδειξη ενοχής μας και δεν δηλώνει κάποια πρόθεση φυγοδικίας – στην περίπτωση που θα επιδιώξουν να μας κατηγορήσουν για τα γεγονότα του Φεβρουαρίου. Δεν κρυβόμαστε, είμαστε εδώ και θα είμαστε εδώ, χωρίς να αποσιωπούμε ότι συμμετείχαμε, συμμετέχουμε και θα συμμετέχουμε στον αγώνα ενάντια στην εξόρυξη χρυσού.

Σε ό,τι αφορά στην ίδια τη λήψη γενετικού υλικού:

  • υπερασπιζόμαστε την αξιοπρέπειά μας απέναντι στις διωκτικές αρχές που χρησιμοποιούν το γενετικό υλικό, προκειμένου να προσδώσουν ένα δήθεν ορθολογικό και επιστημονικοφανές έρεισμα στις παράλογες διώξεις που κατασκευάζουν, παρά το γεγονός ότι η μέθοδος ταυτοποίησής του δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να αποτελέσει αξιόπιστο «αποδεικτικό στοιχείο», μιας και το DNA μπορεί να κατασκευαστεί τεχνητά εξ αρχής, να αναπαραχθεί και να μεταφερθεί από τρίτους κατά βούληση, χωρίς να μπορεί να προσδιοριστεί ο χρόνος κατά τον οποίο έγινε η μεταφορά του γενετικού αποτυπώματος. Συνεπώς, το να βρεθεί γενετικό υλικό κάποιου ανθρώπου σε μεταφερόμενο αντικείμενο, δεν αποδεικνύει την παρουσία του ανθρώπου αυτού στο μέρος όπου βρέθηκε το αντικείμενο.
  • υπερασπιζόμαστε την αξιοπρέπειά μας απέναντι στην επιχείρηση δημιουργίας τράπεζας γενετικού υλικού, η οποία θίγει θεμελιώδεις προσωπικές μας ελευθερίες, καθώς αφορά στη διατήρηση ενός υπερευαίσθητου προσωπικού δεδομένου μας,  εν ονόματι κάποιου «δημόσιου συμφέροντος» ή της αστικής δικαιοσύνης. Το γεγονός ότι εκατοντάδες είναι πλέον οι αγωνιζόμενοι των οποίων το γενετικό υλικό και αποτύπωμα βρίσκεται στα χέρια των διωκτικών αρχών καθιστά ξεκάθαρο ότι η απόπειρα αυτή του κράτους αποσκοπεί στη δημιουργία τράπεζας πληροφοριών γενετικού υλικού, δηλαδή σε ένα βιολογικό φακέλωμα πάντα διαθέσιμο προς χρήση, σύμφωνα με τις εκάστοτε εντολές της εξουσίας. Το αξιοπερίεργο βέβαια είναι πως η εταιρεία έχει πάρει γενετικό υλικό ακόμα και από τους εργαζόμενούς της, με σκοπό προφανώς να μπορεί να τους εκβιάσει με το ενδεχόμενο δίωξής τους, ώστε να αποτρέψει τυχόν αντίστασή τους, όταν στο μέλλον μειώσει τους μισθούς τους, κόψει τα ωράριά τους ή τους απολύσει.
  • υπερασπιζόμαστε την αξιοπρέπειά μας απέναντι στην επίκληση του κράτους στη νομιμότητα και την απαίτησή του για πιστοποιητικά νομιμοφροσύνης,
    • την ίδια στιγμή που οι «νόμιμες» μεθοδεύσεις του κράτους περιλαμβάνουν τη λήψη DNA από εκατοντάδες αγωνιζόμενους που φέρονταν ως ύποπτοι, χωρίς να έχει υπάρξει μέχρι τώρα  πρόσβαση σε ανεξάρτητο από τις αρχές τεχνικό σύμβουλο στον τόπο ανάλυσης και κυρίως χωρίς να υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις ενοχής τους (καθώς οι όποιες ενδείξεις βασίζονταν σε υποκειμενικές εικασίες των διωκτικών αρχών) ή/και χωρίς να έχουν ενημερωθεί σχετικά με την υπόθεση για την οποία κλήθηκαν. Συνεπώς, οι υποτιθέμενες ενδείξεις ενοχής τους συνοψίζονταν στη συμμετοχή τους στον αγώνα ενάντια στα μεταλλεία, γεγονός που συνεπάγεται ότι όσες και όσοι συμμετέχουμε στον αγώνα όχι μόνο θεωρούμαστε ύποπτοι, αλλά και μπορούμε ανά πάσα στιγμή να καταστούμε κατηγορούμενοι.
    • την ίδια στιγμή που οι νόμιμες διωκτικές αρχές  δεν έχουν τηρήσει καν τους στοιχειώδεις κανόνες που αφορούν στην καταστροφή γενετικού υλικού, καθώς κανείς από τους εκατοντάδες αυτούς αγωνιζόμενους δεν καλέστηκε στη διαδικασία της καταστροφής του, γεγονός που καθιστά αμφίβολο το αν τηρήθηκε ποτέ το μέγιστο χρονικό όριο κράτησής του, ή ακόμη και το αν το γενετικό υλικό πράγματι καταστράφηκε.
    • την ίδια στιγμή που φορείς της αστικής δικαιοσύνης απορρίπτουν αιτήματα αναστολής της λήψης DNA, ενώ ακόμη αναμένεται η προσφυγή στο συμβούλιο πλημμελειοδικών εναντίον της ανακριτικής εντολής της λήψης και εκκρεμούν ΕΔΕ εναντίον των διωκτικών αρχών
  • πάνω από όλα, υπερασπιζόμαστε την αξιοπρέπειά μας απέναντι στις εξευτελιστικές διαδικασίες που έχουν ακολουθηθεί μέχρι τώρα για τη λήψη DNA, όπως η βίαιη προσαγωγή αγωνιζόμενων και η πολύωρη κράτησή τους στην ασφάλεια χωρίς να τους αναγνωρίζεται το δικαίωμα επικοινωνίας με δικηγόρο, ή ακόμα και η ίδια η επιβολή της λήψης του γενετικού υλικού, παρά την άρνησή τους, και σε κάποιες περιπτώσεις δια της χρήσης βίας.

