Εισήγηση της επιτροπής αλληλεγγύης για την εκδήλωση στην Ουρανούπολη στις 15/3/14

Παραθέτουμε παρακάτω την εισήγηση της επιτροπής αλληλεγγύης στους διωκόμενους του αγώνα ενάντια στην εξόρυξη χρυσού, για την εκδήλωση με θέμα “Καταστολή και κοινωνικές αντιστάσεις” που πραγματοποιήθηκε στην Ουρανούπολη στις 15/3/14.

Για την επιτροπή αλληλεγγύης

Η επιτροπή αλληλεγγύης στους διωκόμενους του αγώνα ενάντια στην εξόρυξη χρυσού συγκροτείται από άτομα και συλλογικότητες που δραστηριοποιούνται ενάντια στην εγκατάσταση των μεταλλείων στη Β.Α. Χαλκιδική. Οι διαφορετικές οπτικές και αφετηρίες των συμμετεχόντων σε αυτή θεωρούμε ότι μπορούν να προσδώσουν μια συνολικότερη εικόνα της κατάστασης και μια πολύμορφη δράση, σε αμφίδρομη σχέση με την αγωνιζόμενη τοπική κοινωνία της Χαλκιδικής, με σχέση ισοτιμίας που επιβάλλει ο κοινός αγώνας και έξω από μικροπολιτικές σκοπιμότητες.

Κοινός μας τόπος επίσης είναι ότι η διαδικασία του αγώνα δεν μπορεί παρά να είναι κινηματική, δηλαδή σε ευθεία αντιπαράθεση με την επένδυση και αυτούς που την υποστηρίζουν, με διαδικασίες στις οποίες συμμετέχουν ισότιμα όλοι οι αγωνιζόμενοι.

Η δική μας δράση ως επιτροπή αλληλεγγύης στηρίζεται στις ανοιχτές και αμεσοδημοκρατικές διαδικασίες, φιλοδοξώντας να επιτύχει τη μεγαλύτερη δυνατή κοινωνική συσπείρωση επί του θέματος.

Για την εκδήλωση

Η σημερινή εκδήλωση πραγματοποιείται στο πλαίσιο μιας προσπάθειάς μας να παρακινήσουμε μεταξύ όλων όσων συμμετέχουν στον αγώνα ενάντια στα μεταλλεία στη Χαλκιδική τον συλλογικό αναστοχασμό σχετικά με θέματα που αναγνωρίζουμε ως κρίσιμα για τη συνέχιση του αγώνα και την ποιοτική εξέλιξη των περιεχομένων του. Στο πλαίσιο του ίδιου στόχου, σκοπεύουμε να προγραμματίσουμε μια σειρά εκδηλώσεων πάνω σε συναφείς με τον αγώνα θεματικές, που να πραγματοποιηθούν σε διάφορα χωριά της Χαλκιδικής που συμμετέχουν στον αγώνα. Δεδομένου ότι τέτοιου τύπου συζητήσεις έχουν σε ένα βαθμό ξεκινήσει στο εσωτερικό κάποιων επιτροπών του αγώνα, αλλά και στο κοινό συντονιστικό των επιτροπών, θεωρούμε ότι η διάχυσή τους στο σύνολο των αγωνιζόμενων του αγώνα μπορεί να συντελέσει σημαντικά στην οικοδόμηση συναφών συνειδήσεων μεταξύ όλων και στην αποφυγή της εμφάνισης διαφορετικών ταχυτήτων στη συγκρότηση κατανοήσεων μεταξύ ατόμων που συμμετέχουν στο κοινό συντονιστικό και όσων συνιστούν το ευρύτερο σώμα του αγώνα.

Η θεματική της σημερινής εκδήλωσης γενικά θα αφορά:

1) αφενός στην καταστολή που έχει δεχτεί και συνεχίζει να δέχεται ο αγώνας ενάντια στα μεταλλεία, ο οποίος έχει μάλιστα λειτουργήσει ως πεδίο δοκιμών νέων κατασταλτικών μοντέλων της κυριαρχίας. Στο πλαίσιο αυτό, η εκδήλωση βλέπει την καταστολή και ποινικοποίηση του κινήματος της Χαλκιδικής ως τμήμα της γενικότερης βίας που δέχονται οι κοινωνικοί αγώνες, αλλά και η ίδια η ζωή μας στο σύνολό της.

2) στις κοινωνικές αντιστάσεις που εκφράζονται απέναντι στην υλοποίηση του καταστροφικού έργου της εξόρυξης και μεταλλουργίας χρυσού, αλλά και απέναντι στην ίδια την καταστολή και την ποινικοποίηση που δέχεται ο αγώνας.

