Προθεσμία για να απολογηθούν πήραν τα 14 άτομα για την υπόθεση του εργοταξίου στις Σκουριές

Aπό alterthess Προθεσμία για τις 16 και 17 Ιουνίου πήραν τα 14 άτομα που κατηγορούνται για την υπόθεση του εργοταξίου στις Σκουριές και τα οποία σήμερα κλήθηκαν σε απολογία ενώπιον της ανακρίτριας Χαλκιδικής στο δικαστικό Μέγαρο Πολυγύρου.

Να υπενθυμίσουμε ότι αρχικά για την υπόθεση αυτή διώκονταν 20 άτομα εκ των οποίων οι 2 είχαν προφυλακιστεί στις 14 Απριλίου του 2013 και αποφυλακίστηκαν στις 14 Οκτωβρίου επισης του 2013. Τον Ιούλιο του 2013 μετά την απολογία τους προφυλακίστηκαν άλλοι δύο κατηγορούμενοι για την υπόθεση οι οποίοι αποφυλακίστηκαν στις 6 Νοεμβρίου μετά την θετική γνωμοδότηση ανακρίτριας και εισαγγελέα.

Στη συνέχεια στο συνόλο των 20 κατηγορουμένων προστέθηκε ακόμη ένας και έτσι στις 16 και 17 Ιουνίου τα υπόλοιπα 14 άτομα θαα απολογηθούν στην Ανακρίτρια Χαλκιδικής .

Στοπ στην Ελληνικός Χρυσός από την Επιθεώρηση Μεταλλείων

Την ίδια στιγμή, εντολή άμεσης διακοπής των εργασιών διάνοιξης δρόμου στο Λάκκο Καρατζά στις Σκουριές οι οποίες εκτελούνται παράνομα από την Ελληνικός Χρυσός έδωσε χθες η Επιθεώρηση Μεταλλείων. Να σημειώσουμε πως η εν λόγω απόφαση εκδόθηκε μετά από έντονες πιέσεις και καταγγελίες κατοίκων στη εισαγγελία, την αστυνομία, τους επιθεωρητές περιβάλλοντος και την επιθεώρηση μεταλλείων, που ανάγκασαν τους επιθεωρητές να κάνουν αυτοψία στην περιοχή και να σταματήσουν τις εργασίες της εταιρείας.

Μάλιστα, χθες αντιπροσωπεία του κινήματος ενάντια στο χρυσό είχε συνάντηση με τους Επιθεωρητές Μεταλλείων, κατά τη διάρκεια της οποίας έθεσε μία σειρά ζητημάτων που αφορούν παράνομες εργασίες της εταιρίας στις Σκουριές, ζητώντας την γενικότερη αναστολή τους και την επιβολή προστίμων.

Από την πλευρά τους οι επιτροπές αγώνα Χαλκιδικής σε ανακοίνωση που εξέδωσαν, επικρίνουν την στάση των αρμόδιων ελεγκτικών μηχανισμών του κράτους και την επιλεκτική τήρηση της νομιμότητας και διερωτώνται: «Όταν τελικά αποδειχθεί, πέρα κάθε αμφιβολίας, ότι το εξορυκτικό σχέδιο της Ελληνικός Χρυσός είναι καταστροφικό για το περιβάλλον, την τοπική οικονομία, τη δημόσια υγεία και την κοινωνία, ποιός θα θεραπεύσει τις πληγές του βουνού;».

Τέλος, να σημειωθεί πως το κίνημα ενάντια στα μεταλλεία χρυσού διοργανώνει την Κυριακή το πρωί πορεία διαμαρτυρίας στις Σκουριές.

Σε απολογία καλούνται 14 κάτοικοι για την υπόθεση των Σκουριών

πηγή: alterthess

Σε απολογία καλούνται την  Παρασκευή 6 Ιουνίου, 14 άτομα που κατηγορούνται για την υπόθεση του εργοταξίου στις Σκουριές. Να υπενθυμίσουμε ότι αρχικά για την υπόθεση αυτή διώκονταν 20 άτομα εκ των οποίων οι 2 είχαν προφυλακιστεί στις 14 Απριλίου του 2013 και αποφυλακίστηκαν στις 14 Οκτωβρίου επισης του 2013. Τον Ιούλιο του 2013 μετά την απολογία τους προφυλακίστηκαν άλλοι δύο κατηγορούμενοι για την υπόθεση οι οποίοι αποφυλακίστηκαν στις 6 Νοεμβρίου μετά την θετική γνωμοδότηση ανακρίτριας και εισαγγελέα.

Στη συνέχεια στο συνόλο των 20 κατηγορουμένων προστέθηκε ακόμη ένας και έτσι την Παρασκευή καλούνται 14 άτομα να απολογηθούν στην Ανακρίτρια Χαλκιδικής στο δικαστικό Μέγαρο Πολυγύρου.

“Μετά από ένα χρόνο καλούνται οι υπόλοιποι κατηγορούμενοι για ανάκριση για την υπόθεση του εργοταξίου των Σκουριών”δηλώνει στο alterthess ο συνήγορος κατηγορουμένων Γ. Κυρίτσης και προσθέτει: “Θέλω να πιστεύω το ότι οι κλήσεις  κοινοποιούνται 24 ώρες μετά την ανακοίνωση των επιτροπών αγώνα ενάντια στις μεταλλευτικές δραστηριότητες για την πορεία στις Σκουριές την Κυριακή και τις έντονες διαμαρτυρίες των κατοίκων για τις παράνομες δραστηριότητες της Ελληνικός Χρυσός είναι τελείως συμπτωματικό. Από τα πρώτα στοιχεία δεν έχουμε  κάτι νεότερο επιβαρυντικό για τους κατηγορούμενους. Ισχύει αυτό που δηλώναμε και παλαιότερα ότι οι διώξεις είναι φρονηματικές και στόχο είχαν να κάμψουν το αγωνιστικό φρόνημα της τοπικής κοινωνίας”

 

Κείμενο μικροφωνικής 24/5/14

Ο αγώνας ενάντια στα μεταλλεία στη Χαλκιδική αποτελεί ένα μαζικότατο και πολύμορφο αγώνα, που πλαισιώνεται από ανθρώπους με πολύ διαφορετικές καταβολές, οι οποίοι επιμένουν εδώ και χρόνια να αντιστέκονται απέναντι στην ανάπτυξη των μεταλλευτικών δραστηριοτήτων της Ελληνικός Χρυσός – EldoradoGold στην περιοχή Σκουριές του όρους Κάκαβος, στη Β.Α.Χαλκιδική. Απέναντι σε ένα έργο που θα επιφέρει ανυπολόγιστες συνέπειες στην ισορροπία και την ίδια την ύπαρξη των τοπικών οικοσυστημάτων, ορισμένες από τις οποίες, πριν ακόμα ολοκληρωθεί η ανάπτυξη του έργου, έχουν ήδη αρχίσει να λαμβάνουν πραγματικές διαστάσεις, περιλαμβάνοντας σημαντικές περιβαλλοντικές καταστροφές και πλήττοντας τις τοπικές παραγωγικές δραστηριότητες.

Κατά τη διάρκεια όλων αυτών των χρόνων, ο αγώνας της Χαλκιδικής έχει πάρει ποικίλες μορφές, που συνθέτουν από κοινού την πραγματικότητά του: άλλοτε πορείες ή συγκεντρώσεις στο βουνό, άλλοτε διαδηλώσεις και εκδηλώσεις σε χωριά και μεγάλες πόλεις, άλλοτε αποκλεισμούς δρόμων και άλλοτε καταστροφές σε υλικοτεχνικό εξοπλισμό της εταιρείας, με σκοπό το μπλοκάρισμα του έργου, αλλά και με πάγια διεκδίκηση τον αποχαρακτηρισμό της Χαλκιδικής από μεταλλευτική ζώνη και την αποκατάσταση όσων περιοχών έχουν ήδη πληγεί.