Αντιλαμβανόμενοι τους εαυτούς μας ως κομμάτια του αγώνα που εξελίσσεται στη Χαλκιδική, απέναντι στις μεθοδεύσεις κράτους και εταιρείας που αποσκοπούν στην επιβολή της υλοποίησης ενός καταστροφικού έργου που απειλεί τη ζωή και την ελευθερία μας, επιθυμούμε μέσω της κίνησής μας αυτής να συνεισφέρουμε σε συμβολικό επίπεδο

  • στην αντίσταση απέναντι στην εγκαθίδρυση ενός καθεστώτος εξαίρεσης στην περιοχή, που επιτρέπει τη διασφάλιση προνομιακών πεδίων για τους χειρισμούς του κράτους, προκειμένου να διασφαλίσει αφενός το ρόλο του ως κεντρικό διαχειριστή και να εγγυηθεί αφετέρου την ανεμπόδιστη δραστηριότητα των εταιριών. Στην προκειμένη περίπτωση πρόκειται για την υλοποίηση ενός έργου ευρείας κλίμακας σε ό,τι αφορά στην περίφραξη κοινών πόρων και στην καταστροφή του περιβάλλοντος, η οποία προϋποθέτει τον χαρακτηρισμό της περιοχής ως μεταλλευτική, γεγονός που διασφαλίζεται μέσω του προσδιορισμού της από το μεταλλευτικό κώδικα ως ειδική οικονομική ζώνη,  στην οποία αποτρέπεται οποιαδήποτε άλλη παραγωγική δραστηριότητα.
  • στην αντίσταση απέναντι στην απόπειρα φίμωσης κάθε αγωνιστικής φωνής ή δράσης των τοπικών κοινωνιών, μέσω της πραγματοποίησης μιας σειράς στοχευμένων προσλήψεων μεταξύ οικογενειών
  • στην αντίσταση απέναντι στη διάρρηξη του κοινωνικού ιστού, που προκαλείται αναπόφευκτα μέσω του εκβιασμού της εργασίας – που εντείνεται σε συνθήκες κρίσης – και συνεπάγεται την αναζήτηση ατομικών λύσεων σε βάρος του κοινωνικού συμφέροντος, αλλά και τη συγκρότηση ενός σώματος μισθοφόρων που συνδέουν την επιβίωσή τους με τα συμφέροντα της εταιρείας.