Απαρχή της εκδήλωσής μας αυτής αποτελεί εν μέρει η διαπίστωση κάποιων προβληματικών και αντιφάσεων στο πλαίσιο του αγώνα. Αντιλαμβανόμαστε ότι τέτοιου τύπου προβληματικές είναι μάλλον αναμενόμενες για κάθε κοινωνικό αγώνα που διεξάγεται από τοπικές κοινωνίες χωρίς πρότερη κινηματική εμπειρία και θεωρούμε ότι οφείλονται κύρια στην τρομοκράτηση που απορρέει από τον εκβιασμό που έχει ασκήσει η κυριαρχία στο κίνημα της Χαλκιδικής. Χαρακτηριστικό είναι για παράδειγμα το γεγονός ότι η άνευ προηγουμένου τρομοκράτηση και καταστολή που επιβλήθηκε μετά τον Φεβρουάριο του ‘13, με την καταστροφή του εργοταξίου της εταιρείας, είχε ως αποτέλεσμα η δυναμική αυτή ενέργεια όχι μόνο να μην προκαλέσει την όξυνση του αγώνα, αλλά αντίθετα να οδηγήσει στην αποδυνάμωσή του. Επομένως, επρόκειτο για μια ενέργεια την οποία το κίνημα φάνηκε ότι δεν ήταν έτοιμο να υπερασπιστεί συλλογικά, εξ ου και κατά το χρονικό διάστημα που ακολούθησε, από τμήμα του κινήματος – όταν αυτό εκφραζόταν δημόσια – γινόταν λόγος περί προβοκάτσιας. Επιπλέον, αντιφάσεις εγείρονται και στον τρόπο αντιμετώπισης των διώξεων που έχουν δεχτεί αγωνιστές ενάντια στα μεταλλεία, που αφορούν τόσο στην εναπόθεση της αντιμετώπισής τους σε δικονομικούς χειρισμούς και την ταυτόχρονη παρεμπόδιση των κινηματικών διαδικασιών της αλληλεγγύης, όσο και στο διαχωρισμό και την αναζήτηση ατομικών λύσεων από κάποιους διωκόμενους σε επίπεδο νομικής υπεράσπισης. Πρακτικές δηλαδή που έρχονται σε αντίθεση με την αλληλεγγύη που χαρακτηρίζει τις κοινότητες αγώνα και οι οποίες θα μπορούσαν να αποβούν εις βάρος άλλων διωκόμενων (αντί να υπάρχει συνεργασία μεταξύ τους σε κοινό υπερασπιστικό πλαίσιο, το οποίο να συνάδει με τον αγώνα).

Όσον αφορά τη δομή της σημερινής εκδήλωσης, εκτός από την εισήγηση της επιτροπής αλληλεγγύης στους διωκόμενους του αγώνα ενάντια στην εξόρυξη χρυσού – δηλαδή τη δική μας – στη σημερινή συζήτηση θα τοποθετηθούν σχετικά, με εισηγήσεις τους, η Ι.Κούρτοβικ (δικηγόρος) και ο Γ.Κατρούγκαλος (συνταγματολόγος). Η  Ι.Κούρτοβικ θα εστιάσει στο ολοένα αναπτυσσόμενο νομικό οπλοστάσιο του κράτους για την ποινικοποίηση των κινημάτων και ιδιαίτερα σε ενημέρωση για το νόμο 187 (περί εγκληματικών οργανώσεων) με αφορμή τη σχετική κατηγορία βάσει της οποίας έχουν στοχοποιηθεί 49 άτομα, στις δύο μεγάλες δικογραφίες του αγώνα (για την καταστροφή του εργοταξίου τον Φεβρουάριο του 2013 και για την κινητοποίηση στο Λάκκο Καρατζά το Μάιο του 2013). Ο Γ.Κατρούγκαλος θα τοποθετηθεί σχετικά με τη νομιμοποίηση των κοινωνικών αντιστάσεων απέναντι στο (συνταγματικά κατοχυρωμένο) μονοπώλιο του κράτους στη βία.

Εδώ πρέπει να τονίσουμε ότι θα θέλαμε η σημερινή εκδήλωση όχι μόνο να αποτελέσει απλά μια παρουσίαση των εισηγήσεων των ομιλητών, αλλά να εξελιχθεί – μετά τις τοποθετήσεις – σε μια συζήτηση μεταξύ όλων όσων είμαστε σήμερα εδώ, όπου θα μπορούν να τεθούν ερωτήσεις, τοποθετήσεις, διαφωνίες κλπ

Α’ τμήμα: η καταστολή ως τμήμα της γενικότερης βίας της κυριαρχίας

Όσον αφορά την πρώτη θεματική της σημερινής εκδήλωσης, θα θέλαμε να ξεκινήσουμε από την επισήμανση ότι βλέπουμε τη δρομολόγηση της ανάπτυξης μεταλλευτικών δραστηριοτήτων στη Χαλκιδική, καθώς και τον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζεται ο αγώνας ενάντια σε αυτή, ως ένα πεδίο δοκιμών σύγχρονων μεθοδεύσεων της κυριαρχίας- δηλαδή του κράτους και των εταιρειών. Όπως θα εξηγήσουμε παρακάτω, οι μεθοδεύσεις αυτές αφορούν τόσο στην υλοποίηση ενός χαρακτηριστικού αναπτυξιακού έργου – το οποίο εξελίσσεται με όρους επιβολής που ευνοείται από τις τρέχουσες συνθήκες κρίσης – όσο και στις αναβαθμισμένες κατασταλτικές τακτικές που εφαρμόζονται για τον σκοπό αυτό. Επομένως, βλέπουμε δύο κύρια σημεία επίθεσης από τη μεριά της κυριαρχίας: το πρώτο αφορά στην καταστολή που υφίσταται ο αγώνας, όχι απλά με όρους φυσικής, δηλαδή σωματικής καταστολής, αλλά και φίμωσης και ποινικοποίησης των αντιστάσεων. Το δεύτερο αναφέρεται στην επίθεση που ασκείται στην ζωή, το περιβάλλον και την ελευθερία μας, μέσω της ίδιας της ανάπτυξης και λειτουργίας του έργου. Αντιλαμβανόμαστε τα δύο αυτά σημεία της επίθεσης ως «βία της κυριαρχίας», με τον οποίο όρο θα αναφερόμαστε στη συνέχεια της εισήγησής μας σε αυτά.