Όπως ήταν αναμενόμενο, το κράτος έχει επιχειρήσει κάθε δυνατό τρόπο, προκειμένου να προστατεύσει την εξέλιξη του έργου και να εμποδίσει την εξάπλωση του αγώνα πέρα από τα γεωγραφικά όρια της Χαλκιδικής. Έτσι, έχει επιβάλει στην περιοχή μια κατάσταση εξαίρεσης που ορίζει την υλοποίηση του έργου ως μονόδρομο, με πρόσχημα την εθνική σωτηρία, ενώ από το Μάρτιο του ’12 με τη βίαιη εισβολή της εταιρείας στο βουνό – που σήμανε και την έναρξη των εργασιών της – και ακόμα περισσότερο μετά την καταστροφή του εργοταξίου της εταιρείας το Φεβρουάριο του ’13, η Χαλκιδική αποτέλεσε πεδίο δοκιμών αναβαθμισμένων κατασταλτικών πρακτικών που απέβλεπαν στην τρομοκράτηση των αντιστεκόμενων: πρωτοφανή μεγέθη δυνάμεων καταστολής σε διαδηλώσεις, αλλά και μέσα στα χωριά, σοβαροί τραυματισμοί από την άσκηση «νόμιμης» βίας, με μανιώδεις ρίψεις δακρυγόνων σε ευθεία βολή, εκατοντάδες πολύωρες προσαγωγές διαδηλωτών χωρίς την παρουσία δικηγόρων, λήψη DNA από 100άδες αγωνιζόμενους χωρίς να έχουν καν απαγγελθεί κατηγορίες και σε κάποιες περιπτώσεις δια της βίας.

Ταυτόχρονα, μέσω της εγκαθίδρυσης μιας βιομηχανίας διώξεων στην περιοχή και ιδιαίτερα με τον σχηματισμό δικογραφιών χιλιάδων σελίδων με κατηγορητήρια, που σε αρκετές περιπτώσεις αφορούν σε βαριά κακουργήματα, το κράτος προκειμένου να στοχοποιήσει το κοινωνικό κίνημα της Χαλκιδικής, για να επιδείξει αποτελεσματικότητα στην πάταξη αυτού που ορίζει ως «ανομία», έχει επιχειρήσει να κατασκευάσει σενάρια για υποτιθέμενες εγκληματικές οργανώσεις που δρουν στην περιοχή εμποδίζοντας την ανάπτυξη της χώρας. Η κατηγορία της σύστασης εγκληματικής οργάνωσης περιλαμβάνεται στα κατηγορητήρια των δύο μεγάλων δικογραφιών, αυτής των 29 υπόπτων για ενέργειες που έλαβαν χώρα κατά την κινητοποίηση στο Λάκκο Καρατζά (το Μάιο του ‘13) και στην περιοχή της Ιερισσού (από τις αρχές Μαΐου μέχρι και τις 25 Αυγούστου 2013) και αυτής των 20 υπόπτων για την υπόθεση του εμπρησμού τμήματος του εργοταξίου της εταιρείας (τον Φεβρουάριο του ‘13), 4 από τους οποίους μάλιστα υπέστησαν πολύμηνες προφυλακίσεις.

Χαρακτηριστικό μάλιστα είναι το γεγονός ότι η ποινικοποίηση αυτή δεν αναφέρεται μόνο στην πράξη, αλλά και στην ίδια τη σκέψη και τη βούληση, γεγονός που έχει ανοίξει το δρόμο για την άσκηση φρονηματικών διώξεων. Έτσι, ήδη από τις πρώτες δυναμικές κινητοποιήσεις, το φθινόπωρο του ’12, βλέπουμε να ασκούνται διώξεις που αφορούσαν στην ίδια τη συμμετοχή σε κινητοποίηση, ενώ λίγο αργότερα, μετά το Φεβρουάριο του ’13, ακολούθησαν διώξεις περί ηθικής αυτουργίας.

Επιπλέον, σε ό,τι αφορά στην κατά συρροή λήψη DNA, είναι προφανές ότι οι διωκτικές αρχές αποσκοπούν στη χρήση γενετικού υλικού, προκειμένου να προσδώσουν ένα δήθεν ορθολογικό και επιστημονικοφανές έρεισμα στις παράλογες διώξεις που κατασκευάζουν, παρά το γεγονός ότι η μέθοδος ταυτοποίησής του δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να αποτελέσει αξιόπιστο «αποδεικτικό στοιχείο», μιας και το DNA μπορεί να κατασκευαστεί τεχνητά εξ αρχής, να αναπαραχθεί και να μεταφερθεί από τρίτους κατά βούληση, χωρίς να μπορεί να προσδιοριστεί ο χρόνος κατά τον οποίο έγινε η μεταφορά του γενετικού αποτυπώματος. Είναι φανερή επίσης η απόπειρα δημιουργίας και διατήρησης τράπεζας γενετικού υλικού στην περιοχή, που συνιστά στην ουσία την εφαρμογή ενός βιολογικού φακελώματος που θα είναι πάντα διαθέσιμο προς χρήση, σύμφωνα με τις εκάστοτε εντολές της εξουσίας και αποσκοπεί στην επιβολή ενός καθεστώτος ομηρίας στους αγωνιζόμενους.

Μετά από ένα ικανό διάστημα αδράνειας των ανακριτικών διαδικασιών, το κράτος επιχείρησε πριν περίπου δύο μήνες να προχωρήσει σε μια νέα αναβάθμιση της τρομοκράτησης και ομηρίας των αγωνιζόμενων, αναγνωρίζοντας την απειλή που μπορεί να αποτελέσει για την εξέλιξη του έργου η συστηματική τους παρουσία και αντίσταση στο βουνό, ειδικά σε μια περίοδο κατά την οποία η εταιρεία επιδιώκει να επιταχύνει τις διαδικασίες προς την κατασκευή του εργοστασίου. Στις 7 Μαρτίου 2013, 23 από τους 29 κατηγορούμενους στην υπόθεση του Καρατζά – κάτοικοι Χαλκιδικής και Θεσσαλονίκης – κλήθηκαν βάσει ανακριτικής διάταξης να προσέλθουν για λήψη γενετικού υλικού, προκειμένου να συγκριθεί το DNA τους με αυτό που βρέθηκε στην υπόθεση του εμπρησμού του εργοταξίου. Οι περισσότεροι από τους κληθέντες, κατέθεσαν προσφυγή στο Συμβούλιο Πλημμελειοδικών, ζητώντας την ακύρωση της απόφασης της ανακρίτριας να υποβληθούν σε ανάλυση DNA, καθώς και αίτημα αναστολής για να σταματήσει η διαδικασία μέχρι την εκδίκαση της προσφυγής τους. Μάλιστα, οι περισσότεροι κάτοικοι δεν υπάκουσαν στη σύσταση της ανακρίτριας να δώσουν DNA για να μην κατηγορηθούν για «απείθεια» και αποχώρησαν. Τελικά, η προσφυγή απορρίφθηκε από το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών, ενώ οι 23 υποχρεώθηκαν στη λήψη του γενετικού τους υλικού πριν την εκδίκασή της. Προκειμένου να καταδείξουν την έντονη αντίθεσή τους στην εξευτελιστική διαδικασία της λήψης DNA, καθώς και στη διατήρηση τράπεζας γενετικού υλικού, 2 από τους 23 επέλεξαν να μην παρουσιαστούν κατά την ορισμένη από την ανακρίτρια ημερομηνία για να παραδώσουν δείγμα γενετικού υλικού και κατόπιν τούτου προσήχθησαν στη Θεσσαλονίκη και υποχρεώθηκαν σε βίαιη λήψη του γενετικού τους υλικού στη ΓΑΔΘ.

Είναι φανερό ότι η νέα αυτή κλήση αγωνιζόμενων για γενετικό υλικό, πέρα από το γεγονός ότι επιδιώκει να συμβάλει στην εξέλιξη της τράπεζας γενετικού υλικού που έχει ήδη δημιουργηθεί στην περιοχή, αποβλέπει, επιπλέον στη σύνδεση των δύο δικογραφιών με απώτερο σκοπό την καλύτερη θεμελίωση της ρητορικής της κυριαρχίας περί της ύπαρξης και δράσης εγκληματικής οργάνωσης στη Χαλκιδική, δεδομένου ότι – όπως αναφέρεται στην ανακριτική διάταξη – «σε αμφότερες τις δικογραφίες υφίστανται κοινοί κατηγορούμενοι και πράξεις που βάλουν στη ματαίωση ή αναστολή οποιασδήποτε μεταλλευτικής δραστηριότητας». Βέβαια, ο σκοπός αυτός της σύνδεσης των δικογραφιών δεν θα μπορούσε να επιτευχθεί χωρίς να βρεθούν εξιλαστήρια θύματα. Έτσι, όπως ήταν αναμενόμενο, οι μεθοδεύσεις αυτές κατέληξαν στη γνωστοποίηση σε ένα εκ των 23 ατόμων της ταυτοποίησης του δείγματός του με γενετικό υλικό από την υπόθεση του εμπρησμού του εργοταξίου. Μάλιστα, η ταυτοποίηση τού γνωστοποιήθηκε πολύ αργότερα από το χρονικό όριο – μετά τη λήψη – που προσδιορίζεται από το νόμο και μάλιστα λίγο πριν την διεξαγωγή των εκλογών, στις αρχές του Μαΐου.