Τέλος, κύριος στόχος μας είναι το να δείξουμε:

  • την αλληλεγγύη μας σε όλους όσους έχουν ήδη υποστεί την απόπειρα της κυριαρχίας να ποινικοποιήσει έναν κοινωνικό αγώνα, κάνοντας χρήση του νομικού οπλοστασίου της, που της επιτρέπει αφενός την εφεύρεση εγκληματικών οργανώσεων, η οποία συνεπάγεται τη στοιχειοθέτηση κατηγορητηρίων που επισύρουν ποινές πολύχρονης φυλάκισης και αφετέρου τη συσχέτιση διαφορετικών δικογραφιών, η οποία ανοίγει το δρόμο για τη δίωξη ατόμων για πολλαπλές υποθέσεις κάτω από μια κοινή εγκληματική οργάνωση, αναβαθμίζοντας τις κατηγορίες τους.
  • την αλληλεγγύη μας σε όλους όσους έχουν ήδη δεχθεί την καταστολή και τρομοκράτηση της κυριαρχίας, που έχει επιχειρήσει να επιβάλει από τη μια ένα καθεστώς ομηρίας, μέσω της εγκαθίδρυσης μιας βαριάς βιομηχανίας διώξεων, με τον σχηματισμό δεκάδων δικογραφιών που σχετίζονται με τις περισσότερες κινητοποιήσεις στο πλαίσιο του αγώνα και από την άλλη ένα μόνιμο φόβο που απορρέει από την αναμονή νέων δικογραφιών για τις υπόλοιπες κινητοποιήσεις.
  • την αλληλεγγύη μας σε όλους όσους έχουν συνδεθεί με το ιδιαίτερο ιδιώνυμο του «αντιστεκόμενου στα μεταλλεία» που έχει διαμορφωθεί για αυτούς που αμφισβητούν έμπρακτα τη λογική και το δόγμα της ανάπτυξης. Τις σύγχρονες μάγισσες που απάγονται όχι για να σταλούν στην πυρά, αλλά με σκοπό τη λήψη του γενετικού τους υλικού.

Αναγνωρίζουμε τον κίνδυνο να προσαχθούμε βίαια για την κίνησή μας αυτή, καθώς ανάλογες πρακτικές έχουν ήδη συντελεστεί στο παρελθόν εις βάρος αγωνιζόμενων, χωρίς καν αυτοί να έχουν προηγουμένως κληθεί για λήψη γενετικού υλικού.

Παρόλα αυτά, θεωρούμε προτεραιότητά μας το να συμβάλουμε στο βαθμό που μας αναλογεί στη δημιουργία μιας παρακαταθήκης ενάντια στην τρομοκράτηση που έχουν δεχθεί και συνεχίζουν να δέχονται οι αγωνιζόμενοι ενάντια στα μεταλλεία χρυσού στη Χαλκιδική.

Παναγιώτης Μποχώτης – Χρήστος Μηλίδης

Για την κλήση 23 ατόμων για λήψη γενετικού υλικού και την απόφαση των 2 να μην παρουσιαστούν

7 Μαρτίου 2013: πάνοπλες δυνάμεις καταστολής εισβάλουν στην Ιερισσό Χαλκιδικής, τυλίγοντας την σε ένα νέφος χημικών, πετώντας δακρυγόνα ακόμα και μέσα σε αυλή σχολείου και συλλαμβάνοντας 4 κατοίκους μετά από έρευνα στα σπίτια τους. Η ημέρα αυτή συνιστά ένα από τα κορυφαία στιγμιότυπα της «νόμιμης» βίας που ασκήθηκε από το κράτος στον αγώνα της Χαλκιδικής και χαρακτηριστικό παράδειγμα της τρομοκρατίας που επιχείρησε να επιβάλει στην περιοχή μετά την καταστροφή του εργοταξίου της Ελληνικός Χρυσός στις Σκουριές, στις 17/2/13, με κουκουλοφόρους της αντιτρομοκρατικής να κυκλοφορούν στα χωριά, δεκάδες κατοίκους να εξαφανίζονται για ώρες στην ασφάλεια χωρίς την παρουσία δικηγόρων και να εξαναγκάζονται – υπό την απειλή της απείθειας – σε λήψη DNA, χωρίς να τους έχουν καν απαγγελθεί κατηγορίες.

Συνολικά, από το Μάρτιο του ‘12 μέχρι σήμερα, έχουν γίνει προσαγωγές και παράνομη λήψη DNA από περισσότερους από 200 ανθρώπους, με εξευτελιστικές διαδικασίες και σε κάποιες περιπτώσεις ακόμα και με τη χρήση βίας. Η κατάφορη αυτή παραβίαση ανθρωπίνων δικαιωμάτων που συντελέστηκε στη Χαλκιδική καταγγέλθηκε από ένα σύνολο δικηγόρων και προκάλεσε μέχρι και την παρέμβαση της Διεθνούς Αμνηστίας.