Ξεκινώντας από το πιο άμεσα κατανοητό σημείο της βίας της κυριαρχίας που είναι η φυσική καταστολή, στο παράδειγμα της Χαλκιδικής, βλέπουμε να ασκείται αφενός από το κράτος, μέσω της «νόμιμης βίας» των δυνάμεων καταστολής (με μανιώδεις ρίψεις δακρυγόνων σε ευθεία βολή, πλαστικές σφαίρες κλπ, με αποτέλεσμα σοβαρούς τραυματισμούς, ασφυξία από τα δακρυγόνα κλπ). Αφετέρου από την εταιρεία, μέσω των μισθοφόρων της, που έχουν ξυλοκοπήσει αντιστεκόμενους κατοίκους, τόσο κατά τη βίαιη εισβολή της εταιρείας το Μάρτιο του ’12 στο βουνό, όσο και μέσα στα χωριά.

Ωστόσο, η καταστολή επεκτείνεται και σε γενικότερο επίπεδο, στο πλαίσιο της επιχείρησης της κυριαρχίας να κάμψει κάθε μορφή αντίστασης και να εμποδίσει την εξάπλωση του αγώνα πέρα από τα γεωγραφικά όρια της Χαλκιδικής, προκειμένου να προστατεύσει την εξέλιξη του έργου και να αποτρέψει μια αντίστοιχη εξέλιξη σε άλλα ανάλογα επενδυτικά σχέδια. Έτσι, βλέπουμε να έχει επιβληθεί στη Χαλκιδική μια κατάσταση εξαίρεσης που ορίζει την υλοποίηση του έργου ως μονόδρομο. Στο πλαίσιο αυτής της κατάστασης δεν μπορεί παρά ο αγώνας να καταστέλλεται, στο όνομα της κερδοφορίας της εταιρείας και με πρόσχημα την εθνική σωτηρία. Με άλλα λόγια, το έργο επιβάλλεται με κάθε μέσο και με κάθε κόστος:

  • μέσω της απόπειρας τρομοκράτησης και επιβολής του φόβου, με πρωτοφανή μεγέθη αστυνομικών δυνάμεων σε ρόλο στρατού κατοχής σε διαδηλώσεις, αλλά και με εισβολές στα χωριά, με εκατοντάδες πολύωρες προσαγωγές διαδηλωτών χωρίς την παρουσία δικηγόρων, με κατά συρροή λήψη DNA, χωρίς να έχουν καν απαγγελθεί κατηγορίες και σε κάποιες περιπτώσεις δια της βίας κλπ.
  • μέσω της αποσιώπησης του αγώνα από τα ΜΜΕ, τα οποία από την εισβολή της εταιρίας στο βουνό το Μάρτιο του ’12 και μέχρι την καταστροφή του εργοταξίου της τον Φεβρουάριο του ’13, έκαναν ότι μπορούσαν για να διασφαλίσουν την ολοκληρωτική φίμωση του αγώνα, ακόμα και σε περιπτώσεις άνευ προηγουμένου χρήσης «νόμιμης» βίας από την πλευρά του κράτους, όπως τον Οκτώβρη του ‘12, παρέχοντάς του τη δυνατότητα να τρομοκρατεί παρασκηνιακά τους αντιστεκόμενους στο έργο.
  • μέσω της προπαγάνδας και της απόπειρας χειραγώγησης της κοινής γνώμης από τα ΜΜΕ, τα οποία μετά την καταστροφή του εργοταξίου, όταν πλέον η αποσιώπηση των τεκταινόμενων στη Χαλκιδική δεν ήταν εφικτή, επιχείρησαν να μετατοπίσουν την προσοχή από τον ίδιο τον αγώνα και το εγκληματικό έργο που συντελείται στην περιοχή, προς μια φιλολογία περί υποκινούμενων κινήτρων, αλλά και περί ανομίας και βίας (που σε πολλές περιπτώσεις προσδιορίστηκε μάλιστα ως ξενόφερτη). Στο πολυδιάστατο επικοινωνιακό παιχνίδι που έστησαν, οι αγωνιζόμενοι κάτοικοι και αλληλέγγυοι παρουσιάζονταν ως αντιδραστικές μειοψηφίες, ενώ προβάλλονταν παράλληλα τα υποτιθέμενα οφέλη της επένδυσης. Έκτοτε, στα δελτία ειδήσεων, παράγουν ή αναπαράγουν μια ολοκληρωτικά στρεβλή εικόνα του αγώνα.
  • μέσω της στοχοποίησης του κινήματος της Χαλκιδικής και της ποινικοποίησης του αγώνα, όπως αυτή εφαρμόζεται με την εγκαθίδρυση μιας βιομηχανίας διώξεων και ιδιαίτερα με τον σχηματισμό δικογραφιών χιλιάδων σελίδων με κατηγορητήρια, που σε αρκετές περιπτώσεις αφορούν σε βαριά κακουργήματα, με κορυφαίο τη σύσταση εγκληματικής οργάνωσης. Το πρωτόγνωρο που συμβαίνει στη Χαλκιδική είναι το ότι η κυριαρχία, προκειμένου να επιδείξει αποτελεσματικότητα στην πάταξη αυτού που ορίζει ως «ανομία», δεν ποινικοποιεί πλέον μόνο την πράξη, αλλά και την ίδια τη σκέψη και τη βούληση, γεγονός που έχει ανοίξει το δρόμο για την άσκηση φρονηματικών διώξεων. Έτσι, ήδη από τις πρώτες δυναμικές κινητοποιήσεις, το φθινόπωρο του ’12, βλέπουμε να ασκούνται διώξεις που αφορούσαν στην  ίδια τη συμμετοχή σε κινητοποίηση, ενώ λίγο αργότερα, μετά το Φεβρουάριο του ’13, ακολούθησαν διώξεις περί ηθικής αυτουργίας.
  • μέσω της ομηρίας που έχει επιβληθεί, τόσο με το φόβο μπροστά στην άσκηση ποινικής δίωξης και τις προφυλακίσεις αγωνιστών, όσο και με την επιχείρηση δημιουργίας τράπεζας γενετικού υλικού μέσω της λήψης DNA.