Λίγες μέρες αργότερα, 3 άτομα από τη δικογραφία του Καρατζά κλήθηκαν σε κατά βούληση επαλήθευση – με νέα λήψη DNA – της ταυτοποίησης που έγινε στο στάδιο της προανάκρισης στα δείγματα του γενετικού υλικού τους για την εν λόγω υπόθεση. Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι η ταυτοποίηση του γενετικού τους υλικού δεν τους είχε κοινοποιηθεί, ώστε να μπορούν να το αμφισβητήσουν. Ένας εξ αυτών επέλεξε να μην παραστεί στην επανεξέταση, αμφισβητώντας έμπρακτα την όλη διαδικασία λήψης γενετικού υλικού που πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο της προανάκρισης.

Η αντίσταση στην εξόρυξη χρυσού αποτελεί αντίσταση στη λεηλασία και την καταστροφή των κοινών φυσικών πόρων, όπως η γη, τα δάση, το νερό και ο αέρας, στο βωμό της ανάπτυξης και του κέρδους εγχώριων και πολυεθνικών εταιριών. Αντίσταση στην υποβάθμιση των ζωών μας και του μέλλοντος των παιδιών μας. Μάλιστα, ο αγώνας αυτός συνιστά σημαντική απειλή για τα σχέδια της κυριαρχίας, δηλαδή για την κερδοφορία των εταιριών και το ρόλο του κράτους ως απόλυτο διαχειριστή της κοινωνικής ροής, καθώς δημιουργεί παρακαταθήκες για αγώνες ενάντια σε άλλα ανάλογα επενδυτικά σχέδια που περνούν πάνω από τις ζωές μας.

Η επίθεση κράτους και εταιρείας ενάντια σε οποιονδήποτε αγωνιζόμενο συνιστά επίθεση εναντίον όλων μας, μια επίθεση που τελικά στοχεύει στον ίδιο τον αγώνα. Συνεπώς, αν θέλουμε να μην υποκύψουμε στην προσπάθεια κράτους και εταιρειών να καταστείλουν και να ποινικοποιήσουν κάθε φωνή που αντιστέκεται, οφείλουμε όχι μόνο να συνεχίσουμε τον αγώνα ενάντια στην εξόρυξη χρυσού και να τον συνδέσουμε με άλλους συναφείς αγώνες, αλλά και να αντισταθούμε στην ανάπτυξη της βιομηχανίας διώξεων στην περιοχή. Οφείλουμε να υπερασπιστούμε τον αγώνα χωρίς να υιοθετούμε αμυντικές στάσεις διαπραγματευόμενοι τη νομιμότητα του με όρους αστικής δικαιοσύνης, γιατί γνωρίζουμε ότι είναι δίκαιος. Απέναντι στη «νόμιμη» βία της κυριαρχίας που απαιτεί από τους κοινωνικούς αγώνες πιστοποιητικά νομιμοφροσύνης και υπακοής, οφείλουμε να αντιτάξουμε την αδιαπραγμάτευτη αλληλεγγύη μας σε όσους υφίστανται ή θα υποστούν μελλοντικά τις συνέπειες της επιβολής κρατικής τρομοκρατίας στην περιοχή, σε όλους εκείνους που διώκονται γιατί μαζί με χιλιάδες άλλους υπερασπίστηκαν με αξιοπρέπεια τη γη και την ελευθερία τους.

Επιτροπή αλληλεγγύης στους διωκόμενους του αγώνα ενάντια στην εξόρυξη χρυσού

Η επιτροπή αλληλεγγύης στους διωκόμενους του αγώνα ενάντια στην εξόρυξη χρυσού συγκροτήθηκε το καλοκαίρι του 2013 από άτομα με διαφορετικές οπτικές και αφετηρίες, αλλά με κοινό τόπο ότι η διαδικασία του αγώνα ενάντια στην εξόρυξη χρυσού, αλλά και της υπεράσπισης των διωκόμενων δεν μπορεί παρά να είναι κινηματική, δηλαδή σε ευθεία αντιπαράθεση με την επένδυση και αυτούς που την υποστηρίζουν, με διαδικασίες στις οποίες συμμετέχουν ισότιμα όλοι οι αγωνιζόμενοι, με ανοιχτές και αμεσοδημοκρατικές διαδικασίες και έξω από μικροπολιτικές σκοπιμότητες. Στο πλαίσιο αυτό θεωρούμε ότι η υπεράσπιση των διωκόμενων δεν μπορεί να επαφίεται στη νομική διαχείριση με γνώμονα την εμπιστοσύνη στην αστική δικαιοσύνη, αλλά θα πρέπει να βασίζεται στο ίδιο το κίνημα, τις αντιστάσεις του και την πίεση που μπορεί να ασκήσει μέσω της αλληλεγγύης που εκδηλώνει.

Σχετικά με τις προσαγωγές και τη βίαιη λήψη DNA στις 14/3

Την Παρασκευή 7 Μαρτίου 2013, 23 από τους 29 κατηγορούμενους στην υπόθεση του Καρατζά – κάτοικοι Χαλκιδικής και Θεσσαλονίκης – κλήθηκαν βάσει ανακριτικής διάταξης να προσέλθουν για λήψη γενετικού υλικού, προκειμένου να συγκριθεί το DNA τους με αυτό που βρέθηκε στην υπόθεση του εμπρησμού του εργοταξίου.

Η νέα αυτή κλήση αγωνιζόμενων για γενετικό υλικό, πέρα από το γεγονός ότι επιδιώκει να συμβάλει στην εξέλιξη της τράπεζας γενετικού υλικού που έχει ήδη δημιουργηθεί στην περιοχή, αποβλέπει, επιπλέον – χρησιμοποιώντας ως μέσο τη σύνδεση των δύο δικογραφιών – στην καλύτερη θεμελίωση της ρητορικής της κυριαρχίας περί της ύπαρξης και δράσης εγκληματικής οργάνωσης στη Χαλκιδική, με δεδομένο – όπως αναφέρεται στην ανακριτική διάταξη – ότι «σε αμφότερες τις δικογραφίες υφίστανται κοινοί κατηγορούμενοι και πράξεις που βάλουν στη ματαίωση ή αναστολή οποιασδήποτε μεταλλευτικής δραστηριότητας».

Οι περισσότεροι από τους 23 κληθέντες, τη Δευτέρα 10/3 και την Τρίτη 11/3, κατέθεσαν προσφυγή στο Συμβούλιο Πλημμελειοδικών, ζητώντας την ακύρωση της απόφασης της ανακρίτριας να υποβληθούν σε ανάλυση DNA, καθώς και αίτημα αναστολής για να σταματήσει η διαδικασία μέχρι την εκδίκαση της προσφυγής τους. Μάλιστα, την Τρίτη, οι περισσότεροι κάτοικοι δεν υπάκουσαν στη σύσταση της ανακρίτριας να δώσουν DNA για να μην κατηγορηθούν για «απείθεια» και αποχώρησαν.

Την Τετάρτη 12/3 η ανακρίτρια απάντησε αρνητικά στο αίτημα αναστολής και ορίστηκε νέα προθεσμία για την παράδοση δείγματος γενετικού υλικού, για την Παρασκευή 14/3.
Προκειμένου να καταδείξουν την αντίθεσή τους στη λήψη γενετικού υλικού, 2 από τους 23 επέλεξαν να μην παρουσιαστούν καθόλου στην εν λόγω διαδικασία (βλ. σχετική συνέντευξη τύπου που πραγματοποιήθηκε την Πέμπτη 13/3 και τα σχετικά κείμενα των δύο συντρόφων και της επιτροπής αλληλεγγύης στους διωκόμενους του αγώνα ενάντια στην εξόρυξη χρυσού).

Τελικά, την Παρασκευή 14 Μαρτίου 2014 το μεσημέρι, οι δύο σύντροφοι προσήχθησαν στη Θεσσαλονίκη και ακολούθησε βίαιη λήψη του γενετικού τους υλικού στη ΓΑΔΘ.