Η άνευ προηγουμένου καταστολή και τρομοκράτηση που επιβλήθηκε στις τοπικές κοινωνίες της Χαλκιδικής, σε συνδυασμό με την έλλειψη – τουλάχιστον στη συντριπτική πλειοψηφία του κινήματος – πρότερης εμπειρίας λήψης DNA, καθώς και γνώσης των δικαιωμάτων που αφορούν σε αυτή, ήταν αναπόφευκτο να οδηγήσει στην κατά συρροή παράδοση του γενετικού υλικού ενός πλήθους ανθρώπων. Τα ζωντανά αντανακλαστικά του κινήματος ωστόσο αποδείχθηκαν όταν με απαρχή την πρωτοβουλία ενός αγωνιζόμενου να αντισταθεί στη λήψη DNA, ακολούθησαν στη συνέχεια και άλλοι την ίδια τακτική – της μη συγκατάθεσης.

7 Μαρτίου 2014: ένα χρόνο μετά, η επιχείρηση καταστολής του αγώνα ενάντια στα μεταλλεία χρυσού συνεχίζεται. Με αντίστοιχα μέσα, αλλά αναβαθμισμένες μεθοδεύσεις: μετά την απόπειρα φίμωσης του αγώνα της Χαλκιδικής ενάντια στα μεταλλεία χρυσού, μετά την επιχείρηση τρομοκράτησης των αντιστεκόμενων και ποινικοποίησης κάθε αγωνιστικής φωνής και δράσης τους, μετά την προσπάθεια ποινικοποίησης του αγώνα μέσω της εφεύρεσης υποτιθέμενων εγκληματικών οργανώσεων στις δύο μεγάλες δικογραφίες – αυτή των 29 υπόπτων για την κινητοποίηση στο Λάκκο Καρατζά (το Μάιο του ‘13) και αυτή των 20 υπόπτων για την υπόθεση του εμπρησμού τμήματος του εργοταξίου της εταιρείας (τον Φεβρουάριο του ‘13), 4 από τους οποίους μάλιστα υπέστησαν πολύμηνες προφυλακίσεις – έρχεται η επιχείρηση της κυριαρχίας να συσχετίσει τις δύο αυτές δικογραφίες.

Βάσει ανακριτικής διάταξης, κλήθηκαν να προσέλθουν για λήψη γενετικού υλικού 23 από τους 29 κατηγορούμενους στην υπόθεση του Καρατζά – κάτοικοι Χαλκιδικής και Θεσσαλονίκης – προκειμένου να συγκριθεί το DNA τους με αυτό που βρέθηκε στην υπόθεση του εμπρησμού του εργοταξίου. Οι υπόλοιποι 6 της δικογραφίας Καρατζά εξαιρέθηκαν, λόγω του ότι είχαν ήδη δώσει δείγμα DNA για την εν λόγω υπόθεση.

Είναι φανερό ότι μετά από ένα ικανό διάστημα αδράνειας των ανακριτικών διαδικασιών, το κράτος επιχειρεί να προχωρήσει σε μια νέα αναβάθμιση της τρομοκράτησης και ομηρίας των αγωνιζόμενων, καθώς αναγνωρίζει την απειλή που μπορεί να αποτελέσει για την εξέλιξη του έργου η συστηματική τους παρουσία και αντίσταση στο βουνό, ειδικά σε μια περίοδο κατά την οποία η εταιρεία επιδιώκει να επιταχύνει τις διαδικασίες προς την κατασκευή του εργοστασίου. Έτσι, η νέα αυτή κλήση αγωνιζόμενων για γενετικό υλικό, πέρα από το γεγονός ότι επιδιώκει να συμβάλει στην εξέλιξη της τράπεζας γενετικού υλικού που έχει ήδη δημιουργηθεί στην περιοχή, χρησιμοποιώντας επιπλέον ως μέσο τη σύνδεση των δύο δικογραφιών, αποβλέπει στην καλύτερη θεμελίωση της ρητορικής της κυριαρχίας περί της ύπαρξης και δράσης εγκληματικής οργάνωσης στη Χαλκιδική, «με δεδομένο ότι σε αμφότερες τις δικογραφίες υφίστανται κοινοί κατηγορούμενοι και πράξεις που βάλουν στη ματαίωση ή αναστολή οποιασδήποτε μεταλλευτικής δραστηριότητας». Παράλληλα βέβαια, το κράτος, μέσα από τη στοχοποίηση συγκεκριμένων ατόμων, επιχειρεί να επιβεβαιώσει το ρόλο του ως εγγυητής της τάξης και της νομιμότητας στην περιοχή.