Πέρα από τις διάφορες εκφάνσεις της καταστολής, η βία της κυριαρχίας εκφράζεται μέσα από την ίδια την επιβολή του έργου και όσων αυτό συνεπάγεται. Συγκεκριμένα:

  • 1ον: η εταιρεία εξαναγκάζει τις τοπικές κοινωνίες να υποστούν τις καταστροφικές συνέπειες του έργου, που θέτουν σε κίνδυνο την ισορροπία και την ίδια την ύπαρξη οικοσυστημάτων που έχουν εξελιχθεί κατά τη διάρκεια αιώνων και την υγεία χιλιάδων ανθρώπων
  • 2ον: οι μεταλλευτικές δραστηριότητες προϋποθέτουν την ευρεία περίφραξη, δηλαδή τη λεηλασία, κοινών πόρων, (όπως το δάσος, η γη και το νερό που από τα βάθη των αιώνων ανήκουν σε όλους μας) οι οποίοι φυλάσσονται από μισθοφορικούς στρατούς εργαζομένων, σεκιούριτι και δυνάμεων καταστολής, αποκλείοντας τους πραγματικούς κατόχους των πόρων και της περιοχής από οποιαδήποτε επιλογή διαχείρισης τους
  • 3ον: το έργο στις Σκουριές συνιστά ένα χαρακτηριστικό αναπτυξιακό έγκλημα που προβάλλεται ως απάντηση στην κρίση που γεννήθηκε εξαιτίας του ίδιου του μοντέλου της καπιταλιστικής ανάπτυξης. Δεν είναι βέβαια τυχαίο ότι η υλοποίηση του έργου προωθείται τώρα με την κρίση, τώρα που τα ποσοστά της ανεργίας είναι τόσο ψηλά και που ο εκβιασμός της εργασίας γίνεται πιο έντονος. Πρόκειται για έναν εκβιασμό που κάνει τους ανθρώπους να αναζητούν απεγνωσμένα ατομικές λύσεις, αδιαφορώντας για τις συνέπειες προς το κοινωνικό σύνολο, συνέπειες που τελικά θα φτάσουν και στους ίδιους. Άλλωστε, όπως γνωρίζουμε, οι  θέσεις εργασίας σε κάθε περίπτωση θα είναι πολύ λιγότερες από τις υποσχόμενες, και ταυτόχρονα βραχυπρόθεσμες, ενώ κανείς δεν αναφέρει πόσες θέσεις θα χαθούν εξαιτίας του έργου, καθώς, στην περίπτωση των μεταλλείων, η ανάπτυξη συνεπάγεται εργασία σχεδόν αποκλειστικά σε μεταλλευτικές δραστηριότητες. Δηλαδή, η περιοχή χαρακτηρίζεται ως μεταλλευτική και η οποιαδήποτε άλλη δραστηριότητα (όπως η γεωργία, η κτηνοτροφία, η μελισσοκομία και η αλιεία), είτε καθίσταται ανέφικτη λόγω της καταστροφής του περιβάλλοντος, είτε – μάλιστα – απαγορεύεται, καθιστώντας την περιοχή «μονοκαλλιέργεια». Βέβαια, το κράτος, προκειμένου να υποστηρίξει τα συμφέροντα της εταιρείας, έχει συνάψει μια σύμβαση αγοραπωλησίας ξεκάθαρα ευνοϊκή για αυτήν, προφασίζεται την υποτιθέμενη μελέτη και εποπτεία περιβαλλοντικών όρων για αδιαμφισβήτητα καταστροφικά έργα, έχει ψηφίσει βολικούς για την εταιρεία νόμους για να διευκολύνει την επιτάχυνση διαδικασιών και έχει παρακάμψει ακόμα και τους ίδιους του τους νόμους σε κάθε περίπτωση που δεν προλάβαινε να τους προσαρμόσει προς το συμφέρον της εταιρείας.