Επιτροπή αλληλεγγύης στους διωκόμενους του αγώνα ενάντια στην εξόρυξη χρυσού

Βίντεο από την εκδήλωση στην Ουρανούπολη στις 15/3/14

Σύντομο τμήμα από την εκδήλωση που πραγματοποιήθηκε στην Ουρανούπολη Χαλκιδικής με θέμα “Καταστολή και κοινωνικές αντιστάσεις” και ομιλητές τους Γ.Κατρούγκαλο (συνταγματολόγος) και Ι.Κούρτοβικ (δικηγόρος)
[youtube]http://www.youtube.com/watch?v=Ai2A72vcsX8[/youtube]

Εισήγηση της επιτροπής αλληλεγγύης για την εκδήλωση στην Ουρανούπολη στις 15/3/14

Παραθέτουμε παρακάτω την εισήγηση της επιτροπής αλληλεγγύης στους διωκόμενους του αγώνα ενάντια στην εξόρυξη χρυσού, για την εκδήλωση με θέμα “Καταστολή και κοινωνικές αντιστάσεις” που πραγματοποιήθηκε στην Ουρανούπολη στις 15/3/14.

Για την επιτροπή αλληλεγγύης

Η επιτροπή αλληλεγγύης στους διωκόμενους του αγώνα ενάντια στην εξόρυξη χρυσού συγκροτείται από άτομα και συλλογικότητες που δραστηριοποιούνται ενάντια στην εγκατάσταση των μεταλλείων στη Β.Α. Χαλκιδική. Οι διαφορετικές οπτικές και αφετηρίες των συμμετεχόντων σε αυτή θεωρούμε ότι μπορούν να προσδώσουν μια συνολικότερη εικόνα της κατάστασης και μια πολύμορφη δράση, σε αμφίδρομη σχέση με την αγωνιζόμενη τοπική κοινωνία της Χαλκιδικής, με σχέση ισοτιμίας που επιβάλλει ο κοινός αγώνας και έξω από μικροπολιτικές σκοπιμότητες.

Κοινός μας τόπος επίσης είναι ότι η διαδικασία του αγώνα δεν μπορεί παρά να είναι κινηματική, δηλαδή σε ευθεία αντιπαράθεση με την επένδυση και αυτούς που την υποστηρίζουν, με διαδικασίες στις οποίες συμμετέχουν ισότιμα όλοι οι αγωνιζόμενοι.

Η δική μας δράση ως επιτροπή αλληλεγγύης στηρίζεται στις ανοιχτές και αμεσοδημοκρατικές διαδικασίες, φιλοδοξώντας να επιτύχει τη μεγαλύτερη δυνατή κοινωνική συσπείρωση επί του θέματος.

Για την εκδήλωση

Η σημερινή εκδήλωση πραγματοποιείται στο πλαίσιο μιας προσπάθειάς μας να παρακινήσουμε μεταξύ όλων όσων συμμετέχουν στον αγώνα ενάντια στα μεταλλεία στη Χαλκιδική τον συλλογικό αναστοχασμό σχετικά με θέματα που αναγνωρίζουμε ως κρίσιμα για τη συνέχιση του αγώνα και την ποιοτική εξέλιξη των περιεχομένων του. Στο πλαίσιο του ίδιου στόχου, σκοπεύουμε να προγραμματίσουμε μια σειρά εκδηλώσεων πάνω σε συναφείς με τον αγώνα θεματικές, που να πραγματοποιηθούν σε διάφορα χωριά της Χαλκιδικής που συμμετέχουν στον αγώνα. Δεδομένου ότι τέτοιου τύπου συζητήσεις έχουν σε ένα βαθμό ξεκινήσει στο εσωτερικό κάποιων επιτροπών του αγώνα, αλλά και στο κοινό συντονιστικό των επιτροπών, θεωρούμε ότι η διάχυσή τους στο σύνολο των αγωνιζόμενων του αγώνα μπορεί να συντελέσει σημαντικά στην οικοδόμηση συναφών συνειδήσεων μεταξύ όλων και στην αποφυγή της εμφάνισης διαφορετικών ταχυτήτων στη συγκρότηση κατανοήσεων μεταξύ ατόμων που συμμετέχουν στο κοινό συντονιστικό και όσων συνιστούν το ευρύτερο σώμα του αγώνα.

Η θεματική της σημερινής εκδήλωσης γενικά θα αφορά:

1) αφενός στην καταστολή που έχει δεχτεί και συνεχίζει να δέχεται ο αγώνας ενάντια στα μεταλλεία, ο οποίος έχει μάλιστα λειτουργήσει ως πεδίο δοκιμών νέων κατασταλτικών μοντέλων της κυριαρχίας. Στο πλαίσιο αυτό, η εκδήλωση βλέπει την καταστολή και ποινικοποίηση του κινήματος της Χαλκιδικής ως τμήμα της γενικότερης βίας που δέχονται οι κοινωνικοί αγώνες, αλλά και η ίδια η ζωή μας στο σύνολό της.

2) στις κοινωνικές αντιστάσεις που εκφράζονται απέναντι στην υλοποίηση του καταστροφικού έργου της εξόρυξης και μεταλλουργίας χρυσού, αλλά και απέναντι στην ίδια την καταστολή και την ποινικοποίηση που δέχεται ο αγώνας.

Απαρχή της εκδήλωσής μας αυτής αποτελεί εν μέρει η διαπίστωση κάποιων προβληματικών και αντιφάσεων στο πλαίσιο του αγώνα. Αντιλαμβανόμαστε ότι τέτοιου τύπου προβληματικές είναι μάλλον αναμενόμενες για κάθε κοινωνικό αγώνα που διεξάγεται από τοπικές κοινωνίες χωρίς πρότερη κινηματική εμπειρία και θεωρούμε ότι οφείλονται κύρια στην τρομοκράτηση που απορρέει από τον εκβιασμό που έχει ασκήσει η κυριαρχία στο κίνημα της Χαλκιδικής. Χαρακτηριστικό είναι για παράδειγμα το γεγονός ότι η άνευ προηγουμένου τρομοκράτηση και καταστολή που επιβλήθηκε μετά τον Φεβρουάριο του ‘13, με την καταστροφή του εργοταξίου της εταιρείας, είχε ως αποτέλεσμα η δυναμική αυτή ενέργεια όχι μόνο να μην προκαλέσει την όξυνση του αγώνα, αλλά αντίθετα να οδηγήσει στην αποδυνάμωσή του. Επομένως, επρόκειτο για μια ενέργεια την οποία το κίνημα φάνηκε ότι δεν ήταν έτοιμο να υπερασπιστεί συλλογικά, εξ ου και κατά το χρονικό διάστημα που ακολούθησε, από τμήμα του κινήματος – όταν αυτό εκφραζόταν δημόσια – γινόταν λόγος περί προβοκάτσιας. Επιπλέον, αντιφάσεις εγείρονται και στον τρόπο αντιμετώπισης των διώξεων που έχουν δεχτεί αγωνιστές ενάντια στα μεταλλεία, που αφορούν τόσο στην εναπόθεση της αντιμετώπισής τους σε δικονομικούς χειρισμούς και την ταυτόχρονη παρεμπόδιση των κινηματικών διαδικασιών της αλληλεγγύης, όσο και στο διαχωρισμό και την αναζήτηση ατομικών λύσεων από κάποιους διωκόμενους σε επίπεδο νομικής υπεράσπισης. Πρακτικές δηλαδή που έρχονται σε αντίθεση με την αλληλεγγύη που χαρακτηρίζει τις κοινότητες αγώνα και οι οποίες θα μπορούσαν να αποβούν εις βάρος άλλων διωκόμενων (αντί να υπάρχει συνεργασία μεταξύ τους σε κοινό υπερασπιστικό πλαίσιο, το οποίο να συνάδει με τον αγώνα).