Ωστόσο, παρά την επιχείρηση της κυριαρχίας να κάμψει εκ νέου τις αντιστάσεις των αγωνιζόμενων, το κίνημα φαίνεται να αναβαθμίζει τις αντιστάσεις του, γεγονός που αποδεικνύει στην πράξη ότι οι πρωτοβουλίες αντίστασης ενός τμήματος διωκόμενων στη λήψη DNA έχουν αφήσει παρακαταθήκη στον αγώνα. Έτσι, βλέπουμε ένα μεγάλο τμήμα των ανθρώπων που φέρονται ως ύποπτοι να μην συγκατατίθενται στη λήψη DNA ή/και να αποχωρεί στο άκουσμα της άρνησης του δικαιώματός τους να αιτηθούν την αναστολή της διαδικασίας. Στο ίδιο πλαίσιο κατάδειξης της αντίθεσής τους στη λήψη γενετικού υλικού, δύο από τους 23 έχουν επιλέξει να μην παρουσιαστούν καθόλου στην εν λόγω διαδικασία.

Η επίθεση κράτους και εταιρείας ενάντια σε οποιονδήποτε αγωνιζόμενο συνιστά επίθεση εναντίον όλων μας, μια επίθεση που τελικά στοχεύει στον ίδιο τον αγώνα. Απέναντι στη «νόμιμη» αυτή βία της κυριαρχίας που απαιτεί από τους κοινωνικούς αγώνες πιστοποιητικά νομιμοφροσύνης και υπακοής,  αντιτάσσουμε την αξιοπρέπεια μας – που δεν πρόκειται να ισοπεδωθεί παρά τις αναβαθμισμένες μεθοδεύσεις – και την αδιαπραγμάτευτη αλληλεγγύη μας στους διωκόμενους αγωνιστές. Στο πλαίσιο αυτό, συμπαραστεκόμαστε σε όλους όσους κλήθηκαν – για μια φορά ακόμη στην ιστορία του αγώνα της Χαλκιδικής – να παραδώσουν το γενετικό τους υλικό, σε όλους όσους τίθενται υπό τον εκβιασμό της απόδοσης ενός ακόμη συνόλου κατηγοριών στο πλαίσιο υποτιθέμενων εγκληματικών οργανώσεων. Ταυτόχρονα, στηρίζουμε την επιλογή των δύο συντρόφων μας να μην παρουσιαστούν για λήψη γενετικού υλικού, καθώς κατανοούμε την ανάγκη τους να καταδείξουν με τον τρόπο αυτό την έντονη αντίθεσή τους στην εξευτελιστική αυτή διαδικασία και την προσπάθειά τους να προτείνουν έναν ακόμη δρόμο αντίστασης σε αυτή.

Επιτροπή αλληλεγγύης στους διωκόμενους του αγώνα ενάντια στην εξόρυξη χρυσού

Κείμενο διωκόμενων του αγώνα ενάντια στην εξόρυξη χρυσού, που διαβάστηκε στη συνέντευξη τύπου στις 7/11/13

Πλέον είναι πιο ξεκάθαρο από ποτέ ότι το ελληνικό κράτος τα παίζει όλα για όλα προκειμένου να διασώσει ότι του έχει απομείνει από το δημοκρατικό του προσωπείο. Ένας από τους άξονες όλης του αυτής της προσπάθειας είναι η καταστολή οποιουδήποτε αντιστέκεται στο συνεχόμενο εκφασισμό του κράτους. Τα παραδείγματα πολλά, όπως η άγρια καταστολή διαδηλώσεων, οι ποινικοποιήσεις απεργιών, οι εκκενώσεις καταλήψεων και κοινωνικών χώρων.

Το μεγάλο βήμα όμως το κράτος το έκανε στην περίπτωση των Σκουριών. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, τέθηκε σε εφαρμογή η θεωρία των δύο άκρων. Το κράτος έρχεται να εξισώσει τη βία και θηριωδία της Χ.Α. (δολοφονικές επιθέσεις κατά των μεταναστών, κοινωνικών χώρων κ.α.) με τον αγώνα των τοπικών κοινωνιών για ελευθερία και αξιοπρέπεια.

Από τη μια, έχουμε ένα ιεραρχημένο φασιστικό μόρφωμα που αποτελεί το επίσημο παρακράτος και λειτουργεί σε άμεση συνεργασία με το στρατό και την αστυνομία και βασίζεται σε οικονομικές δραστηριότητες του οργανωμένου εγκλήματος. Από την άλλη, έχουμε μια τοπική κοινωνία που παλεύει για την υπεράσπιση του φυσικού της πλούτου απέναντι σε μια εταιρεία που της στερεί τη δυνατότητα της κοινωνικής αναπαραγωγής.