Ο λόγος για τον οποίο κατανοούμε όλες τις παραπάνω τακτικές και καταστάσεις με τον όρο «βία της κυριαρχίας» αφορά στο πώς προσεγγίζουμε τον ίδιο τον όρο «βία». Προκειμένου να προσδιορίσουμε ένα πλαίσιο αναφοράς περί βίας, θα επιχειρήσουμε να βασιστούμε σε έναν απλό και γενικό ορισμό της. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι «βία είναι ό,τι επιβάλλεται σε κάποιο άτομο, παρά τη θέληση ή/και τη συγκατάθεσή του. Ωστόσο, βία μπορεί να υπάρξει και σε περιπτώσεις συναίνεσης, όταν δεν υπάρχουν οι προϋποθέσεις ώστε το άτομο να διαφωνήσει».

Όπως αναφέρθηκε, η βία δεν είναι μόνο φυσική, δηλαδή σωματική. Έτσι, μπορούμε να μιλάμε για λεκτική βία, ψυχολογική βία κλπ. Με βάση αυτή την κατανόηση, η βία είναι διάχυτη γύρω μας, σε όλο το εύρος των κοινωνικών διεργασιών, ενώ μια κοινωνία χωρίς βία θα συνιστούσε ουτοπία, καθώς μια τέτοια συνθήκη θα προϋπέθετε τόσο την ολοκληρωτική έλλειψη επιβολής μεταξύ ανθρώπων, όσο και μια απόλυτα εναρμονισμένη και ισορροπημένη σχέση με το περιβάλλον.

Στο πλαίσιο αυτού του ορισμού της βίας, ως βία της κυριαρχίας, ονομάζουμε τη «νόμιμη βία» η οποία επιβάλλεται με διάφορες εκφάνσεις και όσο δεν βρίσκει αντίσταση, διευρύνει διαρκώς το όριά της στο όνομα της προάσπισης της αστικής δημοκρατίας, που αναγνωρίζει στο κράτος το μονοπώλιο στην άσκηση βίας. Βέβαια, σε περιπτώσεις στις οποίες η θεσμική/νόμιμη βία δεν επαρκεί, προσωρινά και για όσο αυτό εξυπηρετεί τους σκοπούς της κυριαρχίας, το μονοπώλιο αυτό αίρεται, παραχωρώντας δικαίωμα χρήσης βίας στο παρακράτος, που αποτελεί το μακρύ χέρι της εξουσίας.

Ανάγοντας τώρα την κατανόηση που αναπτύχθηκε προηγουμένως σχετικά με τη βία της κυριαρχίας στον αγώνα ενάντια στην εξόρυξη χρυσού στη Χαλκιδική, συνειδητοποιούμε ότι αυτός συνιστά μια πιο εμφανή εικόνα των όσων συμβαίνουν τα τελευταία χρόνια στην ελληνική κοινωνία, όπου κράτος και εταιρείες, στο όνομα της ανάπτυξης, επεμβαίνουν δραστικά ενάντια σε περιοχές και πληθυσμούς – το παράδειγμα της Κερατέας ίσως ήταν απλώς το πρελούδιο για τα όσα θα ακολουθούσαν στη Χαλκιδική.

Είναι βέβαια αναμφίβολο ότι οι πρακτικές που χρησιμοποιεί το κράτος για να καταστείλει τους αγωνιζόμενους ενάντια στα μεταλλεία και η γενικότερη κατάσταση εξαίρεσης που επιβάλει, θα εφαρμοστούν στη συνέχεια σε όλη την κοινωνία. Το φακέλωμα για παράδειγμα που επιχειρήθηκε με τη λήψη DNA σε πλήθος αγωνιζόμενων κατοίκων και αλληλέγγυων δεν αποτελεί μόνο μια κορύφωση της φυσικής βίας της κυριαρχίας ή μια ακόμα παραβίαση των ανθρώπινων δικαιωμάτων. Αντίθετα, συνιστά στιγμιότυπο της προσπάθειας του κράτους να ποινικοποιήσει κάθε κοινωνική αντίσταση που εκδηλώνεται στο παρόν ή κυοφορείται για το μέλλον και προορίζεται για να επεκταθεί σε ευρύτερο επίπεδο, απειλώντας ευθέως τις ελευθερίες του συνόλου της κοινωνίας.

Επιπλέον, η βία που υφίσταται ο αγώνας της Χαλκιδικής, εντάσσεται και σε μια συνθήκη γενικευμένης αναβάθμισής της βίας της κυριαρχίας στην τρέχουσα πραγματικότητα. Η βία αυτή ασκείται από τη μια απέναντι στους κοινωνικούς αγώνες (συμπεριλαμβάνοντας ξυλοδαρμούς εργαζομένων, επιστρατεύσεις απεργών, απαγορεύσεις διαδηλώσεων, εκκενώσεις καταλήψεων), αλλά και από την άλλη απέναντι σε όλο το φάσμα της ζωής μας, όπου εκφράζεται με όρους εξαθλίωσης (εργασιακές συνθήκες, ανεργία, διάλυση του συστήματος υγείας, πλειστηριασμοί πρώτης κατοικίας) και υποβάθμισης της ανθρώπινης αξιοπρέπειας (στρατόπεδα συγκέντρωσης μεταναστών, βασανιστήρια σε κρατητήρια, διαπόμπευση οροθετικών,  φυλακές υψίστης ασφαλείας, εισβολές σε σπίτια).