Όσον αφορά τη δομή της σημερινής εκδήλωσης, εκτός από την εισήγηση της επιτροπής αλληλεγγύης στους διωκόμενους του αγώνα ενάντια στην εξόρυξη χρυσού – δηλαδή τη δική μας – στη σημερινή συζήτηση θα τοποθετηθούν σχετικά, με εισηγήσεις τους, η Ι.Κούρτοβικ (δικηγόρος) και ο Γ.Κατρούγκαλος (συνταγματολόγος). Η  Ι.Κούρτοβικ θα εστιάσει στο ολοένα αναπτυσσόμενο νομικό οπλοστάσιο του κράτους για την ποινικοποίηση των κινημάτων και ιδιαίτερα σε ενημέρωση για το νόμο 187 (περί εγκληματικών οργανώσεων) με αφορμή τη σχετική κατηγορία βάσει της οποίας έχουν στοχοποιηθεί 49 άτομα, στις δύο μεγάλες δικογραφίες του αγώνα (για την καταστροφή του εργοταξίου τον Φεβρουάριο του 2013 και για την κινητοποίηση στο Λάκκο Καρατζά το Μάιο του 2013). Ο Γ.Κατρούγκαλος θα τοποθετηθεί σχετικά με τη νομιμοποίηση των κοινωνικών αντιστάσεων απέναντι στο (συνταγματικά κατοχυρωμένο) μονοπώλιο του κράτους στη βία.

Εδώ πρέπει να τονίσουμε ότι θα θέλαμε η σημερινή εκδήλωση όχι μόνο να αποτελέσει απλά μια παρουσίαση των εισηγήσεων των ομιλητών, αλλά να εξελιχθεί – μετά τις τοποθετήσεις – σε μια συζήτηση μεταξύ όλων όσων είμαστε σήμερα εδώ, όπου θα μπορούν να τεθούν ερωτήσεις, τοποθετήσεις, διαφωνίες κλπ

Α’ τμήμα: η καταστολή ως τμήμα της γενικότερης βίας της κυριαρχίας

Όσον αφορά την πρώτη θεματική της σημερινής εκδήλωσης, θα θέλαμε να ξεκινήσουμε από την επισήμανση ότι βλέπουμε τη δρομολόγηση της ανάπτυξης μεταλλευτικών δραστηριοτήτων στη Χαλκιδική, καθώς και τον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζεται ο αγώνας ενάντια σε αυτή, ως ένα πεδίο δοκιμών σύγχρονων μεθοδεύσεων της κυριαρχίας- δηλαδή του κράτους και των εταιρειών. Όπως θα εξηγήσουμε παρακάτω, οι μεθοδεύσεις αυτές αφορούν τόσο στην υλοποίηση ενός χαρακτηριστικού αναπτυξιακού έργου – το οποίο εξελίσσεται με όρους επιβολής που ευνοείται από τις τρέχουσες συνθήκες κρίσης – όσο και στις αναβαθμισμένες κατασταλτικές τακτικές που εφαρμόζονται για τον σκοπό αυτό. Επομένως, βλέπουμε δύο κύρια σημεία επίθεσης από τη μεριά της κυριαρχίας: το πρώτο αφορά στην καταστολή που υφίσταται ο αγώνας, όχι απλά με όρους φυσικής, δηλαδή σωματικής καταστολής, αλλά και φίμωσης και ποινικοποίησης των αντιστάσεων. Το δεύτερο αναφέρεται στην επίθεση που ασκείται στην ζωή, το περιβάλλον και την ελευθερία μας, μέσω της ίδιας της ανάπτυξης και λειτουργίας του έργου. Αντιλαμβανόμαστε τα δύο αυτά σημεία της επίθεσης ως «βία της κυριαρχίας», με τον οποίο όρο θα αναφερόμαστε στη συνέχεια της εισήγησής μας σε αυτά.

Ξεκινώντας από το πιο άμεσα κατανοητό σημείο της βίας της κυριαρχίας που είναι η φυσική καταστολή, στο παράδειγμα της Χαλκιδικής, βλέπουμε να ασκείται αφενός από το κράτος, μέσω της «νόμιμης βίας» των δυνάμεων καταστολής (με μανιώδεις ρίψεις δακρυγόνων σε ευθεία βολή, πλαστικές σφαίρες κλπ, με αποτέλεσμα σοβαρούς τραυματισμούς, ασφυξία από τα δακρυγόνα κλπ). Αφετέρου από την εταιρεία, μέσω των μισθοφόρων της, που έχουν ξυλοκοπήσει αντιστεκόμενους κατοίκους, τόσο κατά τη βίαιη εισβολή της εταιρείας το Μάρτιο του ’12 στο βουνό, όσο και μέσα στα χωριά.

Ωστόσο, η καταστολή επεκτείνεται και σε γενικότερο επίπεδο, στο πλαίσιο της επιχείρησης της κυριαρχίας να κάμψει κάθε μορφή αντίστασης και να εμποδίσει την εξάπλωση του αγώνα πέρα από τα γεωγραφικά όρια της Χαλκιδικής, προκειμένου να προστατεύσει την εξέλιξη του έργου και να αποτρέψει μια αντίστοιχη εξέλιξη σε άλλα ανάλογα επενδυτικά σχέδια. Έτσι, βλέπουμε να έχει επιβληθεί στη Χαλκιδική μια κατάσταση εξαίρεσης που ορίζει την υλοποίηση του έργου ως μονόδρομο. Στο πλαίσιο αυτής της κατάστασης δεν μπορεί παρά ο αγώνας να καταστέλλεται, στο όνομα της κερδοφορίας της εταιρείας και με πρόσχημα την εθνική σωτηρία. Με άλλα λόγια, το έργο επιβάλλεται με κάθε μέσο και με κάθε κόστος:

  • μέσω της απόπειρας τρομοκράτησης και επιβολής του φόβου, με πρωτοφανή μεγέθη αστυνομικών δυνάμεων σε ρόλο στρατού κατοχής σε διαδηλώσεις, αλλά και με εισβολές στα χωριά, με εκατοντάδες πολύωρες προσαγωγές διαδηλωτών χωρίς την παρουσία δικηγόρων, με κατά συρροή λήψη DNA, χωρίς να έχουν καν απαγγελθεί κατηγορίες και σε κάποιες περιπτώσεις δια της βίας κλπ.
  • μέσω της αποσιώπησης του αγώνα από τα ΜΜΕ, τα οποία από την εισβολή της εταιρίας στο βουνό το Μάρτιο του ’12 και μέχρι την καταστροφή του εργοταξίου της τον Φεβρουάριο του ’13, έκαναν ότι μπορούσαν για να διασφαλίσουν την ολοκληρωτική φίμωση του αγώνα, ακόμα και σε περιπτώσεις άνευ προηγουμένου χρήσης «νόμιμης» βίας από την πλευρά του κράτους, όπως τον Οκτώβρη του ‘12, παρέχοντάς του τη δυνατότητα να τρομοκρατεί παρασκηνιακά τους αντιστεκόμενους στο έργο.
  • μέσω της προπαγάνδας και της απόπειρας χειραγώγησης της κοινής γνώμης από τα ΜΜΕ, τα οποία μετά την καταστροφή του εργοταξίου, όταν πλέον η αποσιώπηση των τεκταινόμενων στη Χαλκιδική δεν ήταν εφικτή, επιχείρησαν να μετατοπίσουν την προσοχή από τον ίδιο τον αγώνα και το εγκληματικό έργο που συντελείται στην περιοχή, προς μια φιλολογία περί υποκινούμενων κινήτρων, αλλά και περί ανομίας και βίας (που σε πολλές περιπτώσεις προσδιορίστηκε μάλιστα ως ξενόφερτη). Στο πολυδιάστατο επικοινωνιακό παιχνίδι που έστησαν, οι αγωνιζόμενοι κάτοικοι και αλληλέγγυοι παρουσιάζονταν ως αντιδραστικές μειοψηφίες, ενώ προβάλλονταν παράλληλα τα υποτιθέμενα οφέλη της επένδυσης. Έκτοτε, στα δελτία ειδήσεων, παράγουν ή αναπαράγουν μια ολοκληρωτικά στρεβλή εικόνα του αγώνα.
  • μέσω της στοχοποίησης του κινήματος της Χαλκιδικής και της ποινικοποίησης του αγώνα, όπως αυτή εφαρμόζεται με την εγκαθίδρυση μιας βιομηχανίας διώξεων και ιδιαίτερα με τον σχηματισμό δικογραφιών χιλιάδων σελίδων με κατηγορητήρια, που σε αρκετές περιπτώσεις αφορούν σε βαριά κακουργήματα, με κορυφαίο τη σύσταση εγκληματικής οργάνωσης. Το πρωτόγνωρο που συμβαίνει στη Χαλκιδική είναι το ότι η κυριαρχία, προκειμένου να επιδείξει αποτελεσματικότητα στην πάταξη αυτού που ορίζει ως «ανομία», δεν ποινικοποιεί πλέον μόνο την πράξη, αλλά και την ίδια τη σκέψη και τη βούληση, γεγονός που έχει ανοίξει το δρόμο για την άσκηση φρονηματικών διώξεων. Έτσι, ήδη από τις πρώτες δυναμικές κινητοποιήσεις, το φθινόπωρο του ’12, βλέπουμε να ασκούνται διώξεις που αφορούσαν στην  ίδια τη συμμετοχή σε κινητοποίηση, ενώ λίγο αργότερα, μετά το Φεβρουάριο του ’13, ακολούθησαν διώξεις περί ηθικής αυτουργίας.
  • μέσω της ομηρίας που έχει επιβληθεί, τόσο με το φόβο μπροστά στην άσκηση ποινικής δίωξης και τις προφυλακίσεις αγωνιστών, όσο και με την επιχείρηση δημιουργίας τράπεζας γενετικού υλικού μέσω της λήψης DNA.