Για πρώτη φορά, άτομα που συμμετέχουν σε κοινωνικούς αγώνες διώκονται για σύσταση εγκληματικής οργάνωσης. Δηλαδή θεωρείται τρομοκράτης αυτός που υπερασπίζεται τη φύση, την ελευθερία του και την αξιοπρέπειά του. Αν δούμε όμως το ιστορικό των γεγονότων στις Σκουριές, θα διαπιστώσουμε ότι αυτοί που λειτουργούσαν σαν εγκληματική οργάνωση είναι η εταιρεία και η αστυνομία που την προστατεύει. Πριν ενάμιση χρόνο, το Mάρτιο του 2012, 400 εργαζόμενοι της εταιρείας ανεβαίνουν στο βουνό και καταστρέφουν το φυλάκιο που είχε γίνει από τους κατοίκους, με αποτέλεσμα αυτό να καεί ολοσχερώς και ένας από τους κατοίκους που βρίσκονταν εκεί να καταλήξει σε κωματώδη κατάσταση στο νοσοκομείο.

Εν συνεχεία, σε κάθε διαδήλωση, η καταστολή ήταν άγρια, με ξυλοδαρμούς διαδηλωτών, τραυματισμούς από δακρυγόνα σε ευθεία βολή αλλά και εισβολή ισχυρών αστυνομικών δυνάμεων μέσα στο χωριό, πνίγοντας το στα δακρυγόνα και σπάζοντας πόρτες σπιτιών τα χαράματα, συλλαμβάνοντας κόσμο.

Στο βωμό της ανάπτυξης και της εξόδου από την κρίση, το ελληνικό κράτος προστατεύει μια εταιρεία, τσακίζοντας κάθε ίχνος αξιοπρέπειας και δημιουργώντας ένα συνεχές κλίμα τρομοκρατίας. Ουσιαστικά μια ολόκληρη τοπική κοινωνία έχει χαρακτηριστεί κέντρο ανομίας από το κράτος. Αποκορύφωμα η δικογραφία των 3500 σελίδων και των 30 cd με συνομιλίες τηλεφώνων που στοχοποιεί 29 άτομα και τους κατηγορεί για σύσταση εγκληματικής οργάνωσης.

Διαδηλώναμε, διαδηλώνουμε και θα συνεχίζουμε να διαδηλώνουμε ενάντια σε μια εξόρυξη που θα καταστρέψει τη ζωή μας, ενάντια σε μια εξόρυξη που καταστρέφει το περιβάλλον.

Στεκόμαστε αλληλέγγυοι με τους κατοίκους της Β.Α. Χαλκιδικής στον δίκαιο αυτό αγώνα, διότι η αλληλεγγύη είναι το όπλο μας.

Τα κέντρα ανομίας είναι τα κέντρα εξουσίας και όχι τα αντιστεκόμενα κομμάτια της κοινωνίας.

Ενάντια στης φύσης τη λεηλασία

Αγώνας για τη γη και την ελευθερία

Διεθνές κάλεσμα αλληλεγγύης στον αγώνα ενάντια στην εξόρυξη χρυσού στη Χαλκιδική

Εμείς, οι άνθρωποι του κινήματος ενάντια στις καταστροφικές εξορύξεις στη Χαλκιδική, απευθυνόμαστε γι άλλη μια φορά σε εσάς, τους συμπολίτες μας, συναγωνιστές μας, συνανθρώπους μας.

Στην Ελλάδα σήμερα συντελείται ένα έγκλημα. Με αφορμή την οικονομική κρίση, το περιβάλλον, τα ανθρώπινα δικαιώματα, η ανθρώπινη αξιοπρέπεια, η δημοκρατία, η ελευθερία του λόγου, η ποιότητα ζωής γίνονται θυσία στο βωμό επιχειρηματικών συμφερόντων, πολιτικών φιλοδοξιών κι ενός νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού, που στην Ελλάδα δείχνει το πιο απάνθρωπο πρόσωπό του.

Στη Χαλκιδική, βιώνουμε εδώ και καιρό την πολιτική της “σωτηρίας της χώρας με κάθε κόστος”. Με κόστος ανθρώπινες ζωές, ανθρώπινα δικαιώματα, φυσικό περιβάλλον.

Στον τόπο μας σχεδιάζεται μια, τεραστίου μεγέθους, εξορυκτική  δραστηριότητα που απειλεί να καταστρέψει ένα απίστευτης ομορφιάς και οικολογικής αξίας δάσος. Απειλεί να ρυπάνει τον υδροφόρο ορίζοντα, την ατμόσφαιρα, το έδαφος και τη θάλασσα. Απειλεί τις οικονομικές μας δραστηριότητες. Καταδικάζει και υποθηκεύει το μέλλον των παιδιών.