Σε ό,τι αφορά τους κοινωνικούς αγώνες, το κύριο ιδεολογικό όπλο που έχει εισάγει το κράτος προκειμένου να χειραγωγήσει την κοινή γνώμη προς την ποινικοποίησή τους, περιλαμβάνει τη «θεωρία των δύο άκρων» και τη σχετική ρητορική της «καταδίκης της βίας από όπου κι αν προέρχεται» και αποσκοπεί στην κατασκευή αντιλήψεων περί βίαιων και επικίνδυνων ανθρώπων που στοχεύουν στο να βλάψουν τη δημοκρατία και να εμποδίσουν την «επερχόμενη ανάπτυξη». Ως άκρο βέβαια το κράτος προσδιορίζει οτιδήποτε λειτουργεί εκτός των ορίων που το ίδιο θέτει με τα μέσα που βρίσκονται υπό τον έλεγχό του, όπως την αστική δικαιοσύνη. Έτσι, εγκαθιστώντας ένα καθεστώς εξαίρεσης που επιτρέπει τη διασφάλιση προνομιακών πεδίων για την αναπροσαρμογή νόμων ανάλογα με τους εκάστοτε σκοπούς του, επιχειρεί να επικυρώσει και να διασφαλίσει το ρόλο του ως κεντρικό διαχειριστή και σταθεροποιητή της κοινωνικής ροής, να επικυρώσει ως νομιμότητα την επίθεσή του σε όλες τις κοινωνικές διεργασίες αντίστασης και να φανεί αποτελεσματικό στην πάταξη της «ανομίας», προκειμένου να εγγυηθεί την ανεμπόδιστη δραστηριότητα των εταιριών.

Μέσα σε ένα τέτοιο πλαίσιο, όσο υπάρχουν αντιστάσεις στη βία της κυριαρχίας, περιορίζοντας την αυθαιρεσία της, δεν μπορούμε παρά να τις αναγνωρίζουμε ως βία από τη μεριά των κινημάτων, η οποία εκφράζεται με διαφορετικές μορφές, σε συνάρτηση με τη βία στην οποία αυτά καλούνται να απαντήσουν. Στο σημείο αυτό θα αναφερθούμε περισσότερο στο δεύτερο μέρος της εισήγησής μας.

[Θα ακολουθήσει η Ι.Κούρτοβικ, που θα εστιάσει στην εξέλιξη του νομικού οπλοστασίου του κράτους για την ποινικοποίηση των κινημάτων και ιδιαίτερα σε ενημέρωση για το νόμο 187 (περί εγκληματικών οργανώσεων) και ο Γ.Κατρούγκαλος που θα εστιάσει στη νομιμοποίηση των κοινωνικών αντιστάσεων απέναντι στο μονοπώλιο του κράτους στη βία.]

Β’ τμήμα: κοινωνικές αντιστάσεις απέναντι στη βία της κυριαρχίας

Ο αγώνας ενάντια στα μεταλλεία στη Χαλκιδική αποτελεί ένα μαζικότατο και πολύμορφο αγώνα, ο οποίος διεξάγεται εδώ και χρόνια σε διάφορους τόπους και με πολλαπλά μέσα, που καθορίζονται κάθε φορά ανάλογα με τις εκάστοτε συνθήκες, προς έναν κοινό σκοπό: την αντίσταση στη βία της κυριαρχίας – δηλαδή του κράτους και της εταιρείας. Οι πολλαπλές μορφές του αγώνα φάνηκαν ήδη στον αγώνα της Ολυμπιάδας, στον οποίο οι αντιστεκόμενοι κάτοικοι, προκειμένου να αποτρέψουν την υλοποίηση των σχεδίων της εταιρίας, οργανώθηκαν σε επιτροπές, συντονίστηκαν με κατοίκους άλλων χωριών, κατασκεύασαν φυλάκιο στην περιοχή για να ελέγχουν την κίνηση προς το μεταλλείο, κατέστρεφαν υλικοτεχνικό εξοπλισμό της εταιρείας, καταλάμβαναν δρόμους και συγκρούονταν με ισχυρές αστυνομικές δυνάμεις. Αντίστοιχα, και ο αγώνας στις Σκουριές, περιλαμβάνει διαφορετικές εκφάνσεις που συνθέτουν από κοινού την πραγματικότητά του: άλλοτε πορείες ή συγκεντρώσεις στο βουνό, άλλοτε διαδηλώσεις και εκδηλώσεις σε χωριά και μεγάλες πόλεις, άλλοτε αποκλεισμούς δρόμων και άλλοτε καταστροφές σε υλικοτεχνικό εξοπλισμό της εταιρείας.