Πέρα από τις διάφορες εκφάνσεις της καταστολής, η βία της κυριαρχίας εκφράζεται μέσα από την ίδια την επιβολή του έργου και όσων αυτό συνεπάγεται. Συγκεκριμένα:

  • 1ον: η εταιρεία εξαναγκάζει τις τοπικές κοινωνίες να υποστούν τις καταστροφικές συνέπειες του έργου, που θέτουν σε κίνδυνο την ισορροπία και την ίδια την ύπαρξη οικοσυστημάτων που έχουν εξελιχθεί κατά τη διάρκεια αιώνων και την υγεία χιλιάδων ανθρώπων
  • 2ον: οι μεταλλευτικές δραστηριότητες προϋποθέτουν την ευρεία περίφραξη, δηλαδή τη λεηλασία, κοινών πόρων, (όπως το δάσος, η γη και το νερό που από τα βάθη των αιώνων ανήκουν σε όλους μας) οι οποίοι φυλάσσονται από μισθοφορικούς στρατούς εργαζομένων, σεκιούριτι και δυνάμεων καταστολής, αποκλείοντας τους πραγματικούς κατόχους των πόρων και της περιοχής από οποιαδήποτε επιλογή διαχείρισης τους
  • 3ον: το έργο στις Σκουριές συνιστά ένα χαρακτηριστικό αναπτυξιακό έγκλημα που προβάλλεται ως απάντηση στην κρίση που γεννήθηκε εξαιτίας του ίδιου του μοντέλου της καπιταλιστικής ανάπτυξης. Δεν είναι βέβαια τυχαίο ότι η υλοποίηση του έργου προωθείται τώρα με την κρίση, τώρα που τα ποσοστά της ανεργίας είναι τόσο ψηλά και που ο εκβιασμός της εργασίας γίνεται πιο έντονος. Πρόκειται για έναν εκβιασμό που κάνει τους ανθρώπους να αναζητούν απεγνωσμένα ατομικές λύσεις, αδιαφορώντας για τις συνέπειες προς το κοινωνικό σύνολο, συνέπειες που τελικά θα φτάσουν και στους ίδιους. Άλλωστε, όπως γνωρίζουμε, οι  θέσεις εργασίας σε κάθε περίπτωση θα είναι πολύ λιγότερες από τις υποσχόμενες, και ταυτόχρονα βραχυπρόθεσμες, ενώ κανείς δεν αναφέρει πόσες θέσεις θα χαθούν εξαιτίας του έργου, καθώς, στην περίπτωση των μεταλλείων, η ανάπτυξη συνεπάγεται εργασία σχεδόν αποκλειστικά σε μεταλλευτικές δραστηριότητες. Δηλαδή, η περιοχή χαρακτηρίζεται ως μεταλλευτική και η οποιαδήποτε άλλη δραστηριότητα (όπως η γεωργία, η κτηνοτροφία, η μελισσοκομία και η αλιεία), είτε καθίσταται ανέφικτη λόγω της καταστροφής του περιβάλλοντος, είτε – μάλιστα – απαγορεύεται, καθιστώντας την περιοχή «μονοκαλλιέργεια». Βέβαια, το κράτος, προκειμένου να υποστηρίξει τα συμφέροντα της εταιρείας, έχει συνάψει μια σύμβαση αγοραπωλησίας ξεκάθαρα ευνοϊκή για αυτήν, προφασίζεται την υποτιθέμενη μελέτη και εποπτεία περιβαλλοντικών όρων για αδιαμφισβήτητα καταστροφικά έργα, έχει ψηφίσει βολικούς για την εταιρεία νόμους για να διευκολύνει την επιτάχυνση διαδικασιών και έχει παρακάμψει ακόμα και τους ίδιους του τους νόμους σε κάθε περίπτωση που δεν προλάβαινε να τους προσαρμόσει προς το συμφέρον της εταιρείας.

Ο λόγος για τον οποίο κατανοούμε όλες τις παραπάνω τακτικές και καταστάσεις με τον όρο «βία της κυριαρχίας» αφορά στο πώς προσεγγίζουμε τον ίδιο τον όρο «βία». Προκειμένου να προσδιορίσουμε ένα πλαίσιο αναφοράς περί βίας, θα επιχειρήσουμε να βασιστούμε σε έναν απλό και γενικό ορισμό της. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι «βία είναι ό,τι επιβάλλεται σε κάποιο άτομο, παρά τη θέληση ή/και τη συγκατάθεσή του. Ωστόσο, βία μπορεί να υπάρξει και σε περιπτώσεις συναίνεσης, όταν δεν υπάρχουν οι προϋποθέσεις ώστε το άτομο να διαφωνήσει».

Όπως αναφέρθηκε, η βία δεν είναι μόνο φυσική, δηλαδή σωματική. Έτσι, μπορούμε να μιλάμε για λεκτική βία, ψυχολογική βία κλπ. Με βάση αυτή την κατανόηση, η βία είναι διάχυτη γύρω μας, σε όλο το εύρος των κοινωνικών διεργασιών, ενώ μια κοινωνία χωρίς βία θα συνιστούσε ουτοπία, καθώς μια τέτοια συνθήκη θα προϋπέθετε τόσο την ολοκληρωτική έλλειψη επιβολής μεταξύ ανθρώπων, όσο και μια απόλυτα εναρμονισμένη και ισορροπημένη σχέση με το περιβάλλον.

Στο πλαίσιο αυτού του ορισμού της βίας, ως βία της κυριαρχίας, ονομάζουμε τη «νόμιμη βία» η οποία επιβάλλεται με διάφορες εκφάνσεις και όσο δεν βρίσκει αντίσταση, διευρύνει διαρκώς το όριά της στο όνομα της προάσπισης της αστικής δημοκρατίας, που αναγνωρίζει στο κράτος το μονοπώλιο στην άσκηση βίας. Βέβαια, σε περιπτώσεις στις οποίες η θεσμική/νόμιμη βία δεν επαρκεί, προσωρινά και για όσο αυτό εξυπηρετεί τους σκοπούς της κυριαρχίας, το μονοπώλιο αυτό αίρεται, παραχωρώντας δικαίωμα χρήσης βίας στο παρακράτος, που αποτελεί το μακρύ χέρι της εξουσίας.

Ανάγοντας τώρα την κατανόηση που αναπτύχθηκε προηγουμένως σχετικά με τη βία της κυριαρχίας στον αγώνα ενάντια στην εξόρυξη χρυσού στη Χαλκιδική, συνειδητοποιούμε ότι αυτός συνιστά μια πιο εμφανή εικόνα των όσων συμβαίνουν τα τελευταία χρόνια στην ελληνική κοινωνία, όπου κράτος και εταιρείες, στο όνομα της ανάπτυξης, επεμβαίνουν δραστικά ενάντια σε περιοχές και πληθυσμούς – το παράδειγμα της Κερατέας ίσως ήταν απλώς το πρελούδιο για τα όσα θα ακολουθούσαν στη Χαλκιδική.