Το κοινωνικό κίνημα διαμαρτυρίας και αντίστασης σ’ αυτά τα καταστροφικά σχέδια, έχει υποστεί απίστευτη κρατική καταστολή, αστυνομική βία, διώξεις, φυλακίσεις, συκοφάντηση, φίμωση, ποινικοποίηση. Κι όμως αντέχουμε. Συνεχίζουμε να διεκδικούμε δυναμικά το δικαίωμα στη ζωή και το όνειρο.

Δύναμή μας η αγάπη για τον τόπο μας, τον φυσικό και πολιτισμικό μας χώρο. Δύναμή μας η ενότητά μας σ’ έναν κοινό αγώνα ζωής. Δύναμή μας η αλληλεγγύη.

Στις 9 του Νοέμβρη θα συναντηθούμε στη Θεσσαλονίκη σ’ ένα συλλαλητήριο διαμαρτυρίας, διεκδίκησης και αλληλεγγύης.

Σας καλούμε, την ίδια μέρα, να σταθείτε δίπλα μας, και να συναντηθείτε κι εσείς στους δικούς σας τόπους σε μια κοινή δράση αλληλεγγύης.

Μόνο ενωμένοι και αλληλέγγυοι μπορούμε να διεκδικήσουμε ένα αξιοπρεπές παρόν κι ένα καλύτερο μέλλον.

ΕΠΙΤΡΟΠΈΣ ΑΓΩΝΑ ΧΑΛΚΙΔΙΚΗΣ ΚΑΙ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ

Κείμενο με αφορμή τις πρόσφατες διώξεις

Στην Β.Α. Χαλκιδική δύο βαριές βιομηχανίες βρίσκονται σε εξέλιξη και η μία είναι προϋπόθεση της άλλης. Είναι η βαριά βιομηχανία της ανοιχτής εξόρυξης χρυσού στις Σκουριές απ’ την Eldorado και η βαριά βιομηχανία της καταστολής, των διώξεων και των προφυλακίσεων.

Στην πρώτη περίπτωση, ένα αρχέγονο δάσος που αποτελεί δημόσιο πλούτο και δημόσια περιουσία αφού ξεπουλήθηκε έναντι πινακίου φακής στους χρυσοθήρες και στον Άκτωρα, απειλείται ήδη με μη αναστρέψιμη καταστροφή, καταστρέφοντας ταυτόχρονα τους όρους ζωής των γύρω περιοχών με τα εκατομμύρια τόνους χημικών αποβλήτων και λεηλασίας των υδάτινων πόρων, που απαιτεί η ανοιχτή εξόρυξη. Στην δεύτερη περίπτωση, η διαμαρτυρία και η αντίσταση των κατοίκων δέχτηκε μια άνευ προηγουμένου επίθεση, τόσο απ’ την εταιρεία και τους υποστηρικτές της, όσο και απ’ τις δυνάμεις καταστολής με πολλούς σοβαρούς τραυματισμούς, με χημικά, με υποχρεωτική και βασανιστική λήψη DNA, με εισβολές σε σπίτια και απαγωγές, με συνεχείς ξυλοδαρμούς, με διώξεις και προφυλακίσεις.

Απέναντι στον ολοκληρωτικό πόλεμο που κήρυξαν κράτος και χρυσοθήρες, η επιμονή των κατοίκων και ο συνεχής αγώνας τους δημιούργησε ένα μεγάλο κίνημα που ξεπέρασε τα όρια της περιοχής γύρω απ’ την εξόρυξη και απλώθηκε σε όλη την Ελλάδα αλλά και στο εξωτερικό. Ο κίνδυνος να ακυρωθεί το έργο αποτελεί κομβικό σημείο για τις “επενδύσεις” με διατάγματα (fast track). Το μενού των κυβερνώντων συμπληρώνεται απ’ τον μονόλογο υπέρ της εταιρείας στην πλειοψηφία των ΜΜΕ και απ’ τις κατασταλτικές μεθόδους που εφαρμόστηκαν απ’ την αστυνομία και τους δικαστές. Κάτοικοι και αλληλέγγυοι με αναβαθμισμένες κατηγορίες όπως αυτής της σύστασης εγκληματικής οργάνωσης φορτώνονται βαριές κατηγορίες που επισύρουν πολυετής ποινές φυλάκισης.

Τα τελευταία γεγονότα με την Χ.Α. Αποδεικνύουν πως ο ναζιστικός απόκοσμος είναι για πολλές χρήσεις. Αφού έπαιξαν μαζί της σαν την γάτα με τον ποντικό, αποφάσισαν να δείξουν ποιος είναι η γάτα και πιο το ποντίκι, από τη στιγμή που το ποντίκι ένοιωσε πως έγινε αρουραίος. Δεν θα σταθούν όμως εκεί και ήδη διατυμπανίζουν τους σχεδιασμούς τους για που το πάνε.