Προκειμένου να καταστήσει τον αγώνα διαχειρίσιμο, το κράτος προσπαθεί να διαχωρίσει τις διάφορες πρακτικές του, με άξονα το αν είναι ειρηνικές ή βίαιες, ή με όρους αστικής δικαιοσύνης νόμιμες ή παράνομες. Αυτός ο διαχωρισμός βέβαια, σύμφωνα με τον ορισμό που δώσαμε για τη βία που χρησιμοποιούν τα κινήματα, είναι άνευ υπόστασης, καθώς δεν υπάρχει πρακτική αντίστασης που να μπορεί να χαρακτηριστεί ως ειρηνική, από τη στιγμή που αντιστέκεται στη βία της κυριαρχίας. Έτσι, η κοινωνική βία στην περίπτωση των Σκουριών περιλαμβάνει οτιδήποτε αντιτίθεται στο έργο, δηλαδή όποιες πρακτικές συνεπάγονται κόστος για την εταιρία, όπως πχ οι αποκλεισμοί δρόμων προς το εργοτάξιο, οι διαδηλώσεις στο βουνό, τα φυλάκια αγώνα, οι συλλογικές διαδικασίες μέσω των οποίων οργανώνεται ο αγώνας.

Οπότε, ως ειρηνική δράση δεν μπορεί να νοείται κάτι άλλο παρά η όποια αντίσταση εντάσσεται στα πλαίσια της αστικής νομιμότητας, του δικαίου που ορίζει το κράτος.

Τμήμα των αντιφάσεων που παρουσιάζονται στον αγώνα είναι και το γεγονός ότι η λογική αυτή του διαχωρισμού, η οποία λειαίνει το έδαφος για την καταδίκη ενός συνόλου πρακτικών στο πλαίσιο του πολύμορφου αγώνα ενάντια στα μεταλλεία, ενσωματώνεται από τμήμα του κινήματος, το οποίο μάλιστα σε κάποιες περιπτώσεις έχει υποκύψει σε δηλώσεις νομιμοφροσύνης, και έχει υιοθετήσει λόγο περί προβοκάτσιας, καταγγέλλοντας «κουκουλοφόρους που αμαύρωσαν τον αγώνα».

Η εμπιστοσύνη αυτή που προβάλλεται στην αστική δικαιοσύνη από τμήμα του κινήματος, αναφέρεται συχνά και στο ίδιο το έργο, εστιάζοντας σε επιχειρηματολογία που αφορά στη νομιμότητά του. Το αδιέξοδο στο οποίο μπορεί να οδηγήσει μια τέτοια προσέγγιση θα φανεί στο άμεσο μέλλον, όταν η εταιρεία θα έχει πλέον επίσημα αδειοδοτηθεί σε κάθε επίπεδο, με αποτέλεσμα να στερέψουν τα σχετικά με τη νομιμότητα επιχειρήματα. Σε μια τέτοια συνθήκη, δεν αποκλείεται να υιοθετηθούν ρητορικές περί αυστηρότερων περιβαλλοντολογικών όρων, κρατικής λειτουργίας των μεταλλείων με επιτροπές «κοινωνικού  ελέγχου» ή επανεξέτασης του μεταλλευτικού κώδικα, ώστε η μεταλλευτική δραστηριότητα να αποφέρει έσοδα στο κράτος.

Για μας ωστόσο, το διακύβευμα δεν είναι αν οι δραστηριότητες της εταιρείας είναι νόμιμες ή παράνομες, αλλά το γεγονός ότι καταστρέφουν το περιβάλλον και τις ζωές μας. Έτσι, θεωρούμε για παράδειγμα προβληματική την εναπόθεση της διαχείρισης καταστάσεων σε θεσμικά όργανα (όπως πχ η εναπόθεση της επίλυσης του ζητήματος στο ΣΤΕ), καθώς δημιουργεί την ψευδαίσθηση ότι ο αγώνας προχωράει, ενώ την ίδια στιγμή αυτός τίθεται υπό έλεγχο, με αποτέλεσμα την αποδυνάμωση των κινηματικών διεργασιών. Άλλωστε, γνωρίζουμε ότι η δικαιοσύνη, δεν είναι κάποιο ανεξάρτητο όργανο που επιβάλλεται ισάξια σε όλους, αλλά αποτελεί όργανο του κράτους, διαμορφώνεται από αυτό, με βάση τα συμφέροντα των εταιρειών και κλείνοντας τα μάτια στα εγκλήματά τους. Επομένως, ο αγώνας δεν μπορεί να εναποθέσει τις ελπίδες του στη νομική διαχείριση, αλλά θα πρέπει να βασίζεται στο ίδιο το κίνημα, τις αντιστάσεις του και την πίεση που αυτό μπορεί να ασκήσει.

Επιπλέον, δεν θεωρούμε ότι οι διάφορες παραλλαγές στην υλοποίηση του έργου μπορούν να αποτελέσουν λύσεις, καθώς δεν μπορούν να αναιρέσουν τη βία της λεηλασίας της φύσης που επιχειρείται από την κυριαρχία και την απειλή προς τη ζωή και την ελευθερία μας. Επομένως, η αντίστασή μας στο έργο της εταιρείας είναι αδιαπραγμάτευτη.