Είναι βέβαια αναμφίβολο ότι οι πρακτικές που χρησιμοποιεί το κράτος για να καταστείλει τους αγωνιζόμενους ενάντια στα μεταλλεία και η γενικότερη κατάσταση εξαίρεσης που επιβάλει, θα εφαρμοστούν στη συνέχεια σε όλη την κοινωνία. Το φακέλωμα για παράδειγμα που επιχειρήθηκε με τη λήψη DNA σε πλήθος αγωνιζόμενων κατοίκων και αλληλέγγυων δεν αποτελεί μόνο μια κορύφωση της φυσικής βίας της κυριαρχίας ή μια ακόμα παραβίαση των ανθρώπινων δικαιωμάτων. Αντίθετα, συνιστά στιγμιότυπο της προσπάθειας του κράτους να ποινικοποιήσει κάθε κοινωνική αντίσταση που εκδηλώνεται στο παρόν ή κυοφορείται για το μέλλον και προορίζεται για να επεκταθεί σε ευρύτερο επίπεδο, απειλώντας ευθέως τις ελευθερίες του συνόλου της κοινωνίας.

Επιπλέον, η βία που υφίσταται ο αγώνας της Χαλκιδικής, εντάσσεται και σε μια συνθήκη γενικευμένης αναβάθμισής της βίας της κυριαρχίας στην τρέχουσα πραγματικότητα. Η βία αυτή ασκείται από τη μια απέναντι στους κοινωνικούς αγώνες (συμπεριλαμβάνοντας ξυλοδαρμούς εργαζομένων, επιστρατεύσεις απεργών, απαγορεύσεις διαδηλώσεων, εκκενώσεις καταλήψεων), αλλά και από την άλλη απέναντι σε όλο το φάσμα της ζωής μας, όπου εκφράζεται με όρους εξαθλίωσης (εργασιακές συνθήκες, ανεργία, διάλυση του συστήματος υγείας, πλειστηριασμοί πρώτης κατοικίας) και υποβάθμισης της ανθρώπινης αξιοπρέπειας (στρατόπεδα συγκέντρωσης μεταναστών, βασανιστήρια σε κρατητήρια, διαπόμπευση οροθετικών,  φυλακές υψίστης ασφαλείας, εισβολές σε σπίτια).

Σε ό,τι αφορά τους κοινωνικούς αγώνες, το κύριο ιδεολογικό όπλο που έχει εισάγει το κράτος προκειμένου να χειραγωγήσει την κοινή γνώμη προς την ποινικοποίησή τους, περιλαμβάνει τη «θεωρία των δύο άκρων» και τη σχετική ρητορική της «καταδίκης της βίας από όπου κι αν προέρχεται» και αποσκοπεί στην κατασκευή αντιλήψεων περί βίαιων και επικίνδυνων ανθρώπων που στοχεύουν στο να βλάψουν τη δημοκρατία και να εμποδίσουν την «επερχόμενη ανάπτυξη». Ως άκρο βέβαια το κράτος προσδιορίζει οτιδήποτε λειτουργεί εκτός των ορίων που το ίδιο θέτει με τα μέσα που βρίσκονται υπό τον έλεγχό του, όπως την αστική δικαιοσύνη. Έτσι, εγκαθιστώντας ένα καθεστώς εξαίρεσης που επιτρέπει τη διασφάλιση προνομιακών πεδίων για την αναπροσαρμογή νόμων ανάλογα με τους εκάστοτε σκοπούς του, επιχειρεί να επικυρώσει και να διασφαλίσει το ρόλο του ως κεντρικό διαχειριστή και σταθεροποιητή της κοινωνικής ροής, να επικυρώσει ως νομιμότητα την επίθεσή του σε όλες τις κοινωνικές διεργασίες αντίστασης και να φανεί αποτελεσματικό στην πάταξη της «ανομίας», προκειμένου να εγγυηθεί την ανεμπόδιστη δραστηριότητα των εταιριών.

Μέσα σε ένα τέτοιο πλαίσιο, όσο υπάρχουν αντιστάσεις στη βία της κυριαρχίας, περιορίζοντας την αυθαιρεσία της, δεν μπορούμε παρά να τις αναγνωρίζουμε ως βία από τη μεριά των κινημάτων, η οποία εκφράζεται με διαφορετικές μορφές, σε συνάρτηση με τη βία στην οποία αυτά καλούνται να απαντήσουν. Στο σημείο αυτό θα αναφερθούμε περισσότερο στο δεύτερο μέρος της εισήγησής μας.

[Θα ακολουθήσει η Ι.Κούρτοβικ, που θα εστιάσει στην εξέλιξη του νομικού οπλοστασίου του κράτους για την ποινικοποίηση των κινημάτων και ιδιαίτερα σε ενημέρωση για το νόμο 187 (περί εγκληματικών οργανώσεων) και ο Γ.Κατρούγκαλος που θα εστιάσει στη νομιμοποίηση των κοινωνικών αντιστάσεων απέναντι στο μονοπώλιο του κράτους στη βία.]

Β’ τμήμα: κοινωνικές αντιστάσεις απέναντι στη βία της κυριαρχίας

Ο αγώνας ενάντια στα μεταλλεία στη Χαλκιδική αποτελεί ένα μαζικότατο και πολύμορφο αγώνα, ο οποίος διεξάγεται εδώ και χρόνια σε διάφορους τόπους και με πολλαπλά μέσα, που καθορίζονται κάθε φορά ανάλογα με τις εκάστοτε συνθήκες, προς έναν κοινό σκοπό: την αντίσταση στη βία της κυριαρχίας – δηλαδή του κράτους και της εταιρείας. Οι πολλαπλές μορφές του αγώνα φάνηκαν ήδη στον αγώνα της Ολυμπιάδας, στον οποίο οι αντιστεκόμενοι κάτοικοι, προκειμένου να αποτρέψουν την υλοποίηση των σχεδίων της εταιρίας, οργανώθηκαν σε επιτροπές, συντονίστηκαν με κατοίκους άλλων χωριών, κατασκεύασαν φυλάκιο στην περιοχή για να ελέγχουν την κίνηση προς το μεταλλείο, κατέστρεφαν υλικοτεχνικό εξοπλισμό της εταιρείας, καταλάμβαναν δρόμους και συγκρούονταν με ισχυρές αστυνομικές δυνάμεις. Αντίστοιχα, και ο αγώνας στις Σκουριές, περιλαμβάνει διαφορετικές εκφάνσεις που συνθέτουν από κοινού την πραγματικότητά του: άλλοτε πορείες ή συγκεντρώσεις στο βουνό, άλλοτε διαδηλώσεις και εκδηλώσεις σε χωριά και μεγάλες πόλεις, άλλοτε αποκλεισμούς δρόμων και άλλοτε καταστροφές σε υλικοτεχνικό εξοπλισμό της εταιρείας.

Προκειμένου να καταστήσει τον αγώνα διαχειρίσιμο, το κράτος προσπαθεί να διαχωρίσει τις διάφορες πρακτικές του, με άξονα το αν είναι ειρηνικές ή βίαιες, ή με όρους αστικής δικαιοσύνης νόμιμες ή παράνομες. Αυτός ο διαχωρισμός βέβαια, σύμφωνα με τον ορισμό που δώσαμε για τη βία που χρησιμοποιούν τα κινήματα, είναι άνευ υπόστασης, καθώς δεν υπάρχει πρακτική αντίστασης που να μπορεί να χαρακτηριστεί ως ειρηνική, από τη στιγμή που αντιστέκεται στη βία της κυριαρχίας. Έτσι, η κοινωνική βία στην περίπτωση των Σκουριών περιλαμβάνει οτιδήποτε αντιτίθεται στο έργο, δηλαδή όποιες πρακτικές συνεπάγονται κόστος για την εταιρία, όπως πχ οι αποκλεισμοί δρόμων προς το εργοτάξιο, οι διαδηλώσεις στο βουνό, τα φυλάκια αγώνα, οι συλλογικές διαδικασίες μέσω των οποίων οργανώνεται ο αγώνας.

Οπότε, ως ειρηνική δράση δεν μπορεί να νοείται κάτι άλλο παρά η όποια αντίσταση εντάσσεται στα πλαίσια της αστικής νομιμότητας, του δικαίου που ορίζει το κράτος.

Τμήμα των αντιφάσεων που παρουσιάζονται στον αγώνα είναι και το γεγονός ότι η λογική αυτή του διαχωρισμού, η οποία λειαίνει το έδαφος για την καταδίκη ενός συνόλου πρακτικών στο πλαίσιο του πολύμορφου αγώνα ενάντια στα μεταλλεία, ενσωματώνεται από τμήμα του κινήματος, το οποίο μάλιστα σε κάποιες περιπτώσεις έχει υποκύψει σε δηλώσεις νομιμοφροσύνης, και έχει υιοθετήσει λόγο περί προβοκάτσιας, καταγγέλλοντας «κουκουλοφόρους που αμαύρωσαν τον αγώνα».