Η θεωρία των δύο άκρων που επανεμφανίστηκε μέσα στην γενικευμένη κρίση (οικονομική – κοινωνική – πολιτική) του συστήματος κυριαρχίας, είναι το ιδεολογικό όπλο της καταστολής που ανοιχτά και ωμά προσπαθεί να επιβληθεί σ’ όλες τις κοινωνικές διεργασίες αντίστασης. Απ’ τη στιγμή που ο φόβος και τα διατάγματα έγιναν τρόπος διακυβέρνησης, οι επιτελείς του κρατικού μηχανισμού έκαναν ένα βήμα παραπέρα. Αφού δεν μπορούσαν να διασφαλίσουν τους όρους ζωής, αφού η συναίνεση έπαψε να έχει υλικό αντίκρισμα για τους από τα κάτω και αφού η επίθεση γινόταν σε όλα τα στρώματα και οριζόντια, επανέφεραν τη θεωρία των δύο άκρων. Για να περάσουν απ’ την άμυνα στην επίθεση.

Ήδη από το 2011 ακούγονταν οι φωνές για αστικό μέτωπο και απάντηση στο κίνημα των πλατειών. Σήμερα μετά την δολοφονία του Παύλου Φύσσα απ’ την ναζιστική συμμορία της Χ.Α. ξανακούγονται οι ίδιες φωνές, με πιο διευρυμένους υποστηρικτές, για συνταγματικό και δημοκρατικό τόξο. Οι λόγοι είναι προφανείς. Από τη μία να επικυρωθεί ως νομιμότητα η επίθεση του κράτους στην κοινωνία και απ’ την άλλη να προσομοιάσει κάθε μορφή αντίστασης με τις πρακτικές της Χ.Α.

Είναι χαρακτηριστικό το γεγονός ότι πολλά κυβερνητικά στελέχη παρομοίαζαν πάνω απ’ τον νεκρό Παύλο Φύσσα τη δολοφονική δράση της Χ.Α. με τον αγώνα των κατοίκων της Χαλκιδικής. Ούτε είναι τυχαίο το γεγονός ότι η κατηγορία που βαραίνει και τους διωκόμενους κατοίκους και αλληλέγγυους είναι αυτή της σύστασης εγκληματικής οργάνωσης.

Είναι ρητορικό το ερώτημα το τι σχέση μπορεί να έχει ο λούμπεν ναζισμός των χρυσαυγιτών με πλάτες στην αστυνομία, στον στρατό, στους εφοπλιστές, στα ΜΜΕ, στην εκκλησία, στους μπράβους της νύχτας, στους δικαστές, με τον αγώνα στη Χαλκιδική, έναν αγώνα για την ίδια την ζωή έχοντας απέναντι του σχεδόν όλους τους παραπάνω θεσμούς και μηχανισμούς. Με αυτή τη μεθόδευση αργά ή γρήγορα θα βρεθούν αντιμέτωποι όλοι όσοι αγωνίζονται για ελευθερία και αξιοπρέπεια, όλοι όσοι αρνούνται να αποδεχθούν την μοιρολατρία του φοβισμένου υπηκόου.

Πίσω απ’ το συνταγματικό τόξο και την θεωρία των δύο άκρων κρύβεται η εγκληματοποίηση των κοινωνικών αγώνων της αλληλεγγύης και της ισότητας. Δεν θα τους κάνουμε τη χάρη. Δεν έχουμε να χάσουμε τίποτα απ’ τον παλιό κόσμο, δεν έχουμε να κερδίσουμε τίποτα απ’ τον νέο ολοκληρωτισμό. Απέναντι σε αυτή την ωμή πραγματικότητα όπλο μας είναι η αλληλεγγύη και ο αγώνας για ισότητα, για γη και ελευθερία.

 

ΟΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΙ ΑΓΩΝΕΣ ΔΕΝ ΠΟΙΝΙΚΟΠΟΙΟΥΝΤΑΙ

– Η ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗ ΔΕΝ ΦΥΛΑΚΙΖΕΤΑΙ –

ΛΕΥΤΕΡΙΑ ΣΤΟΥΣ 4 ΠΡΟΦΥΛΑΚΙΣΜΕΝΟΥΣ ΑΓΩΝΙΣΤΕΣ – ΚΑΜΙΑ ΑΛΛΗ ΔΙΩΞΗ

Επιτροπή Αλληλεγγύης στους διωκόμενους του αγώνα ενάντια στην εξόρυξη χρυσού