Ταυτόχρονα, η εστίαση σε υποτιθέμενες ειρηνικές διαμαρτυρίες, ανοίγει το δρόμο για την αναπαραγωγή μιας παθητικής στάσης απέναντι στις δυνάμεις καταστολής. Αυτή η παθητικότητα, μπορεί μάλιστα να ευνοεί την επιλογή της προβολής του σκληρού προσώπου των δυνάμεων καταστολής απέναντι σε «θύματα με ειρηνικές προθέσεις», αντί να προβάλλεται η ίδια η αντίσταση των αγωνιζόμενων, συνθήκη η οποία φέρει στοιχεία θυματοποίησης και μπορεί να επιβάλει το φόβο και την ευαισθητοποίηση του κόσμου μέσω της επίκλησης στο συναίσθημα και όχι μέσα από τη συνειδητοποίηση ότι του κλέβουν τη γη, το νερό, τις ανάγκες του, τα όνειρά του, την ίδια του τη ζωή.

Τέλος, αναπόφευκτη συνεπαγωγή του διαχωρισμού πρακτικών σε ειρηνικές και βίαιες είναι και η διάκριση των διωκόμενων σε ειρηνικούς και βίαιους, που επιτρέπει να γίνεται λόγος για αποσπασματικούς ή ξενόφερτους αγώνες. Σε μια τέτοια προοπτική, θεωρούμε ότι η απάντησή μας θα πρέπει να είναι ότι η αλληλεγγύη μας στους διωκόμενους είναι αυτονόητη και δεν εξαρτάται από το αν αυτοί συμμορφώνονται με ειρηνικές πρακτικές.

Το ερώτημα που τίθεται είναι: αν δεν υπερασπιζόμαστε τον αγώνα βάσει του ότι είναι ειρηνικός και νόμιμος, τότε πώς μπορούμε να τον υπερασπιστούμε; Η δική μας απάντηση σε αυτό συμπεριλαμβάνεται στην κατανόηση του ότι ο αγώνας μας είναι δίκαιος και αναγκαίος. Ότι πρόκειται για ένα σώμα κοινωνικών αντιστάσεων που δικαιώνεται ηθικά από την ίδια την κοινωνία.

Για να γίνει καλύτερα κατανοητό αυτό το σημείο, θα πρέπει να επισημάνουμε ότι η βία – έτσι όπως αυτή ορίστηκε προηγουμένως – δεν είναι φορτισμένη θετικά ή αρνητικά από μόνη της. Αντίθετα, το αν θεωρούμε μια βίαιη ενέργεια δίκαιη και συνεπώς το αν την αποδεχόμαστε, εξαρτάται από τους σκοπούς της, από το ποιοι και προς ποιους τη διαπράττουν, καθώς και από τις συνθήκες μέσα στις οποίες συντελείται.

Βέβαια, δεν θεωρούμε ότι η βία είναι θεμιτή εξαρχής. Δηλαδή δεν την αναγνωρίζουμε ως αυτοσκοπό. Παρόλα αυτά, σε έναν ατελή κόσμο, η κοινωνική βία – δηλαδή οι κοινωνικές αντιστάσεις στις διάφορες εκφάνσεις τους – είναι αναγκαία ή αναπόφευκτη ως αυτοάμυνα απέναντι στη «νόμιμη» βία της κυριαρχίας. Οι διαφορετικές μορφές της εξαρτώνται από τις αντίστοιχες μορφές της βίας της κυριαρχίας απέναντι στην οποία καλείται να αμυνθεί.

Συνεπώς, θεωρούμε ότι η βία φορτίζεται θετικά ή αρνητικά βάσει του αν είναι δίκαιη, με όρους ζωής (δηλαδή της επιβίωσης έμβιων όντων και του περιβάλλοντος) και αξιοπρέπειας. Με άλλα λόγια, οι αντιστάσεις απέναντι σε οτιδήποτε θίγει αυτούς τους παράγοντες δικαιώνονται κοινωνικά και μάλιστα επιφορτίζονται με την ηθική ευθύνη της προάσπισής τους.

Στην περίπτωση της Χαλκιδικής, οι πρακτικές αντιβίας που το κίνημα αναγκάζεται να εφαρμόσει για να αμυνθεί απέναντι στη βία της κυριαρχίας, συμπεριλαμβανομένης της καταστροφικής επένδυσης που επιβάλλεται από την εταιρεία και προστατεύεται  από το ίδιο το κράτος, παρότι μπορεί να αποτελούν βίαιες ενέργειες, ωστόσο νομιμοποιούνται κοινωνικά, περισσότερο και από το ίδιο το σύνταγμα, ως μορφές κοινωνικής αντίστασης. Τμήμα των κοινωνικών αυτών αντιστάσεων συνιστά και η φυσική βία που ασκείται από τα κινήματα ως απάντηση στη φυσική βία της κυριαρχίας. Όπως και με το σύνολο της κοινωνικής βίας, η συγκρουσιακή διάθεση που εκφράζεται όποτε αυτό κρίνεται απαραίτητο για τη συνέχιση ή/και την όξυνση του αγώνα, απορρέει από τον ίδιο τον αγώνα και είναι αναγκαία ως άμυνα απέναντι στη βία της εξουσίας.