Η εμπιστοσύνη αυτή που προβάλλεται στην αστική δικαιοσύνη από τμήμα του κινήματος, αναφέρεται συχνά και στο ίδιο το έργο, εστιάζοντας σε επιχειρηματολογία που αφορά στη νομιμότητά του. Το αδιέξοδο στο οποίο μπορεί να οδηγήσει μια τέτοια προσέγγιση θα φανεί στο άμεσο μέλλον, όταν η εταιρεία θα έχει πλέον επίσημα αδειοδοτηθεί σε κάθε επίπεδο, με αποτέλεσμα να στερέψουν τα σχετικά με τη νομιμότητα επιχειρήματα. Σε μια τέτοια συνθήκη, δεν αποκλείεται να υιοθετηθούν ρητορικές περί αυστηρότερων περιβαλλοντολογικών όρων, κρατικής λειτουργίας των μεταλλείων με επιτροπές «κοινωνικού  ελέγχου» ή επανεξέτασης του μεταλλευτικού κώδικα, ώστε η μεταλλευτική δραστηριότητα να αποφέρει έσοδα στο κράτος.

Για μας ωστόσο, το διακύβευμα δεν είναι αν οι δραστηριότητες της εταιρείας είναι νόμιμες ή παράνομες, αλλά το γεγονός ότι καταστρέφουν το περιβάλλον και τις ζωές μας. Έτσι, θεωρούμε για παράδειγμα προβληματική την εναπόθεση της διαχείρισης καταστάσεων σε θεσμικά όργανα (όπως πχ η εναπόθεση της επίλυσης του ζητήματος στο ΣΤΕ), καθώς δημιουργεί την ψευδαίσθηση ότι ο αγώνας προχωράει, ενώ την ίδια στιγμή αυτός τίθεται υπό έλεγχο, με αποτέλεσμα την αποδυνάμωση των κινηματικών διεργασιών. Άλλωστε, γνωρίζουμε ότι η δικαιοσύνη, δεν είναι κάποιο ανεξάρτητο όργανο που επιβάλλεται ισάξια σε όλους, αλλά αποτελεί όργανο του κράτους, διαμορφώνεται από αυτό, με βάση τα συμφέροντα των εταιρειών και κλείνοντας τα μάτια στα εγκλήματά τους. Επομένως, ο αγώνας δεν μπορεί να εναποθέσει τις ελπίδες του στη νομική διαχείριση, αλλά θα πρέπει να βασίζεται στο ίδιο το κίνημα, τις αντιστάσεις του και την πίεση που αυτό μπορεί να ασκήσει.

Επιπλέον, δεν θεωρούμε ότι οι διάφορες παραλλαγές στην υλοποίηση του έργου μπορούν να αποτελέσουν λύσεις, καθώς δεν μπορούν να αναιρέσουν τη βία της λεηλασίας της φύσης που επιχειρείται από την κυριαρχία και την απειλή προς τη ζωή και την ελευθερία μας. Επομένως, η αντίστασή μας στο έργο της εταιρείας είναι αδιαπραγμάτευτη.

Ταυτόχρονα, η εστίαση σε υποτιθέμενες ειρηνικές διαμαρτυρίες, ανοίγει το δρόμο για την αναπαραγωγή μιας παθητικής στάσης απέναντι στις δυνάμεις καταστολής. Αυτή η παθητικότητα, μπορεί μάλιστα να ευνοεί την επιλογή της προβολής του σκληρού προσώπου των δυνάμεων καταστολής απέναντι σε «θύματα με ειρηνικές προθέσεις», αντί να προβάλλεται η ίδια η αντίσταση των αγωνιζόμενων, συνθήκη η οποία φέρει στοιχεία θυματοποίησης και μπορεί να επιβάλει το φόβο και την ευαισθητοποίηση του κόσμου μέσω της επίκλησης στο συναίσθημα και όχι μέσα από τη συνειδητοποίηση ότι του κλέβουν τη γη, το νερό, τις ανάγκες του, τα όνειρά του, την ίδια του τη ζωή.

Τέλος, αναπόφευκτη συνεπαγωγή του διαχωρισμού πρακτικών σε ειρηνικές και βίαιες είναι και η διάκριση των διωκόμενων σε ειρηνικούς και βίαιους, που επιτρέπει να γίνεται λόγος για αποσπασματικούς ή ξενόφερτους αγώνες. Σε μια τέτοια προοπτική, θεωρούμε ότι η απάντησή μας θα πρέπει να είναι ότι η αλληλεγγύη μας στους διωκόμενους είναι αυτονόητη και δεν εξαρτάται από το αν αυτοί συμμορφώνονται με ειρηνικές πρακτικές.

Το ερώτημα που τίθεται είναι: αν δεν υπερασπιζόμαστε τον αγώνα βάσει του ότι είναι ειρηνικός και νόμιμος, τότε πώς μπορούμε να τον υπερασπιστούμε; Η δική μας απάντηση σε αυτό συμπεριλαμβάνεται στην κατανόηση του ότι ο αγώνας μας είναι δίκαιος και αναγκαίος. Ότι πρόκειται για ένα σώμα κοινωνικών αντιστάσεων που δικαιώνεται ηθικά από την ίδια την κοινωνία.

Για να γίνει καλύτερα κατανοητό αυτό το σημείο, θα πρέπει να επισημάνουμε ότι η βία – έτσι όπως αυτή ορίστηκε προηγουμένως – δεν είναι φορτισμένη θετικά ή αρνητικά από μόνη της. Αντίθετα, το αν θεωρούμε μια βίαιη ενέργεια δίκαιη και συνεπώς το αν την αποδεχόμαστε, εξαρτάται από τους σκοπούς της, από το ποιοι και προς ποιους τη διαπράττουν, καθώς και από τις συνθήκες μέσα στις οποίες συντελείται.

Βέβαια, δεν θεωρούμε ότι η βία είναι θεμιτή εξαρχής. Δηλαδή δεν την αναγνωρίζουμε ως αυτοσκοπό. Παρόλα αυτά, σε έναν ατελή κόσμο, η κοινωνική βία – δηλαδή οι κοινωνικές αντιστάσεις στις διάφορες εκφάνσεις τους – είναι αναγκαία ή αναπόφευκτη ως αυτοάμυνα απέναντι στη «νόμιμη» βία της κυριαρχίας. Οι διαφορετικές μορφές της εξαρτώνται από τις αντίστοιχες μορφές της βίας της κυριαρχίας απέναντι στην οποία καλείται να αμυνθεί.

Συνεπώς, θεωρούμε ότι η βία φορτίζεται θετικά ή αρνητικά βάσει του αν είναι δίκαιη, με όρους ζωής (δηλαδή της επιβίωσης έμβιων όντων και του περιβάλλοντος) και αξιοπρέπειας. Με άλλα λόγια, οι αντιστάσεις απέναντι σε οτιδήποτε θίγει αυτούς τους παράγοντες δικαιώνονται κοινωνικά και μάλιστα επιφορτίζονται με την ηθική ευθύνη της προάσπισής τους.

Στην περίπτωση της Χαλκιδικής, οι πρακτικές αντιβίας που το κίνημα αναγκάζεται να εφαρμόσει για να αμυνθεί απέναντι στη βία της κυριαρχίας, συμπεριλαμβανομένης της καταστροφικής επένδυσης που επιβάλλεται από την εταιρεία και προστατεύεται  από το ίδιο το κράτος, παρότι μπορεί να αποτελούν βίαιες ενέργειες, ωστόσο νομιμοποιούνται κοινωνικά, περισσότερο και από το ίδιο το σύνταγμα, ως μορφές κοινωνικής αντίστασης. Τμήμα των κοινωνικών αυτών αντιστάσεων συνιστά και η φυσική βία που ασκείται από τα κινήματα ως απάντηση στη φυσική βία της κυριαρχίας. Όπως και με το σύνολο της κοινωνικής βίας, η συγκρουσιακή διάθεση που εκφράζεται όποτε αυτό κρίνεται απαραίτητο για τη συνέχιση ή/και την όξυνση του αγώνα, απορρέει από τον ίδιο τον αγώνα και είναι αναγκαία ως άμυνα απέναντι στη βία της εξουσίας.